Ο Τόνι Ουάιτ (ή Γουάιτ, Tony White, 45, 1.85) είναι ένας από τους παίκτες που έχουν μείνει αξέχαστοι σε όσους βρίσκονταν κοντά στο ελληνικό μπάσκετ τη δεκαετία του 1990. Ο «Μίκι Μάους» πέρασε δύο χρονιές στη χώρα μας (και κάτι… ψιλά), αλλά άφησε το στίγμα του, δείχνοντας πόσο απίστευτος παίκτης ήταν. Σκόρερ ολκής, ασταμάτητος, ο Ουάιτ μπορούσε να κερδίσει οποιαδήποτε ομάδα μόνος του στις καλές του μέρες. Και μας το έδειξε στην Α1, όπου έπαιξε με τα χρώματα της ΑΕΚ και του Άρη (και πέρασε λίγο από τον Παπάγου).
Γεννημένος τον Φλεβάρη του 1965 στη Σαρλότ, ο Ουάιτ από μικρός έδειξε πόσο μεγάλο ταλέντο ήταν. Στο κολέγιο του Τενεσί (1983-87) άφησε ξεκάθαρα το στίγμα του. Στην πρώτη χρονιά είχε 9.2 πόντους, αλλά αυτό… ήταν το ζέσταμα. Στη δεύτερη σεζόν ανέβηκε στους 15.9, στην 3η πήγε στους 22.2 για να φτάσει στην 4η σεζόν να παίζει 37.6 λεπτά και να έχει 24.5 πόντους και 3.3 ριμπάουντ μέσο όρο. Το 1986-87 ήταν στην 3η καλύτερη πεντάδα όλου του NCAA (all-American). Μαζί του στην ίδια πεντάδα ήταν και ο γνωστός μας Ντέρικ Τσίβιους.
Το καλοκαίρι του 1987 έζησε για λίγο το όνειρό του στο NBA, με τους Σικάγο Μπουλς να τον επιλέγουν στο νούμερο 10 του δεύτερου γύρου του ντραφτ (33 συνολικά). Στο Σικάγο έπαιξε ελάχιστα (μόλις 2 ματς) και πέρασε τη σεζόν 1987-88 ανάμεσα στους Νιου Γιορκ Νικς και τους Γκόλντεν Στέιτ Ουόριορς. Συνολικά, εκείνη τη σεζόν έπαιξε 49 αγώνες στις 3 ομάδες, με μέσο όρο 11.9 λεπτά και είχε 5.3 πόντους, 1.2 ασίστ σουτάροντας με 45% εντός παιδιάς.
Όταν οι Ουόριορς τον άφησαν ελεύθερο ο «Μίκι Μάους» προσπάθησε να παλέψει για άλλα δύο χρόνια στις Η.Π.Α. παίζοντας στο CBA και τους Λα Κρος Μπόμπκατς, όπου και ήταν καταπληκτικός. Όμως, το καλοκαίρι του 1990, βλέποντας ότι το εγγυημένο συμβόλαιο που έψαχνε στο NBA δεν ερχόταν, αποφάσισε να περάσει τον Ατλαντικό.
Πρώτος σταθμός το Βέλγιο και η Λεβέν. Εκεί έπαιξε δύο σεζόν από το 1990 έως και το 1992. Και τις δύο χρονιές αναδείχτηκε 1ος σκόρερ του βελγικού πρωταθλήματος. Το 1992-93 μετεγγράφηκε στην επίσης βελγική Κάστορς Μπρεν, με την οποία αναδείχτηκε 2ος σκόρερ του βελγικού πρωταθλήματος.
Επόμενος σταθμός ήταν η Ελλάδα, η Α1 και η ΑΕΚ το 1993-94. Μια ΑΕΚ μέτρια, με πολλά προβλήματα. Κατσικάρης, Παπασαράντου, Ποδαράς, Κουντουράκης, Λαννές, Λακίσεβιτς, Τζόνσον κάποιοι από τους συμπαίκτες του Ουάιτ στην «Ένωση». Η πρώτη του χρονιά στο πρωτάθλημα ήταν και η πρώτη χρονιά, από τις 4 συνεχόμενες, που Ολυμπιακός και Παναθηναϊκός κυριαρχούσαν στην Ευρώπη.
Η ΑΕΚ τερμάτισε 8η στο πρωτάθλημα, ο Ουάιτ ήταν 7ος σκόρερ σε σύνολο πόντων και 4ος σε μέσο όρο εκείνη τη σεζόν. Είχε σε 27 αγώνες 23.9 πόντους μέσο όρο, 2.8 ριμπάουντ, 2.6 ασίστ και 1.7 κλεψίματα, σουτάροντας με 53% στα δίποντα, 34% στα τρίποντα και 83% στις βολές.
Μεγαλύτερο highlight της σεζόν του ήταν το ματς με τον Παναθηναϊκό στις 3 Οκτωβρίου του 1993. Χωρίς καλά καλά να ξέρει τους συμπαίκτες του, ο Ουάιτ έπαιξε μόνος του τον παντοδύναμο Παναθηναϊκό για να χαρίσει στην ΑΕΚ τη νίκη με 70-69. Είχε σε 40 λεπτά 33 πόντους, 5 ασίστ, 1 ριμπάουντ και 1 κλέψιμο με 10/12 βολές, 10/18 δίποντα και 1/3 τρίποντα.
Μετά την ΑΕΚ ο «Μίκι Μάους» μετακόμισε στον Άρη για το 1994-95 σε μια ομάδα μαζί με Λυπηρίδη, Λιαδέλλη, Μωραΐτοφ, Μισούνοφ, Αγγελίδη, Βουρτζούμη και Κάτλετζ (αργότερα αντικαταστάθηκε από τον Κρις Κινγκ). Ο Άρης τερμάτισε 6ος στην Α1, ενώ ο Ουάιτ ήταν 2ος σκόρερ του πρωταθλήματος σε σύνολο πόντων και 4ος σε μέσο όρο.
Με τη φανέλα του Άρη στις εγχώριες διοργανώσεις είχε σε 33 αγώνες 26.3 πόντους, 4.2 ριμπάουντ, 3.2 ασίστ και 1.3 κλεψίματα, σουτάροντας με 52% στα δίποντα, 37% στα τρίποντα και 84% στις βολές. Στο διαγωνισμό καρφωμάτων του all-star game ο Ουάιτ έμεινε στην ιστορία αφού ο συμπαίκτης του, Κινγκ, πέρασε… από πάνω του για να καρφώσει!
Παρότι ήταν απίστευτος όλη τη χρονιά, ο Ουάιτ δεν έφυγε με τις καλύτερες σχέσεις από την ομάδα, λόγω της μέτριας παρουσίας του στο τελευταίο ματς με τον ΠΑΟΚ στα πλέι οφς. Βέβαια, αυτό δεν μπορεί να μειώσει το μεγαλείο ενός απίστευτου σκόρερ, ενώ ο Άρης τη δεκαετία 1994-2004 είχε παράδοση να μην «χωρίζει» καλά με κανέναν από τους ξένους του.
Ο Ουάιτ, ακόμη και σήμερα, έχει την 3η και την 7η επίδοση στην ιστορία της Α1 (από τη δημιουργία του ΕΣΑΚΕ και μετά) σε πόντους σε έναν αγώνα.
Στις 2 Απρίλη του 1994 είχε 45 πόντους στη νίκη της ΑΕΚ επί του Παγκρατίου με 73-70. Τότε είχε παίξει 40 λεπτά έχοντας ακόμα 2 ριμπάουντ, 2 ασίστ και 2 κλεψίματα με 10/11 βολές, 10/13 δίποντα και 5/7 τρίποντα.
Ακόμα καλύτερος (3η καλύτερη επίδοση στην ιστορία) ήταν την επόμενη σεζόν (20 Δεκέμβρη 1994) με τη φανέλα του Άρη στην ήττα με 116-115 από τους Αμπελοκήπους. Τότε είχε 47 πόντους, 9 ριμπάουντ, 1 κλέψιμο και 1 ασίστ, με 7/8 βολές, 17/28 δίποντα και 2/4 τρίποντα. Δύο μοναδικές παραστάσεις από έναν καταπληκτικό παίκτη.
Φεύγοντας από την Ελλάδα, ο Ουάιτ μεταπήδησε στη γαλλική Αντίμπ, όπου αντικατέστησε τον Ντέιβιντ Ρίβερς (όταν ήρθε στην Ελλάδα για τον Ολυμπιακό). Με την Αντίμπ το 1995-96 αναδείχτηκε 1ος σκόρερ του γαλλικού πρωταθλήματος με 27.0 πόντους μέσο όρο, έχοντας και 1.7 ριμπάουντ και 2.0 ασίστ. Στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις εκείνης της χρονιάς πέτυχε τον Ηρακλή του Εξέιβιερ ΜακΝτάνιελ και τον διέλυσε με 86-65 στη Γαλλία έχοντας 29 πόντους.
Τις επόμενες δύο σεζόν έπαιξε στην ACB με τη Βαγιαδολίδ, όπου είχε 22.0 και 21.2 πόντους μέσο όρο και το 1997-98 ήταν 2ος σκόρερ του ισπανικού πρωταθλήματος. Το 1998-99 επέστρεψε στην Ελλάδα και τον Παπάγου, αλλά έφυγε πριν καν βγει ο Οκτώβρης, καθώς ήταν απλήρωτος. Μετά έπαιξε στη Μακάμπι Ρισόν και μέχρι να τραυματιστεί είχε 12.2 πόντους και 2.9 ασίστ.
Το 1999-2000 ήταν η τελευταία του σεζόν στο επαγγελματικό μπάσκετ. Όταν αποθεραπεύτηκε από τον τραυματισμό του υπέγραψε στη Μανρέσα της Ισπανίας και είχε 13.1 πόντους και 1.4 ριμπάουντ μαζί της.
Ο «Μίκι Μάους», όπως ήταν το προσωνύμιό του λόγω του παρουσιαστικού του, ήταν ένας από τους καλύτερους σκόρερ που πέρασαν ποτέ από το ελληνικό πρωτάθλημα. Χαρακτήρας διαμάντι, παίκτης αστέρι, από τους πιο σημαντικούς της καλύτερης δεκαετίας του ελληνικού μπάσκετ.
Κι επειδή το μήλο πέφτει κάτω από τη μηλιά, ο Τόνι Ουάιτ Τζούνιορ (Tony White Jr., 22, 1.83) τελείωσε φέτος το κολέγιο (Τσάρλστον) έχοντας πολύ καλούς μέσους όρους (12.3 πόντους, 2.3 ριμπάουντ και 3.1 ασίστ με 40% στα τρίποντα την τελευταία του σεζόν). Αυτή τη στιγμή συζητάει με ομάδες στη Γερμανία για να αρχίσει από εκεί την καριέρα του. Όσοι τον δουν στο γήπεδο, σίγουρα θα σκεφτούν τον πατέρα του, καθώς το σουλούπι τους μοιάζει πάρα πολύ, και θα αναπολήσουν μεγάλες στιγμές του παρελθόντος.
Νίκος Κουσούλης