Μετά από στέρηση δύο χρόνων, ο Παναθηναϊκός κατέκτησε και πάλι το Κύπελλο Ελλάδας σε έναν τελικό που κόντρα σε κάθε λογική συνεχίζει να διεξάγεται επί ελληνικού εδάφους. Πιο «καπάτσοι» οι παίκτες του Ομπράντοβιτς βρήκαν τον τρόπο να επιβληθούν και ανέκτησαν το προβάδισμα στις εντυπώσεις – άλλη αξία δεν έχει η κούπα αυτή. Παρά τη σχετική αστοχία και το πολύ ξύλο, το παιχνίδι ήταν καλύτερο από το αναμενόμενο με ανατροπές, με εναλλασσόμενα συναισθήματα και με αγωνία ως την κόρνα της λήξης. Για να το θέσω διαφορετικά, τουλάχιστον οι παίκτες έκαναν αυτό που τους αναλογούσε για να προσδώσουν λίγη λάμψη στον πιο χρεοκοπημένο θεσμό του ευρωπαϊκού μπάσκετ.
Ο Παναθηναϊκός ξεκίνησε καλύτερα, αλλά εγκλωβίστηκε στις αδυναμίες του (γεράματα…) και κινδύνευσε σοβαρά, ωστόσο για άλλη μια φορά έδειξε χαρακτήρα. Ο τρόπος με τον οποίο επέστρεψε στη διεκδίκηση της νίκης ήταν ένα μικρό αριστούργημα και η τελική επικράτηση είναι δίκαιη, άσχετα αν οι «ερυθρόλευκοι» μουρμουρίζουν για τη διαιτησία – σε ένα βαθμό αυτό είναι και θέμα συνήθειας που δύσκολα κόβεται, δυστυχώς. Από την άλλη, αυτό που κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει είναι ότι ο Ολυμπιακός έχει κάνει ΤΕΡΑΣΤΙΑ πρόοδο ως ομάδα και δεν έχει καμία σχέση με την αποκαρδιωτική εικόνα του φθινοπώρου – απλώς για την ώρα του λείπει η συγκέντρωση στα τελευταία λεπτά.
Πριν λίγες εβδομάδες στο ΣΕΦ ο Παναθηναϊκός (μαζί με την ήττα) μάζεψε μπόλικο υλικό για σκέψη και φαίνεται πως το think tank έκανε τη δουλειά του σωστά. Οι παίκτες εμφανίστηκαν προετοιμασμένοι στο καθοριστικό πνευματικό επίπεδο, πράγμα που φάνηκε, αφενός, στο πολύ δυναμικό ξεκίνημα (25 πόντοι στην πρώτη περίοδο κόντρα σε μια καλή αμυντική ομάδα είναι μεγάλη υπόθεση) και, αφετέρου, στην ψυχραιμία που έδειξαν, όταν βρέθηκαν να χάνουν με αξιοσημείωτες διαφορές.
Η τελική ανατροπή με τα δύο σερί του Παναθηναϊκού (10-0 στο 28΄-30΄ και 11-0 στο 34΄-39΄), κατά μια κλισαρισμένη ανάγνωση, θα αποδοθεί στη μεγάλη ψυχή του πρωταθλητή κλπ. Δεν θα υποτιμήσω την αξία της εμπειρίας – κάθε άλλο – όμως ανατροπή έγινε και στο ΣΕΦ, άσχετα αν δεν ολοκληρώθηκε. Αλλά εκεί ήταν εμφανές ότι οι «πράσινοι» έπαιζαν με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης: πνίγονταν και πιάστηκαν απ’ τα μαλλιά τους. Δοκίμασαν ακραίες λύσεις, είχαν λίγη τύχη, κέρδισαν μομέντουμ και, τελικά, κατάφεραν να «ψαρώσουν» έναν άπειρο αντίπαλο.
Στον τελικό τα πράγματα δεν ήταν καθόλου έτσι: η μόνη υπερβολή ήταν στη συγκέντρωση των παικτών που πραγματικά στα κρίσιμα σημεία έπαιξαν το μπάσκετ του προπονητή τους στο απόλυτο. Στην 4η περίοδο η επιστροφή από το -9 γίνεται χάρη σε μια σειρά από υποδειγματικές αμυντικές προσπάθειες, ενώ στο επιθετικό κομμάτι η μπάλα κυκλοφορεί με ηρεμία, για να τιμωρηθεί κάθε φορά η αβλεψία της αντίπαλης άμυνας – και στα τελευταία 13 λεπτά του αγώνα υπήρξαν κάμποσες τέτοιες. Ο «εξάστερος» πατούσε στο παρκέ με ασφάλεια και είχε τη μεθοδικότητα και το καθαρό μυαλό για να επανέλθει στον έλεγχο του αγώνα, αφήνοντας οριστικά πίσω την «καταιγίδα» που πέρασε στην τρίτη περίοδο. Αυτό ήταν το κρίσιμο σημείο που έκανε τους Πειραιώτες (και πάλι) να σαστίσουν και να κλείσουν (και πάλι) πολύ άσχημα ένα παιχνίδι στο οποίο είχαν κάνει το σωστό. Ας πρόσεχαν.
Ο Παναθηναϊκός θέλησε να πάει το παιχνίδι στα μέτρα του και να αποφύγει τα προφανή ατού του αντιπάλου. Στο ριμπάουντ οι «ερυθρόλευκοι» έκαναν θραύση κι όμως δεν έβγαλαν αντίστοιχα πολλούς αιφνιδιασμούς: οι επιστροφές συνήθως λειτουργούσαν καλά. Το έλλειμμα κατοχών ισοφαρίστηκε με την εξοντωτική πίεση της μπάλας που απέφερε στους «πράσινους» 16 κλεψίματα από 23 αντίπαλα λάθη. Γενικά, ο ρυθμός κρατήθηκε χαμηλά και το παιχνίδι αντί να πάει στην ταχύτητα, πήγε στη δύναμη. Όχι ότι οι Πειραιώτες δεν έχουν μούσκουλα. Απλώς, οι δικοί μας είναι παλιές καραβάνες (μην το γράψω αλλιώς…) και ξέρουν πώς ακριβώς γίνεται η δουλειά. Είναι τυχαίο που η ανατροπή ήρθε με τους βετεράνους;
Την τελική λύση έδωσαν οι αμυντικοί σπεσιαλίστες (Διαμαντίδης, Σάτο, Μπατίστ, Τσαρτσαρής, Καλάθης), συν τον φορμαρισμένο και πάντα ιδιοφυή Γιασικεβίτσιους που έδωσε το κάτι παραπάνω (όπως εύκολα καλάθια στον ψιλομέτριο Βουγιούκα). Ο Λιθουανός πήρε και το MVP και μπράβο του, αλλά εγώ θα σταθώ στον Τσαρτσαρή που ήταν ο παίκτης-αποκάλυψη στο τελευταίο 7λεπτο. Ως το 33΄ τα γρήγορα φάουλ τον είχαν περιορίσει σε μια άοσμη συμμετοχή – ούτε ρυθμό δεν είχε βρει. Η ομάδα είχε θέμα στο «4» με τον Σμιθ ημιθανή και τον Καϊμακόγλου να σκίζεται, να δίνει σκορ, αλλά να τα βρίσκει και μπαστούνια με Πρίντεζη-Άντιτς – πρώτοι σκόρερ του ΟΣΦΠ. Όλο το στοίχημα ήταν να καταφέρει ο Τσαρτσαρής να μείνει στο παρκέ παρά τα 4 φάουλ. Κόντρα στα προγνωστικά, το κατάφερε και όχι μόνο έκλεισε τη ρακέτα στην άμυνα, αλλά έδωσε και καθοριστικούς πόντους για την ανατροπή.
Υπερβαίνοντας το στενά αγωνιστικό πλαίσιο, θα έλεγα ότι ο Ομπράντοβιτς μπορεί να αισθάνεται δικαιωμένος για τους χειρισμούς του όσον αφορά τον Σπανούλη. Η όλη παραφιλολογία που ο ίδιος (οικειοθελώς και υπολογισμένα) πυροδότησε μάλλον επιβάρυνε το ψυχολογικό φορτίο για τον Λαρισαίο γκαρντ, που φάνηκε να πέφτει στην παγίδα και να πασχίζει να «δώσει απαντήσεις». Μπορεί ως άτομο να αποστρέφομαι την ίντριγκα, αλλά δεν μπορώ να μην θαυμάσω τη βιρτουοζιτέ του Ομπράντοβιτς: πώς καταφέρνει να δημιουργεί θέματα και να τα εκμεταλλεύεται υπέρ της ομάδας του. Τι ψυχή να έχει αυτός ο τρομερός Σέρβος που δεν κωλώνει πουθενά προκειμένου να πετύχει; Ο Ίβκοβιτς, ως «Σοφός», είναι κάπως σνομπ και σίγουρα περισσότερο μεγαλόθυμος από τον κουμπάρο του, με αποτέλεσμα να αποφεύγει τέτοιου είδους δημόσιες κόντρες, στοιχείο που αργά ή γρήγορα θα του χρεώσει η «ερυθρόλευκη» πιάτσα. Διότι η νίκη του Παναθηναϊκού, εν μέρει, είναι και νίκη επικοινωνίας.
Στοιχείο «επικοινωνίας» ήταν και το σκληρό παιχνίδι στα πρώτα λεπτά με φάουλ σαν εκείνο με το οποίο ο Καλάθης ξάπλωσε στο παρκέ το «τέρας» που λέγεται Τζόι Ντόρσεϊ. Εκείνη η φάση αποδείχθηκε καθοριστική για τη συνέχεια, καθώς ο Αμερικανός φόργουορντ έβγαλε αργότερα θυμό με αποτέλεσμα να χάσει γρήγορα τη μάχη των φάουλ. Και όλοι θυμόμαστε πόσο καταλυτικός ήταν ο Ντόρσεϊ στο ΣΕΦ, όταν οι φιλοξενούμενοι δεν κατάφεραν να τον φθείρουν.
Για να επανέλθουμε στον Σπανούλη, πέρα από την πνευματική πίεση είχε να αντιμετωπίσει και το ανελέητο κυνηγητό του Καλάθη σε συνδυασμό με τις (προβαρισμένες στον Ντόμερκαντ) ψευδο-βοήθειες των υπόλοιπων. Απόλυτη άρνηση για να πάρει μπάλα, κλειστοί χώροι για να διεισδύσει και να δημιουργήσει – δεν ήθελε πολύ για να θολώσει ο Λαρισαίος. Επιστημονική άμυνα είχε και ο Ολυμπιακός με στόχο τον Διαμαντίδη, αλλά ο Μήτσος καμουφλάρισε την τρομερή αστοχία του με πολύπλευρη προσφορά σε άλλους τομείς του παιχνιδιού.
Τελικώς, η πρώτη κούπα της χρονιάς κερδήθηκε και οι παίκτες το γλέντησαν σχεδόν όσο και ο κυρ-Θανάσης, γεγονός που μάλλον δείχνει πόσο πολύ υπολογίζουν τον Ολυμπιακό – για το ίδιο το Κύπελλο, ούτε συζήτηση. Κοιτάμε πώς διεξάγεται στις πολιτισμένες χώρες και καταριόμαστε την τύχη μας που γεννηθήκαμε εδώ. Η κατάντια αυτού του υπέροχου γηπέδου (ένα ματς το χρόνο, ουσιαστικά χωρίς κόσμο) γεμίζει οργή τον αγνό φίλαθλο. Οι παράγοντες, σε ρεσιτάλ υποκρισίας, αλληλοσυγχαίρονται που ο τελικός διεξάγεται χωρίς νεκρούς. Οι δύο ομάδες αδιαφορούν για το άθλιο περιβάλλον που εξευτελίζει το υψηλό θέαμα που προσφέρουν. Οι δημοσιογράφοι ή κάνουν την πάπια ή το ρίχνουν στην πλάκα – όλα αυτά μέχρι να σπάσει κάποτε το «φράγμα» και να μας πλακώσουν οι χούλιγκαν όλους αδιακρίτως. Αυτός ο θεσμός είναι στημένος λάθος από την αρχή ως το τέλος και δεν έχει κανένα νόημα να συνεχίζεται.
Για τη συνέχεια η προσοχή στρέφεται στην Ευρωλίγκα, καθώς τα λίγα ματς που απομένουν στην Α1 δεν πρόκειται να αλλάξουν τίποτα στην τελική κατάταξη: αν ο Παναθηναϊκός θέλει να παραμείνει πρωταθλητής θα πρέπει να επικρατήσει στο ΣΕΦ. Δεν θα είναι πρώτη φορά, αλλά φέτος έχει έναν αντίπαλο που βγάζει περισσότερη φρεσκάδα και αυτό θα παίξει το ρόλο του στο τέλος μιας κοπιαστικής σεζόν. Πάντως, τολμώ να πω ότι στο παιχνίδι του Ολυμπιακού υπάρχει ένα στοιχείο (και ίσως ένα διαρκές αίτημα) υπέρβασης. Αυτή την εποχή οι παίκτες του Ντούντα παίζουν πολύ καλά και δεν είμαι σίγουρος αν είναι σε θέση να παίξουν πολύ καλύτερα. Αντίθετα, για τους «πράσινους» αισθάνομαι ότι υπάρχουν πολύ σημαντικά περιθώρια βελτίωσης, καθώς είναι πάρα πολλοί οι παίκτες που δεν έχουν αποδώσει με βάση τις ικανότητές τους.
Ελπίζω στα ματς με την Μακάμπι να δούμε κάτι περισσότερο από τα παιδιά που ως τώρα δεν έχουν δείξει καλό πρόσωπο. Κρατάω στο μυαλό μου την εικόνα με το τετ-α-τετ Ομπράντοβιτς-Σμιθ λίγο μετά τη λήξη του τελικού. Η γλώσσα του σώματος έδειχνε πως ο Αμερικανός δεν θα το βάλει κάτω και έχει τη διάθεση να φέρει στο τραπέζι αυτά που θέλει απ’ αυτόν ο προπονητής του. Ας περιμένουμε.
Γιώργος Σκιάς