Μια μαγική χρονιά ολοκλήρωσε την Κυριακή ο Παναθηναϊκός. Το «τριφύλλι» κατόρθωσε να κατακτήσει τους δύο πιο σημαντικούς τίτλους για τους οποίους αγωνίστηκε, παίρνοντας τον μεγαλύτερο και σημαντικότερο ευρωπαϊκό τίτλο, την Ευρωλίγκα, αλλά και κρατώντας τα σκήπτρα στην Ελλάδα, προς τέρψη των οπαδών του.
Το 2010-11 ανήκε στον Παναθηναϊκό, αλλά δεν ήταν μια εύκολη χρονιά. Ξεκίνησε με πολλά ερωτηματικά, πέρασε από πολλές δύσκολες στιγμές, αλλά στο τέλος, στη σημαντικότερη στιγμή της, ο Παναθηναϊκός βγήκε στον αφρό, παίζοντας πολύ καλό μπάσκετ και επιβάλλοντας πλήρως το νόμο του με κάθε αντίπαλο στο παρκέ. Ας δούμε πώς συμπληρώθηκε το «πράσινο» παζλ της απόλυτα επιτυχημένης σεζόν για τον Παναθηναϊκό.
Αρχή με ερωτηματικά
Δεν ήταν εύκολο το ξεκίνημα της χρονιάς. Το καλοκαίρι είχε «πληγώσει» τον Παναθηναϊκό, που μπορεί να είχε κάνει κάποιες πολύ σημαντικές κινήσεις, αλλά ήταν μια «ήττα» που τον είχε φέρει… από κάτω στις μετεγγραφικες εντυπώσεις.
Ο καλύτερος παίκτης της περσινής Παρτιζάν, Άλεκς Μάριτς, ο Ρομέν Σάτο, οι Κώστας Καϊμακόγλου και Ίαν Βουγιούκας φόρεσαν τα «πράσινα», με τον Παναθηναϊκό να χάνει παίκτες από την περιφέρειά του, καθώς Βασίλης Σπανούλης και Σαρούνας Γιασικεβίτσιους ταξίδεψαν σε άλλες πολιτείες.
Ίδια συνταγή, βεβαίως, στον πάγκο, αλλά στροφή προς το 3-5 στο παρκέ. Ο Παναθηναϊκός ξεκινούσε τη σεζόν με σαφώς λιγότερες λύσεις στην περιφέρεια, την περίφημη περιφέρεια που τόσα χρόνια τον κουβαλούσε στις επιτυχίες. Για πρώτη χρονιά ήταν σαφώς «χειρότερος» από τον Ολυμπιακό στις θέσεις 1-2, υπό την έννοια ότι είχε λιγότερες επιλογές. Αναγκαστικά, το ρόστερ έδειχνε ότι θα δινόταν μεγαλύτερο βάρος στο καλάθι.
Όμως, υπήρχαν βασικά ερωτηματικά. Πρώτον, στον άσο υπήρχε πια ο Διαμαντίδης και ο Καλάθης μόνο, με τον δεύτερο να μην φαίνεται πως έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη του προπονητή του ακόμα. Όντως, η χρονιά ξεκίνησε με τον Διαμαντίδη να παίζει πάνω από 33-34 λεπτά στα περισσότερα παιχνίδι, σίγουρα σε όλα τα δύσκολα παιχνίδια πάνω από 35 λεπτά. Θα μπορούσε έτσι να βγει η σεζόν απέναντι στους καλύτερους; Αποδείχτηκε πως όχι, αλλά πως δεν θα χρειαζόταν κιόλας.
Δεύτερο ερωτηματικό ήταν η παρουσία ορισμένων ψηλών. Βουγιούκας και Καϊμακόγλου πρώτη φορά στην καριέρα τους θα έπαιζαν σε τόσο υψηλό επίπεδο (ο Βουγιούκας στον Ολυμπιακό δεν είχε ουσιαστικό ρόλο). Ο Τσαρτσαρής προερχόταν από μια μέτρια χρονιά, ο Φώτσης πέρσι δεν ήταν τόσο καλός όσο άλλες σεζόν, ενώ για πρώτη φορά ακούσαμε ότι ο Μάικ Μπατίστ είχε πια μεγαλώσει και δεν ήταν ο ίδιος με παλιότερα.
Η διάδοχη κατάσταση με τους δύο νέους Έλληνες και τον Μάριτς έμελλε να δεχτεί τρομερό πλήγμα όταν ο Αυστραλός χτύπησε και ουσιαστικά έχασε όλη τη σεζόν, καθώς δεν μπόρεσε να προλάβει να επανέλθει στην πρότερη κατάστασή του. Απ’ την άλλη έμοιαζε να επιβεβαιώνονται κάποιοι από τους φόβους, καθώς ο Τσαρτσαρής φέτος έδειξε ότι ίσως και να μην πρέπει πια να είναι σε ρόστερ τόσο καλής ομάδας, μιας και εκτός από ελάχιστες εκλάμψεις μέσα στη σεζόν, ήταν κάτω του μετρίου. Μεγάλο του πλεονέκτημα το μπασκετικό IQ του και η άρτια τεχνική του κατάσταση, που τον βοηθά να μην είναι αρνητικός ακόμη και στις κακές του βραδιές. Όμως, στην ουσία δεν πρόσφερε στον Παναθηναϊκό αυτά που πρόσφερε άλλες χρονιές ούτε μπορεί κάποιος να πει ότι είχε σημαντική παρουσία.
Η αμφισβήτηση
Όλα αυτά συνετέλεσαν στο να περάσει από πολλά σκαμπανεβάσματα ο Παναθηναϊκός. Μέχρι ενός σημείου στη σεζόν ήταν ξεκάθαρο ότι δεν θα μπορούσε ο Διαμαντίδης μόνος του. Η «πράνιση» περιφέρεια αντιμετώπιζε πάρα πολλά προβλήματα όσο καλά κι αν έπαιζε ο Διαμαντίδης.
Στα δύσκολα ματς ο Παναθηναϊκός είχε θέμα. Βγάζω τα παιχνίδια με την ΤΣΣΚΑ, την οποία μέχρι τον Γενάρη κέρδιζε κάθε πικραμένος στην Ευρώπη. Ήττα από την Ολίμπια στη Λιουμπλιάνα, ήττα από τη Βαλένθια στην Αθήνα, ήττα από τον Ολυμπιακό στο ΟΑΚΑ. Στο Top-16 ήττα από την Κάχα Λαμποράλ στην Ισπανία, ήττα από τη Λιέτουβος Ρίτας Στο ΟΑΚΑ.
Στις σημαντικές νίκες, εκείνη με την Εφές Πίλσεν μέσα, την Κάχα Λαμποράλ μέσα, αλλά η αλήθεια είναι ότι ως το τέλος του Top-16 ο Παναθηναϊκός δεν έπειθε, δεν είχε κερδίσει κανένα από εκείνα τα ματς που θα τον έκαναν να ξεχωρίσει και να δείξει φαβορί σε Ελλάδα και Ευρώπη.
Το σημείο αλλαγής
Ξεκάθαρα η σειρά με την Μπαρτσελόνα. Συγκεκριμένα, το δεύτερο παιχνίδι. Μπορεί στο πρώτο ο Παναθηναϊκός να ήταν τρομερός, αλλά δεν είχε εξαφανίσει αυτά που τον προβλημάτιζαν όλη τη σεζόν. Η ήττα ήρθε οριακά με 83-82, αλλά τότε όλοι μιλούσαν για τη χαμένη ευκαιρία, προεξοφλώντας ουσιαστικά τον αποκλεισμό, καθώς ο μέχρι τότε Παναθηναϊκός δεν φαινόταν να μπορεί να ξαναχτυπήσει μέσα στη Βαρκελώνη την Μπαρτσελόνα.
Μόλις δύο μέρες μετά ο Παναθηναϊκός εξαφάνισε κάθε ανάλυση, παρουσιάζοντας ένα τελείως διαφορετικό πρόσωπο. Στα επόμενα τρία (νικηφόρα) παιχνίδια επί της Μπαρτσελόνα κράτησε την αντίπαλό του στους 70.7 πόντους παίζοντας… άλλο μπάσκετ. Η περιφέρειά του είχε μεταμορφωθεί προς το καλύτερο με τον Καλάθη να δείχνει στοιχεία που ως τότε τα είχαμε δει μόνο… στις αναλύσεις του ταλέντου του και τον Παναθηναϊκό να δείχνει ότι μπορεί να «πνίξει» τον αντίπαλό του με την άμυνά του και την ωριμότητά του στην επίθεση.
Η χρονιά του Διαμαντίδη
Το 2010-11 ήταν ξεκάθαρα η καλύτερη χρονιά στην καριέρα του Δημήτρη Διαμαντίδη. Ουσιαστικά φέτος ο Διαμαντίδης ήταν ο ηγέτης του Παναθηναϊκού σε όλα. Σούταρε περισσότερο, σκόραρε περισσότερο, πάσαρε καλύτερα, ήταν σε όλα καλύτερος από πέρσι, είχε το υψηλότερο ranking της καριέρας του, έκανε ξεκάθαρα «career season» που λένε και οι Αμερικανοί.
Ο Διαμαντίδης είναι μεγάλο κεφάλαιο για τον Παναθηναϊκό, αλλά ως τώρα δεν είχε ποτέ κάνει όσα έκανε φέτος. Ήταν πάντα το τέλειο συμπλήρωμα σε κάθε άλλον στην περιφέρεια, μάθαινε να προσαρμόζεται σε κάθε συμπαίκτη σαν χαμαιλέοντας, αλλά δεν είχε δείξει ότι μπορεί να αναλάβει αυτός τα ηνία. Ένιωθε άνετα στο ρόλο του all-around περιφερειακού, που αφήνει τον πρώτο λόγο σε κάθε τομέα σε κάποιον άλλο και αυτός κρατάει τα γκέμια της ομάδας και την οδηγεί ως παίκτης-ορχήστρα. Φέτος, όμως, ήταν το κάτι άλλο. Δείτε τον παρακάτω πίνακα με τα στατιστικά του στην Ευρωλίγκα από το 2004-05 που πρωτόπαιξε στη διοργάνωση (σε ηλικία 24 ετών) για να καταλάβετε τι έκανε φέτος (και στατιστικά) ο Διαμαντίδης.
Από τον πίνακα φαίνεται ότι ο Διαμαντίδης ήταν φέτος καλύτερος σε όλες τις στατιστικές κατηγορίες εκτός των ριμπάουντ. Και μάλιστα πολύ καλύτερος. Για πρώτη φορά σκόραρε διψήφιο αριθμό πόντων ανά αγώνα, για πρώτη φορά ξεπέρασε τις 4.0 ασίστ ανά αγώνα, για πρώτη φορά ξεπέρασε το 16.0 στο ranking, ενώ σούταρε και πολύ περισσότερο από κάθε άλλη σεζόν και εντός παιδιάς, αλλά και στις βολές.
Δίκαια αναδείχτηκε MVP της Ευρωλίγκας, MVP στο φάιναλ φορ και καλύτερος αμυντικός της διοργάνωσης, ολοκληρώνοντας μια μαγική χρονιά, που του ανήκει απόλυτα. Χωρίς τους τρομερούς Γιασικεβίτσιους και Σπανούλη δίπλα του, ο Διαμαντίδης φέτος έδειξε ότι… μπορεί και μόνος του! Με μια σημαντική βοήθεια…
Η μεταμόρφωση του Καλάθη
Η χρονιά του Νικ Καλάθη μπορεί να χωριστεί σε δύο μέρη. Βασικά η όλη παρουσία του στο ευρωπαϊκό μπάσκετ μπορεί να χωριστεί σε δύο μέρη: μέχρι το 2ο ματς με την Μπαρτσελόνα και μετά από το ματς αυτό.
Ο Καλάθης σε μια νύχτα μεταμορφώθηκε από… ασχημόπαπο σε κύκνο και έδειξε το πραγματικό του ταλέντο σε όλο του το μεγαλείο. Στα 3 επόμενα ματς με την Μπαρτσελόνα, στα δύο ματς του φάιναλ φορ και στους τελικούς ο Καλάθης ήταν καταπληκτικός (όπως και στο ματς του ΣΕΦ στο τέλος της κανονικής περιόδου).
Ξεκάθαρα highlights ο ημιτελικός με τη Σιένα, όπου είχε 17 πόντους με 6/7 σουτ, 6 ριμπάουντ, 2 ασίστ και 2 κλεψίματα, αλλά και ο 4ος τελικός με 16 πόντους, 5 ριμπάουντ και 11 ασίστ, στον οποίο έπαιξε χωρίς τον Διαμαντίδη δίπλα του. Δείτε τον παρακάτω πίνακα για να πάρετε μια (στατιστική) γεύση της μεταμόρφωσης του Καλάθη:
Όπως δείχνει ο πίνακας, ο Καλάθης μέχρι και το πρώτο ματς με την Μπαρτσελόνα κινούταν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Συνολικά στα 31 παιχνίδια του στην Ευρωλίγκα μέχρι και εκείνο το ματς και στους 3 (δεν είχε παίξει στον 2ο) περσινούς τελικούς είχε σε όλες τις φάσεις κάτω από 5.0 μέσο όρο ranking, είχε συνολικό μέσο ranking στα 34 αυτά ματς 3.0, ενώ στα 28 από τα 34 είχε ranking χαμηλότερο του 5, δηλαδή στο 82% των αγώνων.
Στα 9 παιχνίδια που μετρά ο πίνακας μετά τον 1ο προημιτελικό Ευρωλίγκας, δηλαδή στα 3 ματς με την Μπαρτσελόνα, στα 2 του φάιναλ φορ και στους 4 τελικούς ο Καλάθης είχε και στα 9 ranking μεγαλύτερο του 5, με μέσο συνολικό ranking 12.2!
Η μεταμόρφωση προφανώς και πιστώνεται στον ίδιο τον παίκτη, ο οποίος μοιάζει να ωρίμασε απίστευτα μέσα στη σεζόν, αλλά σίγουρα πιστώνεται και στον Ομπράντοβιτς, που είχε την υπομονή μέχρι ο Καλάθης να νιώσει έτοιμος και μετά αμέσως τον εμπιστεύτηκε αλλάζοντας πλήρως το πόσο έπαιζε ο παίκτης. Ο πίνακας άλλωστε δείχνει εύγλωττα την τεράστια διαφορά στα λεπτά συμμετοχής του Καλάθη πριν και μετά την αγωνιστική του άνοδο. Είναι τεράστιο προσόν ενός μεγάλου προπονητή να μπορέσει να προσαρμόσει τα σχήματά του και τις πεντάδες του τόσο πολύ μέσα στη σεζόν όταν νιώσει ότι ένας παίκτης του μπορεί πια να κάνει τη διαφορά.
Σταθερ…ότερες από ποτέ αξίες!
Στην αρχή της χρονιάς ακούγαμε συνεχώς ότι ο Μάικ Μπατίστ έχει πια μεγαλώσει και δεν μπορεί να είναι ο κραταιός ψηλός που ήταν τόσα χρόνια. Ο Αντώνης Φώτσης προερχόταν από 2 χρονιές με πολλά σκαμπανεβάσματα και αστάθεια στην απόδοσή του, κάτι που τον καθιστούσε ερωτηματικό για φέτος.
Τελικά, και οι δύο «απάντησαν» με τον καλύτερο τρόπο. Ο Φώτσης ήταν ξεκάθαρα καλύτερος από όλα τα τελευταία χρόνια, έκανε τη διαφορά στη ρακέτα στην άμυνα, κατέβαζε ριμπάουντ, είχε τρομερά ποσοστά στην επίθεση στα σουτ από μακρινή απόσταση, έδειξε τρομερή ωριμότητα, προσάρμοσε το παιχνίδι του σε αυτό που ήθελε και χρειαζόταν από αυτόν ο φετινός Παναθηναϊκός και έδειξε ότι είναι ακόμα με διαφορά το καλύτερο τεσσάρι στη χώρα και ένα από τα καλύτερα στην Ευρώπη.
Ο Μπατίστ έκανε τη διαφορά με την παρουσία του όσο προχωρούσε η σεζόν. Το γεγονός ότι μεγάλωσε είναι κάτι που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, όμως, ο Αμερικανός με τη βοήθεια του προπονητικού επιτελείου του Παναθηναϊκού έκανε συντήρηση δυνάμεων μέσα στη σεζόν και έφτασε στο τέλος με τεράστια αποθέματα ενέργειας. Έκανε τα καλύτερά του ματς στους τελικούς και στο φάιναλ φορ, όπου ήταν ασταμάτητος, δείχνοντας ότι ξέρει πώς να μοιράζει τις δυνάμεις του μέσα στη σεζόν.
Οι δυο τους κάλυψαν το κενό προσώπων στην περιφέρεια, κάλυψαν τον τραυματισμό του Μάριτς, κάλυψαν την πτώση απόδοσης του Τσαρτσαρή, βοήθησαν τον Βουγιούκα να προσαρμοστεί και να αποδώσει και σίγουρα τους αναλογεί ένα τεράστιο μερίδιο της πίτας της επιτυχίας του φετινού Παναθηναϊκού.
Ο… μάστορας Ομπράντοβιτς
Πίσω από κάθε μεγάλη ομάδα υπάρχει ένας μεγάλος προπονητής και ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς έδειξε και φέτος ότι αυτό ακριβώς είναι. Φέτος μπήκε στη σεζόν θέλοντας να αλλάξει το στιλ παιχνιδιού της ομάδας του, έδωσε περισσότερα σουτ στον Διαμαντίδη, έπαιξε περισσότερο το pick ‘n’ roll ανάμεσα στον Διαμαντίδη και τον Μπατίστ, έβγαλε τον Φώτση πιο πολλή ώρα μακριά από το καλάθι στην επίθεση, περίμενε υπομονετικά τον Καλάθη, προσαρμόστηκε στον τραυματισμό του Μάριτς και αναβάθμισε το ρόλο του Βουγιούκα, περιόρισε το ρόλο του Τσαρτσαρή όταν είδε ότι δεν «τραβούσε», έκανε σωστή διαχείριση των Περπέρογλου, Σάτο, Καϊμακόγλου, Νίκολας, των οποίων οι χρόνοι συμμετοχής ποίκιλαν σε κάθε ματς, με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται οι αντίπαλοι να προσαρμοστούν.
Ο Ομπράντοβιτς έδωσε μαθήματα φέτος περισσότερο από κάθε άλλη πρόσφατη χρονιά. Έδειξε τρομερή προσαρμοστικότητα, καμία εμπάθεια με παίκτες και ρόστερ (καλή είναι η θεωρία αλλά έχουμε δει πολλούς από τους μεγαλύτερους προπονητές στην πράξη να δείχνουν εμπάθεια απέναντι σε συγκεκριμένους παίκτες), ενώ μπόρεσε να φορμάρει την ομάδα του στο κατάλληλο σημείο στη σεζόν. Και, βεβαίως, κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει το γεγονός ότι ο Σέρβος πήρε την ταυτότητα του Πασκουάλ στα προημιτελικά (έναν προπονητή που δεν είχε κερδίσει ποτέ ως φέτος), ενώ έκανε και επίδειξη δύναμης στο φάιναλ φορ της Ευρωλίγκας.
Το άτυπο στοίχημα που κερδήθηκε
Αν σε ένα σημείο είχε «ζουμί» η φετινή σεζόν, αυτό ήταν η αποχώρηση του Βασίλη Σπανούλη από τον Παναθηναϊκό το περασμένο καλοκαίρι. Τα παρακάτω δεν αφορούν προφανώς την καφρίλα και το χουλιγκανισμό που ήταν εν μέρει το επακόλουθο της κίνησης καριέρας ενός (επαγγελματία) παίκτη, αλλά αφορούν τον Παναθηναϊκό αγωνιστικά και ψυχολογικά (όπως αντίστοιχο κομμάτι θα υπάρχει και για τον Σπανούλη στον απολογισμό του Ολυμπιακού).
Ο Σπανούλης έφυγε από τον Παναθηναϊκό ουσιαστικά επειδή ένιωσε ότι η ομάδα δεν τον σεβάστηκε ως μπασκετική οντότητα. Ο μπασκετικός εγωισμός του δεν το δεχόταν και αποφάσισε να πάει στον αντίπαλο για να δείξει ότι αυτός έκανε τη διαφορά. Σίγουρα εν πολλοίς αυτό ισχύει ανεξαρτήτως της φετινής σεζόν: ο Σπανούλης ήταν ένας από τους 3 βασικότερους λόγους που ο Παναθηναϊκός τα τελευταία χρόνια πήρε τόσους τίτλους.
Το γεγονός ότι πήρε το ένα triple-crown με τον Σπανούλη όταν επέστρεψε από το NBA, δεν είναι τυχαίο. Το άτυπο, λοιπόν, φετινό στοίχημα ήταν για το ποιος θα κρατήσει τα σκήπτρα στην Ελλάδα: ο Σπανούλης ή ο Παναθηναϊκός.
Στην ουσία του πράγματος το θέμα δεν έχει σημασία, αλλά οι δύο τίτλοι του Παναθηναϊκού σίγουρα έριξαν περισσότερο αλάτι στις «πληγές» του εγωισμού του Σπανούλη και έδωσαν στον Παναθηναϊκό έναν ακόμα λόγο ικανοποίησης, αυτοπεποίθησης και αυτοπροσδιορισμού. Η αποχώρησή του είχε πειράξει πολύ και τον Ομπράντοβιτς και τον κόσμο του Παναθηναϊκού, αλλά στην ουσία ήταν εν μέρει δικαιολογημένη και αναμενόμενη για όσους ξέρουν τον χαρακτήρα του παίκτη και το τι έγινε στο πλαίσιο της ομάδας πέρσι.
Το αύριο…
Το αύριο δεν είναι εύκολο, σίγουρα. Παρότι υπάρχει η μαγιά για την επόμενη μέρα, ο «χρόνος» έχει κάνει την εμφάνισή του στον Παναθηναϊκό. Η ομάδα που διαδέχτηκε τον Παναθηναϊκό του Ράτζα, του Μποντιρόγκα και του Ρέμπρατσα θα πρέπει να δώσει σιγά σιγά τα σκήπτρα στην επόμενη. Κανείς δεν είναι καλύτερος στο να ηγηθεί της μετάβασης αυτής από τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς. Ας δούμε τα σημεία που πρέπει να προσέξει ο Παναθηναϊκός.
Στο ρόστερ που τελειώνει τη χρονιά για τους «πρασίνους» υπάρχουν παίκτες που βρίσκονται στην… από εκεί πλευρά του λόφου όσον αφορά την καριέρα τους: Ο Μπατίστ είναι 34, ο Τσαρτσαρής 32, ο Διαμαντίδης 31, ο Φώτσης 31, ο Σάτο 30 και ο Νίκολας 30. Δηλαδή ο Παναθηναϊκός έχει 6 παίκτες (τους μισούς της δωδεκάδας), με βασικό ρόλο που θα είναι πάνω από 30 χρονών όταν αρχίσει η επόμενη χρονιά και όταν θα κρίνεται θα είναι μεγαλύτεροι των 31 ετών.
Σίγουρα δεν σημαίνει ότι… τελείωσαν, αλλά βέβαια ότι θα πρέπει να γίνεται σωστή διαχείριση για να μένουν φρέσκοι και έτοιμοι ως το τέλος. Από το φετινό ρόστερ και με βάση την απόδοσή τους ουσιαστικά μόνο ο Τσαρτσαρής έδειξε ότι με καθαρά αγωνιστικά κριτήρια δεν θα πρέπει να έχει θέση στον Παναθηναϊκό της επόμενης περιόδου. Εξάλλου, και οι φήμες για Νόβιτσα Βελίτσκοβιτς εκεί απευθύνονται.
Από τους δύο 30άρηδες της περιφέρειας ο Σάτο δεν υπάρχει περίπτωση να φύγει, ενώ ο Νίκολας είναι πιθανό να αποχωρήσει αν βρεθεί κάτι καλύτερο και νεότερο (Κάρολ;). Πάντως και οι δύο θα μπορούσαν να συνεχίσουν για τη νέα σεζόν.
Σημαντικό είναι και το θέμα Φώτση, καθώς με το συμβόλαιό του να τελειώνει είναι σίγουρο ότι πολλές ομάδες θα τον πλησιάσουν. Θεωρώ βασικό για τον Παναθηναϊκό να κρατήσει τον Φώτση, αλλά η μάχη που θα πρέπει να δώσει με την Εφές Πίλσεν (και άλλους) θα είναι πολύ μεγάλη, καθώς οι Τούρκοι εμφανίζονται αποφασισμένοι να δώσουν τα πάντα στον παίκτη για να τον αποκτήσουν.
Από εκεί και πέρα υπάρχουν στην περιφέρεια της ομάδας ο 24χρονος Τέπιτς, ο 22χρονος Καλάθης και ο 27χρονος Περπέρογλου (χωρίς να υπολογίσουμε ακόμα τους πιτσιρικάδες), υπάρχει ο 28χρονος Καϊμακόγλου στη σύνδεση της περιφέρειας με τη ρακέτα, ο 26χρονος Βουγιούκας, ο 27χρονος Μάριτς και ο 22χρονος Μπόγρης στο καλάθι, μια τρομερή μαγιά γύρω από την οποία μπορεί να στηθεί η νέα γενιά με σωστές επιλογές ξένων και τους υπάρχοντες «σωματοφύλακες» να δίνουν σταδιακά μέσα στα επόμενα 3 χρόνια τη θέση τους. Κινήσεις θα χρειαστούν, αλλά η… «προϊστορία» έχει δείξει ότι θα γίνουν και θα γίνουν σωστά.
Ο Ομπράντοβιτς έχει δείξει ότι μπορεί να ανανεώνει μια ομάδα χωρίς να χρειάζεται μεταβατικές (χαμένες) χρονιές, καθώς το κάνει σταδιακά και προνοεί ώστε να μην βρεθεί προ δυσάρεστων εκπλήξεων. Δεν έχουμε κανένα λόγο να μην πιστέψουμε ότι το ίδιο θα γίνει και το φετινό, αλλά και τα επόμενα καλοκαίρια και ο Παναθηναϊκός θα συνεχίσει να πρωταγωνιστεί όσο έχει σταθερή διοίκηση και προπονητικό επιτελείο. Άλλωστε αυτά τα δύο στοιχεία τον έχουν κάνει την πιο επιτυχημένη ομάδα του 21ου αιώνα στην Ευρώπη και μία από τις δύο καλύτερες στην ήπειρο τα τελευταία 11 χρόνια.
Νίκος Κουσούλης