Ο Χοσέ «Πικουλίν» Ορτίθ (Jose Piculin Ortiz, 48, 2.10) είναι ένας από τους μεγαλύτερους παίκτες που πέρασαν ποτέ από τα ελληνικά γήπεδα. Κόσμησε την Α1 στην καλύτερη περίοδό της, τα «χρυσά χρόνια» του πρωταθλήματός μας, ενώ έχει τεράστια καριέρα που διήρκεσε 28 ολόκληρα χρόνια! Το «ζιζάνιο», όπως τον ακούγαμε πολλές φορές στην Α1, πήρε το προσωνύμιο «Piculin» από έναν από τους χαρακτήρες του Μάγου του Οζ και από το Concorde. Το «Πορτορικάνικο Κόνκορντ» (El Concord Boricua), όπως τον έλεγαν στη χώρα του, θεωρείται από πολλούς ο μεγαλύτερος Πορτορικάνος παίκτης όλων των εποχών. Και πολύ δύσκολα θα βρεθεί κάποιος για να το αμφισβητήσει αυτό.
Τα πρόσφατα προβλήματά του με το νόμο τον έφεραν στο προσκήνιο ξανά και η αλήθεια είναι ότι μας γέμισαν με αναμνήσεις. Συνελήφθη πρόσφατα με 218 φυτά μαριχουάνας σε ένα από τα σπίτια του, αλλά και αρκετά όπλα στην κατοχή του, μπήκε φυλακή, αλλά τελικά, ως εξαρτημένος από το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, ο δικαστής αποφάσισε να μπει σε κέντρο απεξάρτησης.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Πουέρτο Ρίκο, όπου πήγε και σχολείο, ο Ορτίθ έφυγε για τις Η.Π.Α., για να πάρει πτυχίο στην Επικοινωνία από το Πανεπιστήμιο του Όρεγκον. Πριν γίνει αυτό, είχε ήδη προλάβει να ντεμπουτάρει στο πρωτάθλημα του Πουέρτο Ρίκο με τη φανέλα της Ατλέτικος ντε Σαν Ζερμάν, στα 17 του.
Έπαιξε εκεί από το 1980 ως το 1985, όταν και πήρε το πρωτάθλημα με τη Σαν Ζερμάν. Εκείνη τη σεζόν ο Ορτίθ είχε μέσους όρους 25.5 πόντων και 14.4 ριμπάουντ ανά αγώνα! Τότε, στα 22, έφυγε για τις Η.Π.Α. και το Όρεγκον, όπου έπαιξε υπό τις οδηγίες του θρυλικού Ραλφ Μίλερ. Την πρώτη του χρονιά εκεί είχε 16.4 πόντους και 8.5 ριμπάουντ, ενώ το 1986-87 είχε 22.3 πόντους και 8.7 ριμπάουντ με 58.4% εντός παιδιάς! Τα καλοκαίρια ανάμεσα στις χρονιές στο κολέγιο επέστρεφε στο Πουέρτο Ρίκο κι έπαιζε για τη Σαν Ζερμάν έχοντας πολύ υψηλούς μέσους όρους.
Το 1987 μπήκε στο ντραφτ, όπου και επελέγη από τους Γιούτα Τζαζ στο νούμερο 15, πάνω από παίκτες όπως ο Μαρκ Τζάκσον και ο Ρέτζι Λιούις. Λογικό, αφού τη σεζόν 1986-87 αναδείχτηκε Καλύτερος παίκτης στην Pac-10, ενώ ήταν και All-American.
Η καριέρα του στο NBA δεν ήταν ακριβώς αυτό που θα ήθελε, μιας και ο Ορτίθ εξαρχής έδειξε μια προτίμηση στην Ευρώπη. Πριν την πρώτη του σεζόν στη Γιούτα δέχτηκε πρόταση από τη Σαραγόσα και έπαιξε εκεί την περίοδο 1987-88. Με τη Σαραγόσα είχε 18.1 πόντους και 6.3 ριμπάουντ σε 32 αγώνες, ενώ το καλοκαίρι του 1988 το πέρασε με τη Σαν Ζερμάν, παίζοντας άλλους 31 αγώνες και έχοντας 20.2 πόντους και 11.5 ριμπάουντ.
Μετά αποφάσισε να παίξει στους Τζαζ, είχε 51 αγώνες, 15 ως βασικός, το 1988-89 με 2.8 πόντους και 1.1 ριμπάουντ, παίζοντας μόλις 6.4 λεπτά ανά ματς. Στο NBA αγωνίστηκε άλλα 13 ματς την ερχόμενη περίοδο με 3.2 πόντους και 1.2 ριμπάουντ σε 5 λεπτά ανά αγώνα, και μετά πέρασε και πάλι τον Ατλαντικό, για λογαριασμό της Ρεάλ Μαδρίτης αυτή τη φορά.
Με τη Ρεάλ είχε 15.6 πόντους, 6.9 ριμπάουντ και 1.5 ασίστ ανά αγώνα, ενώ το καλοκαίρι ήταν και πάλι στο Πουέρτο Ρίκο με την Σαν Ζερμάν, έχοντας 22.5 πόντους, 12.7 ριμπάουντ και 2.8 ασίστ.
Επόμενος σταθμός στην καριέρα του στην Ευρώπη ήταν η Μπαρτσελόνα το 1990-91, με την οποία είχε 14.5 πόντους, 8.0 ριμπάουντ και 1.0 ασίστ την πρώτη του σεζόν και 13.0 πόντους, 7.8 ριμπάουντ και 1.0 ασίστ τη δεύτερη σεζόν. Την πρώτη χρονιά κατέκτησε με την Μπαρτσελόνα το Κύπελλο Ισπανίας, παίζοντας και στον τελικό της Ευρωλίγκας (12 πόντοι, 12 ριμπάουντ στον τελικό). Στην Μπαρτσελόνα έκανε τρομερό δίδυμο με τον Όντι Νόρις, ενώ έπαιζαν μαζί με τον Σαν Επιφάνιο, τον Σολοθάμπαλ, τον Μοντέρο.
Το 1992-93 έπαιξε στην Ανδόρα (15.6 πόντοι, 8.9 ριμπάουντ, 2.0 ασίστ), ενώ το 1993-94 έπαιζε στη Μάλαγα, στην τελευταία του ουσιαστικά χρονιά στην Ισπανία. Μετά, στα 31 του αποφάσισε να έρθει στην Ελλάδα, με πρώτο σταθμό της καριέρας του στη χώρα μας τη Λάρισα.
Η σεζόν ξεκίνησε στο Πουέρτο Ρίκο (στην Τογίτος Καγιέι, ομάδα της πόλης που μεγάλωσε) αλλά στα μισά άλλαξε τον Σκοτ στη Λάρισα. Ντεμπουτάρισε στις 4 Φλεβάρη του 1995 στη νίκη επί της ΑΕΚ με 92-69 και είχε 14 πόντους, 17 ριμπάουντ, 2 τάπες και 4 ασίστ στο ματς αυτό. Συνολικά, σε εκείνη τη χρονιά έπαιξε 14 ματς με τη Λάρισα, έχοντας 16.9 πόντους, 11.1 ριμπάουντ και 1.9 ασίστ με 52.4% στα δίποντα και 39% στα τρίποντα.
Μετά το απαραίτητο καλοκαίρι στην Σαν Ζερμάν ήρθε η σειρά του Ηρακλείου. Η σεζόν 1995-96 ήταν η καλύτερή του στην Ελλάδα. Με το Ηράκλειο είχε 19.2 πόντους, 13.3 ριμπάουντ, 2.0 ασίστ με 57% στα δίποντα, ήταν 1ος ριμπάουντερ της Α1 και 9ος σκόρερ του πρωταθλήματος.
Το 1996-97 έπαιξε στον Άρη για να σχηματίσει ένα απίστευτο δίδυμο στη φροντ λάιντ ων «κιτρίνων» με τον Τσαρλς Σάκλφορντ, δίδυμο που οδήγησε τον Άρη στην κατάκτηση του Κυπέλλου Κόρατς με αντίπαλο την Τόφας Μπούρσα στον διπλό τελικό, στην τελευταία μεγάλη ευρωπαϊκή σεζόν του Άρη.
Στο πρωτάθλημα είχε 14.2 πόντους, 9.7 ριμπάουντ, 1.4 τάπες και 2.4 ασίστ για τον Άρη, ενώ στο Κόρατς έκανε αδιανόητα πράγματα όλη τη σεζόν, με αποκορύφωμα τους τελικούς. Εκεί ήταν 1ος σκόρερ και στα δύο ματς, με 19 πόντους και 6 ριμπάουντ με 9/12 δίποντα στην εντός έδρας ήττα με 66-77 και με 25 πόντους και 7 ριμπάουντ με 8/10 δίποντα στην απίστευτη νίκη με 70-88 που χάρισε στον Άρη το τρόπαιο!
Στον Άρη αγωνίστηκε και το 1997-98 με 10.7 πόντους και 12.1 ριμπάουντ, ενώ το 1998-99 δέχτηκε μυθική πρόταση που ξεπερνούσε το 1 εκατομμύριο δολάρια από τον ΠΑΟΚ για να παίξει εκεί. Τον Οκτώβριο βρέθηκε θετικός σε στανοζόλη οπότε η ομάδα τον αποδέσμευσε και κατήγγειλε το συμβόλαιό του, ο Ορτίθ κατέφυγε στη FIBA, δικαιώθηκε τον Ιανουάριο του 1999, αλλά αρνήθηκε να παίξει μετά στην ομάδα, για να αγωνιστεί στο Πουέρτο Ρίκο με τους Κανγκρεγιέρος ντε Σαντούρσε, με τους οποίους είχε 20.6 πόντους, 10.1 ριμπάουντ και 3.3 ασίστ.
Τα ρεκόρ του στην καριέρα του στην Ελλάδα ήταν οι 28 πόντοι στο 91-68 εναντίον των Αμπελοκήπων το 1994-95, σε ματς που πήρε και 21 ριμπάουντ, έχοντας 11/17 δίποντα και 2/4 τρίποντα, και τα 24 ριμπάουντ στο 62-44 επί του Παπάγου το 1995-96, μαζί με 16 πόντους.
Το τελευταίο πέρασμά του από την Ευρώπη ήρθε τη σεζόν 2000-01 όταν και υπέγραψε στην Ουρένσε της Ισπανίας, αλλά δεν έπαιξε ποτέ εκεί, αφού έφυγε από την ομάδα πριν αρχίσουν οι αγώνες. Μετά, στα 38 του υπέγραψε συμβόλαιο 600.000 δολαρίων στην Κανγκρεγιέρος για τα επόμενα 3 χρόνια, ενώ τους χειμώνες τους πέρασε στη Βενεζουέλα. Το 2003 δέχτηκε πρόταση να προπονήσει την Κριόλος ντε ντε Κάγκουας, αλλά την αρνήθηκε για να συνεχίσει να παίζει μπάσκετ.
Κάπου εκεί έδειξε ότι είναι… τέρας της φύσης, αφού στα 42 του το 2005 είχε με την Κανγκρεγιέρος σε 23 ματς 10.9 πόντους, 6.5 ριμπάουντ, 1.9 ασίστ με 50% στα δίποντα. Το 2006 υπέγραψε διετές συμβόλαιο με την Καπιτάνες ντε Αρεσίμπο, στην οποία έπαιξε μία σεζόν, που ήταν και η τελευταία του στο πρωτάθλημα του Πουέρτο Ρίκο, ενώ από το επαγγελματικό μπάσκετ αποχώρησε το 2008 σε ηλικία 45 ετών, αφού πρώτα έπαιξε μερικά ματς στο Μεξικό με τη Μινέρος ντε Κανανέα.
Με την εθνική ομάδα αγωνίστηκε επί 21 χρόνια, από το 1983 ως και το 2004, αφού πριν το 1983 δεν είχε δικαίωμα να παίξει (τότε έπρεπε να είναι κάποιος τουλάχιστον 20 για να παίξει στην εθνική ομάδα του Πουέρτο Ρίκο). Συμμετείχε σε 5 Μουντομπάσκετ και ήταν 1ος σκόρερ και 1ος ριμπάουντερ του Πουέρτο Ρίκο το 1998 (συν 1ος ριμπάουντερ του τουρνουά με 10.5, ενώ μετά το Μουντομπάσκετ, παρότι ήταν 35 χρόνων δέχτηκε πρόταση από 5 ομάδες του NBA!), πήρε 2 χρυσά και 1 ασημένιο σε Κεντροαμερικανούς Αγώνες, 1 χάλκινο σε Παναμερικανικούς, ενώ έπαιξε και σε 4 Ολυμπιακούς Αγώνες (1988, 1992, 1996, 2004). Είναι μόλις ένας από τους 3 παίκτες στην ιστορία του Πορτορικάνικου μπάσκετ, που έχει κατακτήσει 8 εγχώρια πρωταθλήματα, είναι ο 1ος Πορτορικανός που έγινε ποτέ ντραφτ στο NBA, ενώ είναι 4ος ριμπάουντερ όλων των εποχών σε μέσο όρο στο πρωτάθλημα του Πουέρτο Ρίκο και ο 6ος ριμπάουντερ όλων των εποχών σε σύνολο.
Το 2002 αποχώρησε από την εθνική ομάδα, μαζί με τον Τζερόμ Μινσί μετά το Μουντομπάσκετ της Ιντιανάπολις, όπου είχε 14.4 πόντους και 7.8 ριμπάουντ σε 9 ματς με 33 λεπτά ανά αγώνα στα 39 του! Όμως, επέστρεψε στην ομάδα αργότερα για να είναι παρών στους Ολυμπιακούς της Αθήνας το 2004, όπου και είχε 7.5 πόντους και 5.3 ριμπάουντ σε 21 λεπτά ανά αγώνα στα 41 του απέναντι στην αφρόκρεμα των ψηλών του κόσμου. Μάλιστα, τότε ήταν που το Πουέρτο Ρίκο κέρδισε τις Η.Π.Α. με 92-73.
Έχει σχολή μπάσκετ για μικρά παιδιά, στην οποία και διδάσκει ξανά τώρα που, όπως λέει, νιώθει καλύτερα με την απεξάρτηση και είναι αισιόδοξος για το μέλλον του.
Ένας από τους μεγαλύτερους θρύλους που έχουν πατήσει ποτέ τα παρκέ των ελληνικών γηπέδων κι ένας παίκτης που όποιος είδε να παίζει ποτέ δεν θα τον ξεχάσει. Κυρίαρχος στη ρακέτα, με πολύ καλές κινήσεις και με βολές όπου η μπάλα… έπαιρνε καμπύλη ως το ταβάνι του γηπέδου.
Νίκος Κουσούλης