Δημοσιεύτηκε στις 31 Μαρτίου 2010
Στο πρώτο ματς της σειράς που ο Τσίλντρες ήταν εμφανώς καλύτερος του Γουντς στο παρκέ και κέρδισε την προσωπική τους μονομαχία, ο Ολυμπιακός δυστυχώς είδε τον Λίνας Κλέιζα να κάνει το χειρότερο φετινό του παιχνίδι στην Ευρώπη και να μην μπορεί να βρει ούτε στο ελάχιστο ρυθμό. Ο Λιθουανός έχασε πολλά ελεύθερα σουτ, σουτ που σε κάθε ματς βάζει με ευκολία. Έτσι, μετά από 18 αγώνες έσπασε το τρομερό ρεκόρ του, αφού ως την Τρίτη είχε σε κάθε ματς της σεζόν στην Ευρωλίγκα διψήφιο αριθμό πόντων, κάτι που κανένας άλλος παίκτης της διοργάνωσης δεν είχε καταφέρει.
Το θέμα για τον Ολυμπιακό ήταν ότι εκτός του Τσίλντρες μόνο ο Τεόντοσιτς και ο Βούισιτς έπιασαν ικανοποιητικό επίπεδο απόδοσης, ενώ όλοι οι υπόλοιποι κινήθηκαν σε ρηχά νερά, μεταξύ τους και ο Γιαννάκης. Ο προπονητής του Ολυμπιακού δεν τόλμησε στις αλλαγές του και αυτό του πιστώνεται περισσότερο, αφού δεν ανακάτεψε την τράπουλα όσο έβλεπε ότι η ομάδα δυσκολεύεται. Έκανε κάποιες καλές κινήσεις (όπως την παράλληλη χρησιμοποίηση Βούισιτς-Μπουρούση στην αρχή του δευτέρου ημιχρόνου που έφερε την ανατροπή της διψήφιας διαφοράς), αλλά γενικά «έχασε» τη μονομαχία του με τον Πατσέσας και εννοείται ότι θα μπορούσε να τα πάει πολύ καλύτερα. Μαυροκεφαλίδης, Βασιλόπουλος, Χαλπερίν και Μπέβερλι θα έπρεπε να έπαιζαν περισσότερο (οι τρεις πρώτοι) ή να έπαιζαν γενικά (ο τέταρτος), ιδίως με τους Πεν, Σχορτσανίτη, Κλέιζα, Μπουρούση σε πολύ κακή βραδιά.
Ο Ολυμπιακός έκανε το χειρότερό του παιχνίδι στο 2010 και δικαιολογημένα έχασε, αφού δεν μπόρεσε να επιβάλει το ρυθμό του παρά μόνο για ελάχιστα λεπτά στο ματς. Η Προκόμ απ’ ότι φαίνεται… δεν του πηγαίνει ως ομάδα και θα πρέπει στο 4ο ματς να δείξει τελείως διαφορετικό πρόσωπο για να πάρει την πρόκριση και να μην επιβαρυνθεί περισσότερο με 5ο αγώνα την ερχόμενη εβδομάδα.
Ο Ολυμπιακός αίφνης είδε ένα νέο πρόβλημα, αυτό της κυριαρχίας στη ρακέτα. Οι Πολωνοί ήταν καλύτεροι στη ρακέτα, αφού τα μπλοκ άουτ δεν λειτουργούσαν και οι Μπουρούσης, Σχορτσανίτης, Κλέιζα έχασαν αμέτρητα ριμπάουντ. Η Προκόμ δεν πιέστηκε ιδιαίτερα, με αποτέλεσμα να έχει πολύ καλά ποσοστά, τα οποία και δεν επέτρεψαν στον Ολυμπιακό να γυρίσει τον αγώνα. Σίγουρα οι «ερυθρόλευκοι» θα πρέπει να παίξουν καλύτερη άμυνα για να κερδίσουν ή, τουλάχιστον, να δείξουν το κλασικό τους πρόσωπο στην επίθεση.
Το βασικό πρόβλημα του Ολυμπιακού ήταν στην ομαδική συνεργασία και προσπάθεια, τόσο στην άμυνα όσο και στην επίθεση. Αυτό ήταν πιο σημαντικό από τις ατομικά κακές εμφανίσεις των παικτών του και αυτό του κόστισε περισσότερο. Θέμα διάθεσης, ενέργειας, αλλά πιθανότατα και ψυχολογίας, καθώς ο Ολυμπιακός έδειξε ότι θεωρούσε το ματς σίγουρο (τουλάχιστον έτσι διάβασα εγώ την έλλειψη μαχητικότητας στο πρώτο ημίχρονο).
Στη Βιτόρια η Κάχα Λαμποράλ βρήκε τη χαμένη της περηφάνια και κέρδισε την ΤΣΣΚΑ ωθώντας 4ο παιχνίδι στη σειρά. Μπορεί οι Βάσκοι να μην κέρδισαν τόσο θεαματικά όσο οι αντίπαλοί τους τα 2 πρώτα ματς, αλλά η ουσία είναι ότι απέδειξαν στους εαυτούς τους πως μπορούν να κερδίσουν και θέλουν να το επαναλάβουν και στο 4ο παιχνίδι για να ταξιδέψουν στη Μόσχα και πάλι. Πάντως, η Λαμποράλ απέδειξε στην ΤΣΣΚΑ ότι μπορεί να την κερδίσει και σε χαμηλό σκορ, σταματώντας τους Ρώσους στους 53 πόντους. Μάλιστα, οι 53 πόντοι είναι οι λιγότεροι που έχει σημειώσει η ΤΣΣΚΑ από το μακρινό 1996-97 (9 Ιανουαρίου 1997) και την ήττα της με 82-51 από τον Ολυμπιακό στο ΣΕΦ για τη δεύτερη φάση του Ευρωπαϊκού πρωταθλήματος. Από τότε μεσολάβησαν 225 ευρωπαϊκοί αγώνες στους οποίους καμία ομάδα δεν κράτησε την ΤΣΣΚΑ κάτω από τους 54 πόντους, με το 53 να είναι η χειρότερη επιθετική επίδοση των Ρώσων τα τελευταία 13 χρόνια! Άλλο ένα ρεκόρ του… Πασούτιν, που έδωσε μαθήματα κακής προπονητικής στο ματς, ιδίως με τον τρόπο που έχασε τον Καούν με 5 φάουλ.
Στο Βελιγράδι η Μπεογκράντ Αρίνα είχε σχεδόν 21.000 οπαδούς της Παρτιζάν και η Μακάμπι έμοιαζε σα να «έλιωσε» από το πρώτο λεπτό της αναμέτρησης. Το τελικό 81-73 την κολακεύει σαφώς αφού από το 31-20 και μετά πλησίασε κάτω από τους 10 πόντους στο 47-40 και μετά… στο τελικό αποτέλεσμα. Η Παρτιζάν κέρδισε κατά κράτος και αν οι Ισραηλινοί δεν βελτιωθούν πολύ στο επόμενο ματς, τότε δεν θα έχουν καμία τύχη για να κερδίσουν στο «καμίνι» των Σέρβων.
Τέλος, στη Μαδρίτη, η Μπαρτσελόνα πήρε πίσω το πλεονέκτημα έδρας, μετά από ένα πολύ καλό ματς. Η τρομερή ευστοχία στα τρίποντα που είχε στο ξεκίνημα της επέτρεψαν να ελέγχει τον αγώνα ως το τέλος του, με τη διαφορά να φτάνει τους 23 πόντους στο πρώτο ημίχρονο. Η Ρεάλ αντέδρασε, πλησίασε κάτω από τους 10 πόντους, αλλά μετά ήταν σαφές ότι δεν είχε πλέον τις δυνάμεις για δεύτερο ξέσπασμα που θα την έφερνε μπροστά. Η Μπαρτσελόνα κέρδισε δίκαια και εύκολα, αφού με τα τρίποντα στο ξεκίνημα ξεπέρασε τον αμυντικό γρίφο του Μεσίνα. Πλέον περιμένουμε τον 4ο αγώνα, αναμένοντας την απάντηση της Ρεάλ.
Κατά τη διάρκεια του αγώνα, βέβαια, γίναμε μάρτυρες μιας από τις μεγαλύτερες βλακείες που έχουν ακουστεί ποτέ από μικροφώνου σε αναμετάδοση (επαγγελματικά απαράδεκτο αυτό που έγινε). Ο Μεσίνα παίρνει τάιμ άουτ, η κάμερα μένει στο γήπεδο και ο σχολιαστής ακούει τον Ιταλό να λέει μέσα σε 3-4 προτάσεις τις λέξεις «tres» και «Φελίπε Ρέγιες». Προφανώς αγνοώντας οποιαδήποτε άλλη ισπανική λέξη από τις εντολές του Μεσίνα (που μιλούσε ένα λεπτό), συμπέρανε ότι ο Μεσίνα… έδωσε εντολή για τρίποντο του Ρέγιες («δεν ξέρω ιδιαίτερα ισπανικά, αλλά απ’ ότι άκουσα ο Μεσίνα ζήτησε να σουτάρει τρίποντο ο Ρέγιες»), περνώντας το επόμενο λεπτό σχολιάζοντας αν η εντολή αυτή ήταν η ιδανική, αφού ο Ρέγιες δεν είναι καλός σουτέρ!
Η Ρεάλ έβγαλε σύστημα με σκριν του Ρέγιες στον Γιουλ για τρίποντο (το σουτ δεν βγήκε) και τον Γιουλ να σουτάρει τρίποντο λίγο αργότερα για να ακούσουμε τον σχολιαστή να λέει «το τρίποντο βγήκε, αλλά όχι από τον Ρέγιες, όπως ζήτησε ο Μεσίνα». Το πρόβλημα είναι πως σίγουρα θα υπήρχαν φίλοι του μπάσκετ που έβλεπαν τον αγώνα και δεν κατάλαβαν το μέγεθος της βλακείας και της αμάθειας του σχολιαστή (και έτσι γίνεται συνεχώς στις ελληνικές μεταδόσεις), που επιχειρηματολογούσε ότι ο Μεσίνα πήρε τάιμ άουτ για να βγάλει σύστημα με τρίποντο του Ρέγιες, ο οποίος έχει σουτάρει 2 τρίποντα στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις των τελευταίων 6 χρόνων! Δυστυχώς, έτσι είναι οι περισσότερες ελληνικές μεταδόσεις, με το επίπεδο να είναι απίστευτα χαμηλό.