Δημοσιεύτηκε στις 3 Φεβρουαρίου 2010
Ο Άρης έπαιζε το πρώτο ματς του στη φάση αυτή μπροστά στον κόσμο του και επιβαλλόταν να κερδίσει, ιδίως αν σκεφτούμε ότι αντιμετώπιζε μια ομάδα η οποία την περασμένη αγωνιστική έχασε στην έδρα της, αλλά όμως δεν τα κατάφερε και πλέον έχει πρόβλημα. Κοιτώντας το πρόγραμμα του Άρη θέλει σίγουρα τα δύο εντός έδρας (και τη διαφορά απέναντι στην Μπανταλόνα), αλλά και το εκτός έδρας με τη Λε Μαν (η διαφορά εδώ εξυπακούεται) για να ελπίζει, αλλά και πάλι πια δεν είναι σίγουρος.
Το παιχνίδι ήταν ντέρμπι από την αρχή ως το τέλος. Καμία ομάδα δεν μπόρεσε να επιβάλλει το ρυθμό της στη διάρκεια του ματς, αλλά αυτό πάντα ευνοεί τους φιλοξενούμενους που με αυτόν τον τρόπο έχουν μια ευκαιρία να χτυπήσουν το ματς στο τέλος. Αυτό επιβεβαιώθηκε και στο Αλεξάνδρειο, όπου η Λε Μαν ήταν κολλημένη στον Άρη και δυστυχώς μπόρεσε στο τέλος να φύγει με το διπλό.
Ο Άρης στο πρώτο μέρος είχε τεράστια προβλήματα με τον Ράιτ, την ώρα που οι υπόλοιποι Γάλλοι δεν είχαν ακόμη «ζεσταθεί». Ο Αμερικανός πλέι μέικερ, όμως, έδωσε ουσιαστικά 20 πόντους στην ομάδα του με τα καλάθια και τις πάσες του (από τους 37 συνολικά) στο πρώτο ημίχρονο. Σίγουρα η περιφερειακή άμυνα του Άρη απέτυχε στο να τον περιορίσει και έδωσε την ευκαιρία στη Λε Μαν να μείνει στο ματς και να παγιώσει τις ισορροπίες.
Στο δεύτερο ημίχρονο ο Άρης βελτιώθηκε αρκετά και δεν είναι τυχαίο ότι τα σερί του και τις μεγαλύτερες διαφορές του τα πήρε σε εκείνο το διάστημα. Μάλιστα, η τρίτη περίοδος ήταν πολύ καλή, με τους «κιτρίνους» να δέχονται μόνο 8 πόντους από τους Γάλλους, που φάνηκαν να χάνουν την επαφή με το ματς. Σίγουρα, ο Μπλατ διάβασε σωστά το ματς και γι’ αυτό ο Άρης ήταν τόσο μεταμορφωμένος στο τρίτο δεκάλεπτο. Όμως, το 9-0 για το 44-37 πήγε ουσιαστικά χαμένο, αφού το διαδέχθηκε ένα 6-13 για την ισοπαλία στο 50-50. Ο Άρης πήγε ξανά να ξεφύγει, αλλά πια ήταν πολύ δύσκολο και το 6-0 φάνηκε ευκαιριακό, αφού γρήγορα οι Γάλλοι αποκατέστησαν τις ισορροπίες.
Στο τέλος, οι 4 ισοπαλίες (στο 59, το 62, το 65 και το 67) έδειξαν πόσο οριακό ήταν το ματς, με τον Άρη να είναι άτυχος. Κατόπιν εορτής πολλά μπορούν να ειπωθούν για την τελευταία φάση, όπως ότι δεν λειτούργησαν τα αμυντικά ροτέισον, ότι δεν έπρεπε να μπορέσει η Λε Μαν να σκοράρει με καλές προϋποθέσεις σε 5 δευτερόλεπτα, ότι ο Μάιλς έπρεπε να καθυστερήσει άλλο λίγο (απ’ την άλλη αν αστοχούσε μόνο έτσι έδινε την ευκαιρία για επιθετικό ριμπάουντ), αλλά το θέμα είναι ότι όταν ένα ματς κρίνεται στο σουτ σπάνια χάνεται στο σουτ αυτό, αλλά έχει «χαθεί» νωρίτερα. Το ένα σουτ αν είναι να μπει, μπαίνει, ανεξαρτήτως άμυνας (θυμηθείτε το Μαρούσι-ΤΣΣΚΑ, το Ελλάδα-Γαλλία – και του 2005 και του 2009 – και τόσα άλλα).
Ο Άρης βελτιώνεται, αλλά δεν μοιάζει να μπορεί να σταθεροποιηθεί σε ένα στάνταρ απόδοσης ακόμα, κάτι που είναι λογικό για ομάδα που αλλάζει προπονητή (πόσο μάλλον όταν μια νέα ομάδα έχει μια προπόνηση μόνο πριν από τέτοιο ματς). Οι φίλοι του, θεωρώ ότι, πρέπει να κάνουν υπομονή, θεωρώντας τη φετινή χρονιά χαμένη και ό,τι βγει στο τέλος καλό θα είναι, αφού ο Μπλατ θα έχει στρώσει την ομάδα ως τα πλέι οφς. Βέβαια, πραγματικό έργο θα δείξει του χρόνου.
Επίσης, είναι ξεκάθαρο ότι στα παιχνίδια που ο Άρης παίζει ως αουτσάιντερ, χωρίς άγχος (τα δύο με Ολυμπιακό) παίζει πολύ καλύτερα απ’ ότι στα υπόλοιπα, που επιβάλλεται να κερδίσει. Αυτό πρέπει να το κοιτάξει Μπλατ, καθώς μπροστά υπάρχουν ματς-φωτιά, όπως αυτό σε τέσσερις ημέρες με τον ΠΑΟΚ.
Σε ατομικό επίπεδο, ο Μπλατ φαίνεται να βγάζει τον καλύτερο εαυτό του Μάιλς, αλλά να μην έχει βρει ακόμη το «κουμπί» του Κλαρκ. Ο Μπετς βοηθάει, αλλά θα μπορούσε να παίρνει περισσότερες μπάλες, ο Μπάρλος ξεκάθαρα είναι παίκτης στο στιλ που αρέσει στον Μπλατ, ενώ ο Ρίτσαρντσον έχει το ελεύθερο, αλλά θα πρέπει να περιοριστεί λίγο στα σουτ.
Ο Πανελλήνιος στην Ισπανία έχασε με κατεβασμένα τα χέρια από την Μπιλμπάο. Αυτό είναι το 5ο κακό ματς του Πανελληνίου στη σειρά, με τα τέσσερα από αυτά να καταλήγουν σε ήττα. Κι αν η ήττα από την Μπιλμπάο (κι εκείνη από τον Ολυμπιακό) μπορεί να χαρακτηριστεί εντός προγράμματος, εκείνες από Μαρούσι και ΠΑΟΚ «πόνεσαν» τον Πανελλήνιο, που έχει κερδίσει μόνο την Μπαμπέργκ και μάλιστα, χάνοντας μεγάλη διαφορά στο τέλος.
Σίγουρα, δικαιολογίες υπάρχουν, αφού οι τραυματισμοί μοιάζουν να έχουν επηρεάσει το ρυθμό της ομάδας, αλλά δεν μπορούν παρά να γίνονται συνειρμοί με την περσινή σεζόν, όταν ο Πανελλήνιος έπαιζε μέχρι το τέλος Δεκέμβρη το καλύτερο, ίσως, μπάσκετ στην Ελλάδα και από τον Ιανουάριο κι έπειτα ήταν μέτριος σε πολλούς αγώνες. Έτσι και τώρα, ως τις 10 Γενάρη είχε 13-4 (9-2 στο πρωτάθλημα και 4-2 στο Eurocup) και μετά έχει 1-4 (0-3 στο πρωτάθλημα και 1-1 στο Eurocup). Πρέπει οπωσδήποτε να το δει ο Ζούρος αυτό, πριν είναι αργά για την ομάδα του.
Χαρακτηριστικό στον αγώνα είναι ότι ο Πανελλήνιος έχασε όλα τα δεκάλεπτα, με την προσπάθεια αντεπίθεσής του στο τρίτο δεκάλεπτο να είναι ιδιαίτερα ασθενής, ενώ στο τέταρτο επήλθε η τελική κατάρρευση.
Ουσιαστικά, μετά το 21-23 ο Πανελλήνιος έχασε το ματς, καθώς τρία σερί, ένα 7-0 στο σημείο εκείνο, ένα 15-0 στην αρχή του δευτέρου ημιχρόνου κι ένα 12-2 όταν ο Πανελλήνιος μείωσε με δικό του 0-8 δεν τον άφησαν να αντιδράσει. Η άμυνα ήταν κακή, αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν οι επιλογές στην επίθεση, όπου η ομάδα έμοιαζε εγκλωβισμένη και χωρίς καθαρό μυαλό. Το 38% στα δίποντα είναι πολύ κακό για τα στάνταρ του Πανελληνίου, ενώ οι «Ολυμπιονίκες» ήταν χειρότεροι σε ριμπάουντ, ασίστ, κλεψίματα, τάπες και λάθη από τους Ισπανούς.
Η νίκη της Μπαμπέργκ επί της Μπενετόν καθιστά επιτακτική ανάγκη τη νίκη επί των Ιταλών την ερχόμενη αγωνιστική και αν ο Πανελλήνιος δεν τους κερδίσει κι εκτός έδρας, πρέπει οπωσδήποτε να κρατήσει τη διαφορά.