Υπήρχε μια εποχή που ζούσε στη Βόρεια Καλιφόρνια, σε σπίτι 1,2 εκατομμυρίων δολαρίων, με 6 κρεβατοκάμαρες, πισίνα, ξενώνα, μερσεντές στο πάρκινγκ και μια ντουλάπα γεμάτη πανάκριβα κουστούμια. Ήταν τόσο πλούσιος στα 23 του που έδινε κατοστοδόλαρα στους άπορους στο δρόμους. Τώρα, στα 39 του ζει σε κέντρο αποκατάστασης για άτομα που έχουν νοσηλευτεί για ψυχικά νοσήματα με 9 άλλους άντρες, απένταρος, παίρνοντας βαριά φαρμακευτική αγωγή για να καταπολεμήσει σχιζοφρένεια και διπολική διαταραχή, μένοντας καθαρός παράλληλα από τα ναρκωτικά που στιγμάτιζαν στη ζωή του πριν κάποια χρόνια.
Κι όμως, ο Κλίφορντ Ροζίερ κάποτε ήταν ο Mr. Florida Basketball, λίγο μετά All-American και στη συνέχεια «ο άνθρωπος που θα σώσει τους Ουόριορς». Τώρα προσπαθεί κάθε μέρα να μην υπακούσει το μαύρο φίδι που του εμφανίζεται, του μιλάει με τη φωνή του Θεού και προσπαθεί να τον κάνει να αυτοκτονήσει, άλλοτε λέγοντάς του να πηδήξει μπροστά από ένα αυτοκίνητο, άλλοτε να πηδήξει από την ταράτσα ενός κτιρίου και άλλοτε να ξεκινήσει καυγά με αστυνομικούς για να τον πυροβολήσουν.
«Αυτό που έχω στο μυαλό μου είναι ‘δεν μου αρέσει να βλέπω φίδια να μου λένε ότι είναι ο Θεός’. Δεν μου άρεσε φίδια να μου μιλούν έτσι. Άρχισα να βλέπω φίδια παντού. Ήταν παντού γύρω μου. Μου έλεγαν ‘Πάω στοίχημα ότι δεν θα τρέξεις μπροστά από αυτό το αυτοκίνητο. Αλλά μην ανησυχείς. Ο Θεός θα σε σώσει’. Και εγώ απαντούσα ‘Γιατί πρέπει να τρέξω μπροστά από ένα αυτοκίνητο, επειδή εσύ λες ότι ο Θεός θα με σώσει’. Και έτσι έχω συνεχείς ερωτήσεις, συζητήσεις και μάχες με αυτό το άτομο για τους τρόπους με τους οποίους θέλει να με σκοτώσει», λέει ο Ροζίερ.
Ο ίδιος λέει ότι πια δεν ακούει τις φωνές στο μυαλό του τα τελευταία 2 χρόνια. Βρίσκεται σε ηρεμία. Το 2006 συνελήφθη με κατηγορία για επίθεση και κλείστηκε σε ψυχιατρική κλινική. Ένα χρόνο αργότερα βγήκε και άρχισε να μένει στο κέντρο αποκατάστασης, όπου για δύο χρόνια σύμβουλοι πήγαιναν και του έβαζαν τα χάπια στο στόμα. Τώρα (σ.σ 2011) πια παίρνει μόνος του 6 χάπια τη μέρα και κάνει 2 ενέσεις την εβδομάδα για να μπορεί να κρατά το μυαλό του σε ηρεμία. Ελέγχεται για ναρκωτικά 3 φορές την εβδομάδα και από το 2007 δεν έχει βρεθεί ποτέ θετικός.
Σχιζοφρένεια
Η σχιζοφρένεια είναι ένα βαρύ ψυχικό νόσημα που χαρακτηρίζεται από παραληρητικές ιδέες (εσφαλμένες πεποιθήσεις για τις οποίες το άτομο είναι απόλυτα πεπεισμένο) και ψευδαισθήσεις (εσφαλμένα αντιληπτικά βιώματα που αντιμετωπίζονται ως πραγματικά χωρίς να αντιστοιχούν σε κάτι υπαρκτό). Αυτά που περιγράφει ο Ροζίερ χαρακτηριστικά είναι ακουστικές ψευδαισθήσεις, οι οποίες ακούγονται ζωντανά και σαφώς μέσω των αυτιών. Ένας ασθενής μπορεί να ακούει φωνές που μιλούν η μία στην άλλη για αυτόν ή φωνές που μιλούν στον ίδιο. Άλλοι τύποι μπορεί να είναι φωνή που κάνει συνεχή σχολιασμό ή που επαναλαμβάνει τις σκέψεις σαν ηχώ. Η νόσος συνοδεύεται συνήθως και από άλλα συμπτώματα, όπως η απάθεια και η ελαττωμένη βούληση.
Η σχιζοφρένεια εμφανίζεται συνήθως στην όψιμη εφηβεία ή στην πρώιμη ενήλικη ζωή και, αν και οι περισσότεροι ασθενείς αναρρώνουν από το πρώτο επεισόδιο, στη συνέχεια, κατά κανόνα, εμφανίζουν περαιτέρω επεισόδια που καταλείπουν αυξανόμενα επίπεδα δυσλειτουργίας. Γενετικοί, περιβαλλοντικοί παράγοντες και διάφορες διαταραχές έχουν ρόλο στην εμφάνιση της νόσου. Η σχιζοφρένεια αντιμετωπίζεται συνήθως με αντιψυχωσική αγωγή και απαιτεί εξειδικευμένη περίθαλψη. Περιστατικά, όπως του Ροζίερ, που επιπλέκονται με διπολική διαταραχή και χρήση ναρκωτικών ουσιών έχουν συνήθως χειρότερη πρόγνωση και αυξημένες πιθανότητες αυτοκτονικής συμπεριφοράς.
Η λαμπερή αρχή
Κι όμως, δεν ήταν πάντα έτσι. Στα 17 του χρόνια, τελευταία χρονιά στο Λύκειο, ο Ροζίερ θεωρούνταν ο καλύτερος παίκτης στη χώρα. Με μέσους όρους 35.0 πόντων, 16.0 ριμπάουντ και 5.0 ταπών έκανε απίστευτα πράγματα στους αγώνες. «Στην τελευταία του χρονιά στο Λύκειο μάλλον ήταν ο καλύτερος παίκτης στη χώρα. Το μυαλό του συνεχώς δούλευε, έβαζε στόχους και τους έκανε πραγματικότητα».
Στα 15 του ήταν 1.80μ. αλλά μέσα σε ένα καλοκαίρι την επόμενη χρονιά πήρε 15 πόντους. Κάθε μέρα μετά το σχολείο είχε 2 ώρες προπόνηση με την ομάδα. Μετά γυρνούσε στη γειτονιά του και… «όταν γυρνούσα σπίτι έπαιζα 6 με 7 ώρες κάθε μέρα, μόνος μου για να φτάσω τους στόχους μου, στο σουτ μου. Έπρεπε να με φωνάξουν από το σπίτι για να πάω για ύπνο κάθε νύχτα για να φύγω από το γήπεδο» θυμάται ο Ροζίερ.
Στο γυμνάσιο το σχολείο δεν είχε ομάδα. Οπότε προπονούταν μόνος του. Επί ώρες κάθε μέρα δούλευε στο σουτ του, στην αγαπημένη του κίνηση, το χουκ από τα 3 μέτρα στο στιλ του Τζούλιους Έρβινγκ.
Μετά μπήκε στη ζωή του ο Ντιν Σμιθ, που τον στρατολόγησε στο κολέγιο North Carolina πιστεύοντας στο ταλέντο του. Τότε, το 1990-91, ο Σμιθ είχε στρατολογήσει μια απίστευτη γενιά παικτών που αργότερα θα έφτανε στον τίτλο, χωρίς όμως τον Ροζίερ. Έρικ Μόντρος, Ντέρικ Φελπς, Μπράιαν Ρίζ, Πατ Σάλιβαν και ο Ροζίερ. Τόσο καλή γενιά που το Sports Illustrated ήθελε να τους κάνει εξώφυλλο (εννοείται ότι ο Σμιθ δεν το επέτρεψε). Στην πρώτη του χρονιά το κολέγιο έπαιξε στο φάιναλ φορ.
Έπαιζε περίπου 9,5 λεπτά ανά αγώνα και είχε 4.9 πόντους και 3.0 ριμπάουντ. Δεν ήταν ικανοποιημένος από τον τρόπο που τον χρησιμοποιούσε ο Ντιν Σμιθ και τον χρόνο συμμετοχής του και αποφάσισε να αλλάξει κολέγιο. Το Λούιβιλ έκανε… πάρτι και μετά την αναγκαστική απουσία το 1991-92, τις δύο τελευταίες χρονιές ο Ροζίερ ήταν τρομερός. Στην τελευταία του σεζόν είχε 18.1 πόντους, 11.1 ριμπάουντ, 1.6 ασίστ και 2.2 τάπες μέσο όρο σε 34 αγώνες με 32.5 λεπτά ανά ματς. All-American πεντάδα και συμμετοχή στο ντραφτ.
Το NBA και το άδοξο φινάλε
Επιλέχθηκε από τους Γκόλντεν Στέιτ Ουόριορς στο ντραφτ του 1994 στο νούμερο 16 και από πολλούς θεωρήθηκε ο παίκτης που θα οδηγήσει τους Ουόριορς στην ανάταση. Όμως, οι φωνές είχαν αρχίσει να μπαίνουν στο κεφάλι του από τα 20 του χρόνια και το κολέγιο. Άντεξε μέχρι τα 25 πριν χάσει κάθε αγάπη για το μπάσκετ, που σε όλη του τη ζωή ήταν το καταφύγιό του και ο ναός του. «Έλεγα ‘πώς είναι δυνατόν να είσαι 25 χρονών και μετά ξαφνικά να αρχίσεις να ακούς ανθρώπους να μιλούν μέσα στο κεφάλι σου;’» λέει ο Ροζίερ.
Από την αρχή στο NBA, χωρίς να έχει διαγνωστεί ακόμα, σταμπαρίστηκε ως παράξενος. Είχε αρχίσει να επιζητά όλο και περισσότερο τη μοναξιά που σε πολλούς κακοφαινόταν. Ακόμη και σε στιγμές που η ομάδα ήταν μαζεμένη στη μια πλευρά του παρκέ και άκουγε οδηγίες, ο Ροζίερ ήταν στην άλλη μόνος του.
Η πρώτη του χρονιά στη λίγκα ήταν και η καλύτερη. Έπαιζε περίπου 22.6 λεπτά ανά αγώνα και είχε 6.8 πόντους και 7.4 ριμπάουντ. Μετά άρχισε να μην αντέχει τις καταστάσεις της ζωής του. «Δεν μιλούσε σε κανέναν. Αν είχε πρόβλημα με τον προπονητή δεν του έλεγε τίποτα. Απλώς το έδειχνε με το να απομακρύνεται και να μη μιλάει σε κανέναν».
Έτσι, στο Γκόλντεν Στέιτ δεν άντεξε παραπάνω από δυο χρονιές και έναν αγώνα. Στη δεύτερη σεζόν του έπαιξε 59 παιχνίδια με μόλις 12.3 λεπτά ανά αγώνα και πολύ μειωμένους μέσους όρους, ενώ μετά το 1ο ματς στην 3η σεζόν, το 1996-97 παραχωρήθηκε στους Τορόντο Ράπτορς.
Εκεί είχε το πρώτο ξέσπασμα, έναν άγριο καυγά με ξυλοδαρμό με έναν από τους προπονητές του στο Τορόντο, ενώ ένα χρόνο αργότερα, παίζοντας στους Μινεσότα Τίμπεργουλβς έπαιξε ξύλο με τον Βιτάλι Ποταπένκο. Οι Τίμπεργουλβς, που ήταν η μόνη ομάδα που τον ήθελε το καλοκαίρι του 1997, τον αποδέσμευσαν μετά από 6 παιχνίδια. Αλλά και ως τότε δεν είχαν πιστέψει ότι θα κρατούσε. Αρνήθηκαν να του κλείσουν πολυετές συμβόλαιο, λέγοντας ότι θα έπρεπε να αποδείξει ότι μπορεί να μείνει μέλος της ομάδας. Ο ατζέντης του θυμάται ότι τότε ήδη οι ομάδες έβλεπαν τον Ροζίερ ως άλλο πρόσωπο από τον παίκτη που έκανε θραύση στο κολέγιο.
Αλλά κι αυτός δεν ήταν ο ίδιος. Κλεισμένος στον εαυτό του, απομονωμένος, χανόταν για μέρες ολόκληρες. Το μπάσκετ είχε πάψει να τον ενδιαφέρει, οι φωνές κυριαρχούσαν πια στο κεφάλι του και προσπαθούσαν να τον πείσουν να κάνει κακό στον εαυτό του.
Χαμένος…
Η κατάσταση ως το 2001 χειροτέρευε συνεχώς. Ο Ροζίερ έχανε πια την επαφή με την πραγματικότητα. Υπήρχαν διαστήματα που για μέρες ολόκληρες δεν αναγνώριζε ούτε τη μάνα του. Αρχικά διαγνώστηκε με μια χημική ανισορροπία στον εγκέφαλο, πριν τη σχιζοφρένεια και τη διπολική διαταραχή, που ήταν εκεί. Έμπλεξε με ναρκωτικά και αλκοόλ, κατέθεσε αίτηση πτώχευσης, χρωστούσε το 1999 πάνω από 300.000 δολάρια.
Ο ατζέντης του λέει ότι από το 1997, όσο έπαιζε ακόμα στο NBA είχε τρομερά οικονομικά προβλήματα. Είχε ξοδέψει 500.000 δολάρια για να πάρει ένα σπίτι στη μητέρα του, άλλα τόσα είχε δώσει στην εκκλησία της ενορίας του. Όμως, ως συνέπεια της ασθένειάς του, ένιωθε άτρωτος, πίστευε ότι τα λεφτά θα συνεχίσουν να έρχονται και δεν μπορούσε να τα διαχειριστεί.
Το 2002 τον είχαν καλέσει σε ένα φιλανθρωπικό αγώνα στη γενέτειρά του. Εκεί θα ήταν όλοι οι παλιοί του συμπαίκτες από το Λύκειο και θα αντιμετώπιζαν μια ομάδα από τη Νέα Υόρκη. Είχε αρνηθεί την πρόσκληση αμέσως, πολλούς μήνες πριν το γεγονός και δεν είχε δώσει σημεία ζωής από τότε.
Ξαφνικά, τη βραδιά του αγώνα εμφανίστηκε απρόσκλητος στα αποδυτήρια και είπε: «Παίζω». Καμία στολή δεν του έκανε, έβαλε τη μεγαλύτερη που έμοιαζε παιδική φορεμένη από έναν άνθρωπο 2.11 μέτρων και 135 κιλών εκείνη την περίοδο. Όταν βγήκε στο παρκέ από τις εξέδρες ακούστηκαν γέλια.
Όχι, όμως, και όταν έπιασε την μπάλα στα χέρια του. Πάσες πίσω από την πλάτη, κινήσεις πλαστικές, άλματα πάνω από το στεφάνι, τεχνική τρομερή, όπως τότε. Οι παλιοί θυμήθηκαν τον Ροζίερ που ήξεραν. Δεν το είχε χάσει. Ήταν ακόμα ο ίδιος. Κι όμως, δεν ήταν. Μετά το ημίχρονο δεν βγήκε από τα αποδυτήρια. Όταν η υπόλοιπη ομάδα έβγαινε στο παρκέ, ο Ροζίερ είχε αλλάξει μόνος του χωρίς να πει σε κανέναν τίποτα και έβγαινε από το γήπεδο για να χαθεί στη νύχτα προσπαθώντας να ηρεμήσει τις φωνές στο κεφάλι του.
Χάθηκε. Οι φίλοι του δεν ήξεραν αν ζούσε, η οικογένειά του έκανε μήνες να τον δει, άλλοτε δεν τους γνώριζε. Περπατούσε μερόνυχτα για να βρει μια δόση ναρκωτικών. Το 2006 διαγνώστηκε επαρκώς. Πέρασε ένα χρόνο σε ψυχιατρείο και τώρα ζει στο κέντρο που προαναφέραμε.
«Δεν θέλω να θυμάμαι τίποτα, τώρα βλέπω τον παράδεισο»
Οι παιδικοί του φίλοι δεν το χώνεψαν ποτέ: «Είναι πραγματικά λυπηρό. Μιλάς για ένα παιδί που θα έπρεπε να παίζει σχεδόν μέχρι σήμερα. Θα έπρεπε να έχει 15-20 χρόνια καριέρας στο NBA. Ήταν καλός. Και εννοώ πολύ καλός».
Ο ίδιος μοιάζει να έχει βρει γαλήνη: «Κανείς δεν έχει ακούσει για μένα εδώ και 10 περίπου χρόνια. Δεν πάω πουθενά. Μένω κλεισμένος στον εαυτό μου. Θέλω να μείνω εδώ».
Από την παλιά ζωή του δεν του λείπει τίποτα: «Αν έχεις 5 εκατομμύρια δολάρια, το ευχαριστιέσαι. Το έκανα. Έζησα τη ζωή. Είχα αυτοκίνητα. Είχα γυναίκα. Έχω παιδιά. Βγήκα έξω και ψώνισα. Έκανα όλα όσα ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Και τώρα, είμαι χαρούμενος με αυτό που κάνω. Μου μιλάς για το NBA αλλά ξεχνάς ένα πράγμα. Δούλεψα για να φτάσω εκεί. Κανείς δεν με έβαλε και μετά να του χρωστάω. Δεν μπορείς να μου πάρεις τίποτα. Ό,τι κι αν συμβεί στη ζωή μου είμαι ευχαριστημένος. Είμαι χαρούμενος. Έχω κατανόηση. Έχω γνώση. Μαθαίνω. Μαθαίνω να γίνομαι φιλικός ξανά. Αφήνω τον εαυτό μου και υποβάλλεται σε όσα πρέπει. Μένω ταπεινός».
Για το μπάσκετ δεν συζητά σχεδόν ποτέ. Τίποτα στο δωμάτιό του δεν θυμίζει τον άλλοτε παιχταρά του Λούιβιλ. Είχε μια φωτογραφία όπου κάρφωνε πάνω στον Τσαρλς Μπάρκλεϊ, αλλά τη χάρισε. Έζησε τη ζωή αυτή, αλλά τώρα μοιάζει αιώνες μακριά, ποιο το νόημα να τη θυμάται; Πλέον, είναι ικανοποιημένος που δεν ακούει τις φωνές στο κεφάλι του, που κάθεται στο πλατύσκαλο, που ξαπλώνει στις 8 κάθε βράδυ ήρεμος: «Ξέρεις κάτι; Δεν κοιτάζω ποτέ πίσω μου στις θύελλες και το χάος της ζωής μου γιατί τώρα κοιτάζω τον παράδεισο».
Νίκος Κουσούλης
Αντώνης Κουσούλης, Ιατρός