Home / ΕΥΡΩΛΙΓΚΑ / Έγκλημα και τιμωρία…

Έγκλημα και τιμωρία…

Ο Ολυμπιακός ολοκλήρωσε την Πέμπτη άδοξα την ευρωπαϊκή του περιπέτεια, ταπεινωμένος με 1-3 από τη Σιένα του Σιμόνε Πιανιτζιάνι. Μια σεζόν που ξεκίνησε με μεγάλα λόγια και προκλητικές συγκρίσεις, τελείωσε με σκυμμένα κεφάλια, τουλάχιστον όσον αφορά την ευρωπαϊκή πορεία της ομάδας.

Υπάρχει ακόμη το πρωτάθλημα και το Κύπελλο, τα οποία, πλέον, ονοματίζονται «εξ’ αρχής βασικοί στόχοι της ομάδας» και στα οποία ο Ολυμπιακός θα ζητήσει εξιλέωση. Όμως, μέσα σε 10 μήνες, η ομάδα-μοντέλο, που πέρσι περνούσε «αέρας» όλη τη σεζόν στην Ευρώπη, έδωσε τη θέση της σε κάτι τελείως διαφορετικό, πολύ χειρότερο, ασταθές και που δεν γέμιζε το μάτι κανενός.

Τα λάθη πολλά, οι υπεύθυνοι ακόμη περισσότεροι. Βασικοί υπαίτιοι οι αδερφοί Αγγελόπουλοι, που παρασύρθηκαν από τις απαιτήσεις των οργανωμένων και των φυλλάδων της ομάδας και έκαναν το μεγαλύτερο λάθος: υπέκυψαν και εμμέσως τους παραχώρησαν τη διοίκηση του συλλόγου, αφήνοντας στην άκρη τη λογική ενός σωστού προέδρου και επενδύοντας… στην Ολυμπιακοφροσύνη. Ας δούμε το χρονικό μιας αποτυχημένης ευρωπαϊκής χρονιάς.

 
Αποπομπή Γιαννάκη

Αλήθεια, ποια σοβαρή ομάδα στον κόσμο θα έδιωχνε προπονητή, ο οποίος την είχε οδηγήσει στον τελικό του φάιναλ φορ, παίζοντας το καλύτερο μπάσκετ στην Ευρώπη, είχε κατακτήσει τον τελικό Κυπέλλου και ουσιαστικά… δεν πρόλαβε να χάσει ποτέ το πρωτάθλημα, με τους τελικούς να διακόπτονται; Η απάντηση είναι μία σε όλη την Ευρώπη, ο Ολυμπιακός.

Όμως, η ιστορία υπάρχει για να μας διδάσκει και τέτοιες κινήσεις μόνο λανθασμένες αποδεικνύονται. Μετά από πολλά χρόνια, ο Ολυμπιακός πέρσι έδειχνε χαρακτήρα και διάρκεια μεγάλης ομάδας, κι όμως, οι αδερφοί Αγγελόπουλοι το θεώρησαν δεδομένο ότι θα υπάρχει ανεξαρτήτως προπονητή και κατέστρεψαν μια συνταγή επιτυχημένη.

Σίγουρα, κάθε οπαδός θέλει να παίρνει η ομάδα του τίτλους, σίγουρα 13 χρόνια χωρίς πρωτάθλημα είναι πολλά, ιδίως αν τα 12 από αυτά πρωταθλητής έχει αναδειχτεί ο «μισητός» αντίπαλος, όμως ας είμαστε σοβαροί.

Στα 13 αυτά χρόνια, μήπως ο καλύτερος Ολυμπιακός ήταν αυτός του Γιαννάκη; Αυτό ήταν τυχαίο; Ή μήπως όταν πέρασε η περίοδος κατά την οποία ο Σωκράτης Κόκκαλης είχε αφήσει την ομάδα να πέσει σε ανυποληψία και ήρθαν οι Αγγελόπουλοι, μετά από τα αρχικά πειράματα και λάθη ο Ολυμπιακός είχε βρει ηρεμία και τη σωστή συνταγή; Ένας προπονητής ανερχόμενος, με πάρα πολλές επιτυχίες στην πλάτη του και που μέσα σε 2,5 χρόνια είχε φέρει τον Ολυμπιακό ανάμεσα στις 4 καλύτερες ομάδες της Ευρώπης. Δυο φορές. Και ξανά στις συνειδήσεις όλων ως μια από τις καλύτερες ομάδες της ηπείρου.

Τα διάφορα που ακούγονταν πέρσι ως δικαιολογίες της απόλυσης, μπασκετικά μόνο ως αστεία μπορούν να εκληφθούν. Υπάρχει η συζήτηση του τύπου… «εγώ δεν θέλω τον Γιαννάκη γιατί έτσι», υπάρχει κι εκείνη που χρησιμοποιεί επιχειρήματα. Όπως, ότι ο Ολυμπιακός του Γιαννάκη πήγαινε «τρένο» όλη τη χρονιά, ότι έπαιζε το καλύτερο και θεαματικότερο μπάσκετ στην Ευρώπη (είχε μακράν την καλύτερη επίθεση στην Ευρωλίγκα), ότι έφτασε στον τελικό της Ευρωλίγκας, πήρε το Κύπελλο και ας αφήσουμε το πρωτάθλημα στην άκρη, γιατί για όσους αγαπάμε το μπάσκετ, τα όσα έγιναν στους τελικούς ήταν ο θάνατος του αθλήματος. Αλλά και θεωρώντας ότι θα χάνονταν οι τελικοί, προσωπικά δεν μπορώ να βρω το λόγο απόλυσης.

Απέναντι στον Ολυμπιακό υπήρχε ο κραταιός Παναθηναϊκός των 4 ευρωπαϊκών τίτλων από το 1998 και μετά και των 11 πρωταθλημάτων. Οι φορές που ένας προπονητής μπορεί να αλλάξει το momentum 12 χρόνων σε 1-2 σεζόν είναι ελάχιστες. Είδατε πόσο επέμεινε η Ρεάλ με τον Πλάθα, ή πώς αντιμετώπισε τον Μεσίνα μετά την περσινή παταγώδη αποτυχία. Ή πώς προστάτευσε η Μπαρτσελόνα τον Πασκουάλ μετά την πρώτη του σεζόν. Ή, ας μην πάμε μακριά. Δύο είναι οι καλύτερες ομάδες της ηπείρου τα τελευταία 10 χρόνια. Ο Παναθηναϊκός και η ΤΣΣΚΑ Μόσχας.

Ο πρώτος έχει τον ίδιο προπονητή για 13 χρόνια, τον εμπιστεύεται και τον στηρίζει, αφήνοντάς τον να κάνει τη δουλειά του και προστατεύοντάς τον από τους πάντες και τα πάντα και η δεύτερη σχεδόν διαλύθηκε τη χρονιά που άρχισε τα προπονητικά πειράματα μετά από 8 συνεχόμενα φάιναλ φορ! Τίποτα από τα δύο δεν είναι τυχαίο. Ο Ομπράντοβιτς ήταν τυχερός που πήρε το πρωτάθλημα στην 1η του σεζόν και δεν θα μάθουμε ποτέ πώς θα αντιδρούσαν οι αδερφοί Γιαννακόπουλοι αν αυτό δεν γινόταν. Όμως, αυτό δεν γίνεται σε κάθε περίπτωση, ενώ με αυτή τη… διευκόλυνση, τον προστάτευσαν.

Κάτι που δεν έκαναν οι Αγγελόπουλοι με τον Γιαννάκη, παρότι ήταν εκείνος που πήγε την ομάδα τους φάιναλ φορ μετά από 10 χρόνια, εκείνος που την οδήγησε σε κατάκτηση τίτλου μετά από 8 χρόνια, εκείνος που την έβαλε ξανά στον ευρωπαϊκό μπασκετικό χάρτη, εκείνος που την έκανε και πάλι φόβητρο στην Ευρώπη.

Έδειξαν απειρία και έκαναν τεράστιο λάθος, αφήνοντας τους εαυτούς τους να σκεφτούν όπως οι οργανωμένοι και φυλλάδες, που ήθελαν το «κεφάλι του Γιαννάκη» γιατί… «τίτλο θέλω, τώρα τον θέλω». Άκρως μπασκετικό επιχείρημα…

Πρόσληψη Ίβκοβιτς

Κι όμως, η απόλυση Γιαννάκη ήταν μόνο το πρώτο (ίσως και το μεγαλύτερο) από μια σειρά τεράστιων λαθών της διοίκησης του Ολυμπιακού. Το δεύτερο ήταν η πρόσληψη του Ντούσαν Ίβκοβιτς. Μη με παρεξηγείτε, δεν έχει σχέση με το ποιος είναι καλύτερος ή όχι. Ίσα ίσα που εγώ από αυτό το βήμα έχω υποστηρίξει ότι θεωρώ τον Ίβκοβιτς τον καλύτερο προπονητή στην Ευρώπη.

Όμως, άλλο ο Ίβκοβιτς του 1997, άλλο ο Ίβκοβιτς του 2002 και άλλο ο Ίβκοβιτς του 2010. Δεν αμφισβητεί κανείς τις αρετές και το μεγαλείο του Ίβκοβιτς ως προπονητή, όποιος το κάνει έχει πασιφανώς περιφερειακή σχέση με το άθλημα (όπως το ίδιο ισχύει και με τον Γιαννάκη βεβαίως), όμως ο Ίβκοβιτς είναι 68 χρονών. Έχει δηλώσει ότι το 2012 θα σταματήσει από την προπονητική οριστικά και είχε παραμείνει μόνο στον πάγκο της Σερβίας, καθώς δεν ένιωθε ότι είχε τις αντοχές και τη διάθεση να ασχοληθεί με μια ομάδα (άλλο οι 3 μήνες της εθνικής, άλλοι 10 ενός σωματείου).

Άρα, η πρόσληψή του έδινε και πάλι στον Ολυμπιακό ημερομηνία λήξης. Και απόλυτα επιτυχημένος να ήταν ο Ίβκοβιτς στα 2 χρόνια που πιθανώς θα έμενε στην ομάδα, το θέμα είναι ότι σε 2 χρόνια ο Ολυμπιακός θα έπρεπε να στηθεί και πάλι από την αρχή, με νέο προπονητή και πάνω σε νέα νοοτροπία. Δηλαδή, δεν υπήρχε κανένα πλάνο με προοπτική στην απόφαση των Αγγελόπουλων, που κινήθηκαν με βάση το «τώρα», αδιαφορώντας για το «αύριο» της ομάδας.

Το τι γίνεται κάθε φορά που αλλάζει μια μεγάλη ομάδα προπονητή, πόσο δύσκολο είναι να ανέβει ξανά στο υψηλότερο επίπεδο, το ξέρουμε και το έχουμε δει πολλάκις. Το έχουμε δει και στον Ολυμπιακός, βεβαίως. Η λογική του «παίρνω προπονητή με ημερομηνία λήξης σε 1-2 χρόνια» είναι λογική που δεν αρμόζει σε πρόεδρο μεγάλης ομάδας, αλλά σε οπαδό.

Κεφάλαιο «Σχορτσανίτης»

Μετά την πρόσληψη του Ίβκοβιτς από τους Αγγελόπουλος, ήρθε το τρίτο μεγαλύτερο λάθος του καλοκαιριού. Η αποχώρηση του Σοφοκλή Σχορτσανίτη από την ομάδα. Ο Ίβκοβιτς ξεκαθάρισε ότι δεν θέλει να δουλέψει με τον Σχορτσανίτη, με τους Αγγελόπουλους να τον ακούν και να κάνουν ό,τι τους ζήτησε.

Κανονικά, ο πρόεδρος θα πρέπει να ακούει τον προπονητή και να τον αφήνει να φτιάχνει όπως θέλει το ρόστερ της ομάδας. Όμως, ας δούμε λίγο τα ιδιαίτερα στοιχεία της περίπτωσης του Σχορτσανίτη.

Μετά από μερικά χρόνια με πολλά προβλήματα, και όχι υπαίτιο μόνο τον παίκτη, ο Σχορτσανίτης πέρσι είχε αρχίσει να μπαίνει ξανά στο ροτέισον της ομάδας, να προσφέρει και να ανεβαίνει. Πέρσι, βεβαίως, είχε κατηγορηθεί ο Γιαννάκης για τη χρησιμοποίηση του Σοφοκλή, όμως, ο «Δράκος» δικαιώνεται απόλυτα φέτος.

Εννοείται ότι (το είχαμε τονίσει πολλάκις εδώ) χρησιμοποιούσε τον Σχορτσανίτη με προοπτική, με μέλλον. Δεν ήθελε να τον «κάψει», δεν ήθελε να τον φέρει πίσω με έναν τραυματισμό από αγωνιστική πίεση, τον πρόσεχε απίστευτα. Όποιος είδε σωστά την περσινή σεζόν, κατάλαβε ότι ο Σχορτσανίτης είχε «περιορισμό λεπτών» στα 20 λεπτά ανά ματς. Και ο Γιαννάκης το κράτησε όλη τη σεζόν αυτό. Έκανε υπομονή για να έχει τον παίκτη που μπορεί να σμπαραλιάσει κάθε άμυνα στην Ευρώπη τα επόμενα χρόνια.

Και αυτό φαίνεται φέτος, που ο Σοφοκλής είναι απόλυτα υγιής όλη τη χρονιά και, πια, μπορεί να παίζει κι αυτός στο επίπεδο που θέλει. Φέτος, ο Σχορτσανίτης κάνει την καλύτερη σεζόν της καριέρας του. Έχει υψηλότερους μέσους όρους από κάθε άλλη σεζόν, παίζει σχεδόν 20 λεπτά ανά αγώνα χωρίς πρόβλημα φυσικής κατάστασης και κιλών, προσφέρει τα μέγιστα, ενώ έχει κάνει και ρεκόρ πόντων, ranking, ριμπάουντ, επιθετικών ριμπάουντ, ασίστ, ταπών και λεπτών συμμετοχής (σε ένα ματς), όλα στη φετινή σεζόν!

Αλλά ας τα αφήσουμε όλα αυτά στην άκρη, παρότι από πέρσι φαινόταν ότι ο Σχορτσανίτης ανέβαινε (και ότι μπορούσε να λειτουργήσει με τον Γιαννάκη). Δεν νοείται να διώχνεις από την ομάδα σου διεθνή Έλληνα παίκτη στην ηλικία των 25 ετών! Γι’ αυτό και μόνο η κίνηση αυτή ήταν απαράδεκτη και εντελώς λανθασμένη. Αυτό που σε ξεχωρίζει ως ομάδα είναι οι γηγενείς διεθνείς σου παίκτες. Με αυτούς επιβάλλεται να στήσεις έναν κορμό, από αυτούς ξεκινάς και όχι να αφελληνίσεις την ομάδα, διώχνοντας έναν από τους διεθνείς σου, ο οποίος, μάλιστα, ήθελε να μείνει.

Κεφάλαιο “Βασίλης Σπανούλης”

Βέβαια, όλα ξεχάστηκαν όταν έγινε το «κόλπο» με τον Βασίλη Σπανούλη. Ο Σπανούλης προτίμησε τον Ολυμπιακό από τον Παναθηναϊκό και, παρά τα 1.2 εκατομμύρια ευρώ διαφορά στα δύο συμβόλαια (ποσό διόλου ευκαταφρόνητο, ας είμαστε σοβαροί), οι λόγοι ήταν περισσότεροι αγωνιστικοί και εγωισμού.

Όποιοι κι αν ήταν οι λόγοι, δεν είναι της παρούσης να τους αναλύσουμε πάλι, ο Σπανούλης ήταν αυτό που χρειαζόταν η εξέδρα για να ξεσηκωθεί. Όμως, κακά τα ψέματα, όσο καλός παίκτης κι αν είναι ο Σπανούλης, είναι ένας παίκτης. Δεν είναι μεσσίας, ούτε αποτελεί τη λύση σε όλα τα προβλήματα. Όμως, ως τέτοιος αντιμετωπίστηκε και, μαζί με την πρόσληψη Ίβκοβιτς, ο Ολυμπιακός… πανηγύριζε από τον Ιούλη.

Η επικοινωνιακή νίκη επί του Παναθηναϊκού και η επιστροφή του προπονητή που πριν από 13 χρόνια χάριζε στην ομάδα το μόνο της «triple-crown» είχαν ανεβάσει τον ενθουσιασμό στα ύψη. Όμως, αυτά είναι μόνο για τους οπαδούς. Σε καθαρά μπασκετικό και αγωνιστικό επίπεδο, ατάκες ατυχούς σύγκρισης τύπου «φέτος έχουμε προπονηταρά και θα τα πάρει όλα μόνος του», που γράφονταν σωρηδόν στις φυλλάδες ως και τον… Μάρτη μόνο κακό έκαναν στον Ολυμπιακό.

Στήσιμο ομάδας

Ο Ίβκοβιτς είχε το ελεύθερο στο στήσιμο της ομάδας, όμως, μάλλον έκανε μεγάλα λάθη. Σε ένα ρόστερ που πέρσι είχε συνηθίσει να έχει τον Τζος Τσίλντρες στο «3» και τον Λίνας Κλέιζα στο «4», ο Ολυμπιακός κατάφερε να μείνει «γυμνός» στις θέσεις αυτές, για να είναι η σύγκριση αδυσώπητη εις βάρος της φετινής ομάδας.

Βγάζοντας τον Νεστέροβιτς, που βοήθησε πάρα πολύ και έδειξε την τεράστια κλάση του σε πολλές περιπτώσεις (τον Φλεβάρη, το Top-16, ήταν ο καλύτερος παίκτης της ομάδας), όλες οι υπόλοιπες κινήσεις στους ξένους ήταν αποτυχημένες.

Ο Μάρκο Κέσελι αποδείχτηκε πολύ άγουρος (τα λέγαμε από το καλοκαίρι) και ανέτοιμος για να παίξει σε τόσο υψηλό επίπεδο. Από κάποιο σημείο της σεζόν και μετά έχασε πλήρως τη στήριξη του Ίβκοβιτς και έμεινε στα αζήτητα μέχρι τον τραυματισμό του.

Ο Ματ Νίλσεν κάνει ξεκάθαρα τη χειρότερη σεζόν της καριέρας του. Γι’ αυτό είτε ευθύνεται αυτός, είτε ο προπονητής του, που δεν μπορεί να τον εκμεταλλευτεί και να του βρει σωστό ρόλο στην ομάδα.

Ο Τζαμόν Γκόρντον πέρσι ήταν πολύ καλός με το Μαρούσι. Όμως, τις αδυναμίες του τις ξέραμε. Σε ένα ρόστερ που «φώναζε» από μακριά ότι θα έχει επιθετικό πρόβλημα (μην ξεχνάτε ότι ο Ολυμπιακός έχασε τον 1ο σκόρερ της Α1 και τον 1ο σκόρερ της Ευρωλίγκας το καλοκαίρι) ο Ίβκοβιτς προτίμησε Αμερικανό με αμυντικούς προσανατολισμούς και μικρό επιθετικό ρεπερτόριο. Ο Γκόρντον πέρσι είχε 23% στα τρίποντα, φέτος είχε 31% στην Ευρωλίγκα, αλλά κάνοντας 13 σουτ όλα κι όλα μέχρι τον αποκλεισμό του Ολυμπιακού από τη Σιένα. Αμυντικός καταπληκτικός, αλλά στην επίθεση μέσα στα συστήματα «χάνεται» εύκολα, κάτι που το είδαμε άπειρες φορές φέτος, ιδίως όταν δεν «σταματά» τη ροή της επίθεσης για να παίξει ένας με έναν.

Τρεις λανθασμένες επιλογές στους ξένους από τον Ίβκοβιτς, εκ των οποίων οι δύο (Κέσελι και Νίλσεν) ήταν οι άμεσοι αντικαταστάτες των Τσίλντρες και Κλέιζα. Μπορεί να γίνει σύγκριση;

Πέραν αυτού, υπήρχαν και ο Γιοτάμ Χαλπερίν με τον Ζόραν Έρτσεγκ. Ο Ίβκοβιτς από την αρχή ξεκαθάρισε ότι δεν τους ήθελε, αλλά… έψαξε σε όλο τον κόσμο και δεν βρήκε καλύτερο που να ήθελε να τον πάρει! Αποτέλεσμα; Να μείνει με δύο παίκτες που δεν τους πίστευε και που ως το Δεκέμβρη ήταν εκτός ροτέισον. Και ο Ολυμπιακός, που είχε ξεκινήσει το θέμα των «3 Αμερικανών στους 6 ξένους», επέλεξε να παίζει με 1 Αμερικανό! Παράλογο;

Αυτές οι 5 επιλογές του Ίβκοβιτς δείχνουν και πόσο πρόχειρα και λανθασμένα είχε στηθεί το ρόστερ. Στο «3» έπαιζε βασικός ο Κώστας Παπανικολάου, για τον περιορισμένο χρόνο του οποίου είχε κατηγορηθεί πέρσι ο Γιαννάκης, που βέβαια είχε… τον Τσίλντρες στην ίδια θέση. Ο Ίβκοβιτς στήριξε τον μικρό (που έχει πολλές δυνατότητες και προοπτική) αλλά αποδείχτηκε ότι δεν ήταν έτοιμος για τέτοιο επίπεδο και τόσο χρόνο, με αποτέλεσμα να πέφτει ο χρόνος συμμετοχής του όσο περνούσε ο καιρός και η χρησιμοποίησή του να μην είναι σταθερή (στο 4ο ματς με τη Σιένα δεν έπαιξε καθόλου).

Με τον παραγκωνισμό και του Κέσελι, ο Ολυμπιακός έμεινε ουσιαστικά χωρίς «τριάρι», ενώ η σκέψη για Παπαλουκά-Τεόντοσιτς-Σπανούλη στο τέλος όλων των αγώνων, που πιθανότατα ήταν και ο λόγος που η ομάδα έμεινε «γυμνή» στο «3», απέτυχε πάρα πολλές φορές.

Κεφάλαιο “Μίλος Τεόντοσιτς”

Μετά από μια καταπληκτική σεζόν, κατά τη διάρκεια της οποίας αναδείχτηκε σε MVP της Ευρωλίγκας, ο Μίλος Τεόντοσιτς φέτος ήταν «φάντασμα» του εαυτού του. Η κούραση προκρίθηκε από τους περισσότερους ως η βασικότερη αιτία, καθώς με την εθνική τα καλοκαίρια, ο Τεόντοσιτς δεν ξεκουράστηκε.

Όμως, εθνική είχε παίξει και το καλοκαίρι του 2009. Τότε, στη μαγική γι’ αυτόν σεζόν 2009-10, ακούγαμε την (απαράδεκτη ως μπασκετικό επιχείρημα) ατάκα ότι έπαιζε τόσο καλά στον Ολυμπιακό του Γιαννάκη… λόγω του Ίβκοβιτς και του δίμηνου συναπαντήματός τους στην εθνική. Προφανώς, αυτό δεν έχει καμία λογική βάση και δεν ισχύει. Φέτος, που ο Τεόντοσιτς έχει τον Ίβκοβιτς και στον Ολυμπιακό γιατί είναι αγνώριστος προς το χειρότερο;

Πέρσι ο Τεόντοσιτς στην Ευρωλίγκα είχε ένα σερί 15 συνεχόμενων αγώνων με διψήφιο ranking και μόνο σε ένα ματς σε 22 αγώνες όλη τη χρονιά είχε κάτω από 8 ranking! Φέτος είχε χαμηλότερους μέσους όρους σε όλες τις κατηγορίες (εκτός των ριμπάουντ), σε 6 από τα 18 ματς είχε ranking κάτω από 8, ενώ σε κανένα σημείο της σεζόν δεν μπόρεσε να κάνει περισσότερα από 3 συνεχόμενα παιχνίδια με διψήφιο ranking. Ξεκάθαρα με τον Γιαννάκη είχε βρει καλύτερο ρόλο που του ταίριαζε περισσότερο και απέδιδε πιο καλά.

Όσο για τα περί κούρασης, ο Τεόντοσιτς είναι 24 χρονών, παίκτες όπως ο Διαμαντίδης, δηλαδή, τι πρέπει να πουν; Εκτός αν ο Τεόντοσιτς δεν είναι τόσο καλός παίκτης και απλώς έκανε μια καλή σεζόν, χωρίς να έχει σταθερότητα. Αλλά αυτό δεν μπορεί να το υποστηρίξει κανείς τώρα.

Ο Ολυμπιακός στην Ευρωλίγκα

Ο Ολυμπιακός στη φετινή Ευρωλίγκα ήταν τελείως διαφορετική ομάδα απ’ ότι στην περσινή. Πέρσι, ολοκλήρωσε τη σεζόν ως το φάιναλ φορ με 16-4, έχοντας 8-2 στην κανονική περίοδο, 5-1 στο Top-16 και 3-1 στα προημιτελικά, ενώ φέτος είχε 13-7, με 7-3 στην κανονική περίοδο, 5-1 στο Top-16 και 1-3 στα προημιτελικά.

Η περσινή ήττα στο Top-16 ήταν στον αδιάφορο 6ο αγώνα (με την ομάδα να είναι ήδη σίγουρα 1η και να κάνει… ψυχικό στη Χίμκι), ενώ φέτος ήταν στο 1ο ματς με αντίπαλο τη Φενέρ στο ΣΕΦ.

Στα περσινά προημιτελικά, ο Ολυμπιακός έκανε επίδειξη δύναμης απέναντι στην Προκόμ, κερδίζοντας τα δύο πρώτα ματς εντός και το 4ο για να κλείσει τη σειρά με 3-1, ενώ φέτος, ο Ολυμπιακός έχασε 3 συνεχόμενα ματς με τον ίδιο τρόπο από τη Σιένα, το ένα εντός έδρας.

Ομάδα χωρίς αντιστάσεις, διάρκεια και χαρακτήρα

Η μεγαλύτερη διαφορά δεν είναι αυτή που δείχνουν τα στατιστικά, αλλά αυτή που φαινόταν στο γήπεδο. Ο περσινός Ολυμπιακός ήταν ομάδα με αντιστάσεις και χαρακτήρα μεγάλης ομάδας. Έμπαινε στο γήπεδο κι έπαιρνε τους αγώνες «με το ‘έτσι θέλω’». Φέτος τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά.

Βγάζω και από τις δύο σεζόν την ήττα στο 2ο ματς (αν και άλλο Μάλαγα, άλλο Μπαμπέργκ), καθώς ήταν ακόμα νωρίς στη σεζόν. Από εκεί και πέρα, ο περσινός Ολυμπιακός είχε «κάστρο» την έδρα του (δεν έχασε ματς στο ΣΕΦ όλη τη σεζόν στην Ευρωλίγκα), πήγαινε στην Τουρκία και «καθάριζε» την Εφές, πήγαινε στη Βιτόρια (την κατά τεκμήριο δυσκολότερη έδρα στην Ευρώπη) και «καθάριζε» την Κάχα Λαμποράλ, ενώ με τις μικρότερες είχε μάθει να ελέγχει και να παίρνει τα ματς ακόμα και στις μέτριες βραδιές του. Από την αρχή ως το τέλος της σεζόν ήταν το φαβορί για το φάιναλ φορ, κάτι που επιβεβαιώθηκε.

Φέτος, κέρδιζε με 16 πόντους τη Ρεάλ στο ΣΕΦ και μετά έχανε με κατεβασμένα χέρια στη Μαδρίτη, κέρδιζε 27 πόντους μέσα τη Μάλαγα και εκτός έχανε (στο 9ο ματς της κανονικής περιόδου), έχανε εντός από τη Φενέρ με 14 πόντους και την κέρδιζε στην Τουρκία με 15, κέρδιζε μέσα-έξω τη Βαλένθια, κέρδιζε με 48 πόντους τη Σιένα και μετά έχανε με κατεβασμένα χέρια στα επόμενα 3 ματς.

Δηλαδή, όλη η χρονιά κύλησε με τρομερά σκαμπανεβάσματα, που δεν αρμόζουν σε πρωτοκλασάτη ομάδα. Ο Ολυμπιακός δεν είχε αντιστάσεις, ξεκάθαρα είχε χάσει το χαρακτήρα που είχε πέρσι, ξεκάθαρα είχε γίνει πιο «κοντή» ομάδα από πέρσι. Δεν ήταν πια το φόβητρο, όλοι στην έδρα τους ήξεραν ότι μπορούσαν να τον κερδίσουν, όλοι εκτός έδρας πήγαιναν χωρίς κόμπλεξ.

Αυτά δεν αποτελούν μομφή για τον Ίβκοβιτς, καθώς είναι λογικό μετά από αλλαγή προπονητή να χρειαστεί χρόνος για να σφυρηλατηθεί εκ νέου ο «χαρακτήρας νικητή» της ομάδας. Η μομφή πηγαίνει στη διοίκηση, που επέλεξε να ξαναχτιστεί από την αρχή η ομάδα. Κάτι που θα χρεαστεί ξαναγίνει από την αρχή σε ένα χρόνο που θα φύγει ο Ίβκοβιτς!

Τα προημιτελικά με τη Σιένα

Ακούσαμε τα πάντα μετά το 1ο ματς, αλλά και τον αποκλεισμό του Ολυμπιακού από τη συνέχεια. Το +48 τελικά θεωρήθηκε η… αιτία του αποκλεισμού του Ολυμπιακού. Αλλά ας είμαστε σοβαροί. Όταν κερδίζεις με 50 πόντους, δεν υπογράφεις τον… αποκλεισμό σου, αλλά δημιουργείς κόμπλεξ στον αντίπαλο. Δεν μπορείς να χάνεις μετά με περίπατο, χωρίς καν να τα παλέψεις 3 συνεχόμενα παιχνίδια.

Γι’ αυτή την εξέλιξη δεν… φταίει η πρώτη νίκη, φταίει το γεγονός ότι η ομάδας σου είναι ανέτοιμη για τη σειρά. Ξεκάθαρα. Το πρώτο ματς δεν θα επαναληφθεί και 10 χρόνια να παίζουν Ολυμπιακός και Σιένα. Ήταν κάτι μοναδικό όσο και αδιανόητο, προφανώς κάτι που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Ούτε στη δυναμικότητα των δύο ομάδων, ούτε στο ποιος είχε προετοιμαστεί καλύτερα. Αυτό το γνώριζαν ακόμα και τα μικρά παιδιά. Το ποιος είχε προετοιμαστεί καλύτερα για τη σειρά φάνηκε στη συνέχεια. Και αυτός ήταν ο Σιμόνε Πιανιτζιάνι.

«Εξαφάνισε» τον Σπανούλη και έβγαλε στο προσκήνιο έναν Ολυμπιακό που δεν είχε σκορ, ανάγκασε τον Παπαλουκά σε πολλά λάθη και δυσκόλεψε έτσι τη ζωή του Νεστέροβιτς. Λύσεις δεν υπήρχαν, ούτε καν διάθεση για μάχη στην άμυνα. Ο Ολυμπιακός έχασε αναρίθμητα αμυντικά ριμπάουντ και η φροντ λάιν του εκτέθηκε. Ο Ίβκοβιτς έμοιαζε ξεκάθαρα αμήχανος, με τον τρόπο που χρησιμοποιούσε τους παίκτες του να μη βγάζει νόημα και να δείχνει απλώς τη δυσκολία του να αντιμετωπίσει τη σειρά και την έλλειψη σωστής προετοιμασίας της ομάδας του, της οποίας όλα τα αδύναμα σημεία εκτέθηκαν από τον Πιανιτζιάνι.

Η επόμενη ημέρα

Η χρονιά, βεβαίως, δεν τελείωσε. Τα λάθη του καλοκαιριού πρέπει να μείνουν στην άκρη, καθώς το Κύπελλο και το πρωτάθλημα δεν είναι μικροί στόχοι. Μπορεί αυτή την περίοδο ο Παναθηναϊκός να παίζει καλύτερα, μπορεί το «momentum» από την εκτός έδρας νίκη στο πρωτάθλημα να έχει μάλλον χαθεί τον τελευταίο καιρό, αλλά σίγουρα οι μάχες των δύο «αιωνίων» είναι γεμάτες ιδιαιτερότητες και ανοιχτές σε κάθε αποτέλεσμα. Και, αν ο Ολυμπιακός κατακτήσει το πρωτάθλημα, είναι σίγουρο ότι όλα τα άσχημα θα ξεχαστούν, όσο χειρότερα κι αν παίζει η φετινή ομάδα και όσο λανθασμένος κι αν ήταν ο σχεδιασμός της.

Νίκος Κουσούλης

About nikolask11

Check Also

Το «αχ» της Φενέρ, η κούπα του Μίλος και του Χριάπα!

Μετά από έναν τελικό «for the ages» που λένε και οι Αμερικανοί, η ΤΣΣΚΑ Μόσχας …

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *