Το Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου απεβίωσε ο Φαίδων Ματθαίου, ο «Πατριάρχης του ελληνικού μπάσκετ» σε ηλικία 87 χρόνων. Το Age of Basketball επιχειρεί να τον θυμηθεί μέσα από τα δικά του λόγια, ιστορίες για την εθνική Ελλάδα και τις στιγμές που έζησε σε αυτή τα 60 και πλέον χρόνια που υπηρέτησε ενεργά το μπάσκετ.
Ο Ματθαίου ήταν γνήσιο αθλητικό ταλέντο, κάτι που δείχνει και το γεγονός ότι πέραν του μπάσκετ αγωνίστηκε σε πόλο, πινγκ πονγκ, τένις, σκοποβολή, ξιφασκία, αγώνες μοτοσικλετών, ενώ σε μπάσκετ και κωπηλασία ήταν μέλος της εθνικής ομάδας. Μάλιστα, το 1948 βρέθηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Λονδίνο ως κωπηλάτης, ενώ το 1952 στους Αγώνες του Ελσίνκι με την ομάδα μπάσκετ.
Από πολύ μικρός ασχολήθηκε με τον αθλητισμό, ήταν μέλος της ΧΑΝΘ σε ηλικία 18 ετών. Έπαιξε σε Άρη, Παναθηναϊκό και Πανιώνιο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ίνις Βαρέζε και την Πέζαρο. Στη φανέλα φορούσε το «1». Κατέκτησε 3 πρωταθλήματα Ελλάδας με τον Παναθηναϊκό.
Στην εθνική έπαιξε 44 ματς και είχε 539 πόντους, 12.3 ανά αγώνα. Έπαιξε μάλιστα στον πρώτο επίσημο αγώνα της εθνικής Ελλάδας το 1949 στο Ευρωμπάσκετ της Αιγύπτου. Επίσης ήταν ο πρώτος προπονητής της εθνικής ομάδας γυναικών, δηλαδή εκείνος που καθόταν στον πάγκο της στον πρώτο επίσημο αγώνα της.
Ως προπονητής κάθισε στον πάγκο της εθνικής ανδρών και γυναικών, του Πανιωνίου, του Περιστερίου, του ΠΑΟΚ, του Ολυμπιακού, του Άρη (γυναίκες), της ΑΕΚ, της ΧΑΝ Νίκαιας, του Εσπέρου και του Τρίτωνα. Θεωρείται εκείνος που δημιούργησε τη γυναικεία ομάδα μπάσκετ του Άρη. Πήρε νταμπλ με τον Ολυμπιακό το 1976, Κύπελλο με τον ΠΑΟΚ το 1984 (στον περίφημο αγώνα των ξυρισμένων κεφαλιών), αλλά και 3 πρωταθλήματα Θεσσαλονίκης στις γυναίκες με τον Άρη (1947-49).
Κάθισε για περίπου 10 χρόνια στον πάγκο της εθνικής αντρών, ενώ μετά ανέλαβε την εθνική Ιορδανίας με την οποία ήταν «παρών» στους Πανασιατικούς Αγώνες της Σεούλ το 1986. Επίσης ήταν κόουτς της εθνικής Ενόπλων για 26 χρόνια, ενώ 2 φορές ήταν στον πάγκο της Μικτής Ευρώπης ως βοηθός προπονητή.
Στην εθνική με τον Φαίδωνα
Παρακάτω παραθέτουμε 4 ιστορίες μέσα από τα χείλη του Φαίδωνα Ματθαίου από τις ημέρες του στην εθνική ομάδα, και μία από τον Γιώργο Αμερικάνο για τον Φαίδωνα Ματθαίου. Ας ταξιδέψουμε σε παλιότερες εποχές του ελληνικού μπάσκετ μαζί με τον «Πατριάρχη»:
«Η πιο παλιά μου ανάμνηση, από το 1949 στην Αίγυπτο, που ήταν και η πρώτη συμμετοχή της Ελλάδας σε Πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα. Θυμάμαι λοιπόν με μεγάλη συμπάθεια πως ο Ουίλιαμ Τζόουνς προσπαθούσε απεγνωσμένα τρέχοντας πότε από εδώ και πότε από εκεί να μαζέψει υπογραφές και συνδρομές για να δημιουργήσει τη FIBA. Πάντως, επειδή εγώ έζησα πολλές αποστολές με το εθνικό μας συγκρότημα και ως παίκτης και ως προπονητής, θέλω να πω ότι τις ωραιότερες αναμνήσεις τις έχω από τότε που ήμουνα ένα από τα μέλη της δεκάδας. Κι ο βασικός λόγος αυτής της διαφοράς είναι απλός: δεν είχα αγωνίες. Είχα αυτοπεποίθηση, ήξερα το ρόλο μου και κάποιο μικρό άγχος το ξεπερνούσα μόλις σφύριζε ο διαιτητής το τζάμπολ. Όμως, αν είσαι προπονητής δεν μπορείς να ησυχάσεις ποτέ, γιατί οι ενέργειές σου είναι αποτέλεσμα συνδυασμών πολλών πραγμάτων και η αγωνία δε σταματά με τίποτα, όχι μόνο με το σφύριγμα της έναρξης, αλλά ούτε και με της λήξης…»
«Άλλη μια ήττα που δεν μπορώ να ξεχάσω ήταν το 1951 στο Παρίσι από τη Βουλγαρία. Όταν είχαμε δει τους Βούλγαρους να ζεσταίνονται με κάτι παλιοσορτσάκια μακριά, κακοντυμένους και άτσαλους λέμε ‘να, στο τσεπάκι μας τους έχουμε αυτούς!’. Κατεβάσαμε μάλιστα και τη δεύτερη πεντάδα μας, αφού εμείς οι σοφοί κρίναμε τα… χάλια τους από τα σορτσάκια! Για πότε χάσαμε από αυτήν την ομάδα ούτε μπορέσαμε να το καταλάβουμε. Και μάλιστα με διαφορά! Τρέχαμε να κρυφτούμε ύστερα!»
«Ακόμα θυμάμαι και γελάω πώς την είχε πατήσει ο Κώστας Πολίτης το 1965 στο Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Μόσχας. Έψαχνε θυμάμαι από δω κι από κει ν’ αλλάξει κάτι δολάρια που είχε και να πάρει ρούβλια. Μια μέρα ήρθε περιχαρής διατυμπανίζοντας πως βρήκε κάποιον που μπόρεσε κι έκανε αυτήν την πολυπόθητη ανταλλαγή. Τα παίρνουμε στα χέρια μας, τα κοιτάμε, τα ξανακοιτάμε και τι να δούμε. Τα ρούβλια που τόσο ήθελε ο Κώστας ήτανε από την εποχή του… τσάρου! Κατά συνέπεια ήταν άχρηστα. Αλλά το δούλεμα που έφαγε δεν περιγράφεται!»
«Από τη διοργάνωση του 1965 θα μείνει για πάντα χαραγμένη στη μνήμη μου η ήττα από τους Γιουγκοσλάβους, που είχε σαν αποτέλεσμα να πάρουμε τελικά την 8η θέση, ενώ θα μπορούσαμε να είχαμε πάρει και την 4η. Σ’ αυτό το παιχνίδι ‘σφύριζε’ κάποιος κακός, αδύνατος και γνωστός για τις βρωμιές του στα κυκλώματα Αιγύπτιος διαιτητής που εμείς τον λέγαμε ‘Σοζεφίνα’. Το παιχνίδι ήθελε μόλις ένα λεπτό για να λήξει, προηγούμασταν μ’ έναν πόντο και είχαμε και την μπάλα. Συγκεκριμένα την είχε ο Μπαρλάς, που επιχειρούσε μπάσιμο για να αυξήσει τη διαφορά σε τρεις πόντους. Τότε λοιπόν η ‘Σοζεφίνα’ έκανε κάτι συγκλονιστικό. Εν έτει 1965 σφύριξε στα καλά καθούμενα επιθετικό φάουλ στον Μπαρλά – που τότε καλά καλά δεν υπήρχαν τα επιθετικά φάουλ – και χάρισε το παιχνίδι στους Γιουργκοσλάβους, καταδικάζοντας εμάς να παίζουμε πια για τις θέσεις 5-8 και όχι για τις 1-4 που θα διεκδικούσαμε αν κερδίζαμε. Να σημειωθεί ότι η ‘Σοζεφίνα’ δεν ξαναδιαιτήτευσε από τότε».
Ο Γιώργος Αμερικάνος διηγείται για τον Φαίδωνα Ματθαίου: «Ένα από τα καλύτερα παιχνίδια που είχα κάνει στο Πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα της Μόσχας ήταν στον αγώνα μας με τους Γάλλους (σ.σ. είχε 17 πόντους). Οι κόντρες που είχαμε μαζί τους ήταν γνωστές γι’ αυτό φανταστείτε την χαρά μου όταν λίγα λεπτά πριν τελειώσει το ματς με αλλεπάλληλες προσωπικές ενέργειες είχαμε καταφέρει να ξεφύγουμε δέκα πόντους. Κι εκεί που είχαμε πάρει για τα καλά ‘πάνω μας’ σε ένα αμφίρροπο παιχνίδι ακούμε τον Φαίδωνα Ματθαίου να ζητάει τάιμ άουτ. ‘Μα τι να θέλει – αναρωτηθήκαμε – τώρα που όλα δουλεύουν ρολόι’. Μας μαζεύει λοιπόν ο Φαίδωνας κι αρχίζει: ‘Μπράβο Γιώργο, κι εγώ έτσι ήμουνα, φοβερός στα ριμπάουντ, φοβερός στο σουτ, φοβερός στην πάσα! Μπείτε τώρα μέσα και κερδίστε!’. Και νικήσαμε βέβαια, αλλά μόλις με έναν πόντο διαφορά! (σ.σ. 64-63)».