Δημοσιεύτηκε στις 8 Ιουλίου 2008
Λοιπον σήμερα θα μιλήσουμε για τους περιορισμούς στις μετεγγραφές του NBA (trade restrictions) αλλά και το salary cap των ομάδων, προκειμένου να ξεδιαλύνουμε ορισμένες έννοιες. Θα χρησιμοποιήσω ξένους όρους, ώστε να μπορείτε να αναγνωρίζετε πιο εύκολα για τι μιλάμε κάθε φορά. Ας αρχίσουμε με το salary cap και σε επόμενο άρθρο μιλάμε για τις μετεγγραφές .
Salary cap: λέγεται το όριο στο ανώτατο ποσό χρημάτων που το NBA επιτρέπει στις ομάδες να πληρώνουν τους παίκτες τους (με απλά λόγια, το σύνολο των χρημάτων που κοστίζουν τα συμβόλαια των παικτών). Το ύψος του ποικίλει ανά χρονιά και υπολογίζεται ως ποσοστό του τζίρου της λίγκας της περασμένης χρονιάς. Το 2007-08 το salary cap ήταν 55.63 εκ. δολάρια. Ο λόγος που υπάρχει είναι για να μην αγοράσουν οι πλουσιότερες ομάδες όλους τους καλούς παίκτες σε βάρος των πιο αδύναμων. Το NBA έχει το λεγόμενο soft cap, που σημαίνει ότι υπάρχουν πολλές εξαιρέσεις, οι οποίες επιτρέπουν σε μια ομάδα να ξεπεράσει το salary cap της για να υπογράψει παίκτες. Τις εξαιρέσεις αυτές θα τις δούμε μετά. Ας δούμε πρώτα τι γίνεται αν μια ομάδα ξεπεράσει το salary cap.
Λίγο πιο πάνω (από πλευράς χρημάτων) από το όριο του salary cap, βρίσκεται το λεγόμενο tax level. Το σημείο από το οποίο και μετά οι ομάδες θεωρείται ότι ξεπέρασαν το αφορολόγητο όριο. Δεν έχει νόημα να δούμε πώς φτάνουμε στο tax level, απλώς συγκρατείστε ότι είναι περίπου 10 εκ. δολάρια πάνω από το salary cap (ας πούμε, ήταν 67.9 εκ. δολάρια για το 2007-08). Από το σημείο εκείνο και πάνω, κάθε δολάριο που η ομάδα το ξοδεύει για συμβόλαια, το πληρώνει διπλό (luxury tax).
Δηλαδή, αν πρώτα αφαιρέσουμε τα χρήματα των εξαιρέσεων (θα τις δούμε μετά), το ποσό που μας μένει συγκρίνεται με το tax level. Για παράδειγμα, οι Νικς το 2006-07 ήταν 45.1 εκ. δολάρια πάνω από το tax level. Αυτό σημαίνει ότι η ομάδα καλείται να πληρώσει άλλα 45.1 εκ. δολάρια ως φόρο πολυτελείας (luxury tax). Και σα να μην έφτανε αυτό, το ποσό αυτό (παραδοσιακά) μοιράζονται οι ομάδες του πρωταθλήματος που δεν ξεπέρασαν το salary cap. Για παράδειγμα, το 2006-07, πάνω από το όριο ήταν οι Νικς, οι Μάβερικς, οι Νάγκετς, οι Τίμπεργουλβς και οι Σπερς. Όλοι μαζί ήταν πάνω από το όριο 55.5 εκ. δολάρια (τα 45.1 ήταν μόνο από τους Νικς!). Οι υπόλοιπες 25 ομάδες ήταν κάτω από το όριο, άρα μοιράζονταν αυτό το ποσό, δηλαδή η καθεμία έπαιρνε από 2.2 εκ. δολάρια.
Ο φόρος πολυτελείας (luxury tax) μάτωνε πραγματικά τις ομάδες, καθώς μιλάμε για τεράστια ποσά. Οι Νικς, ας πούμε το 2005-06 ήταν 62.3 εκ. δολάρια πάνω από το όριο, τα οποία πλήρωσε ο ιδιοκτήτης τους Τζέιμς Ντόλαν στη λίγκα. Δηλαδή, οι Νικς είχαν μπάτζετ συμβολαίων 124 εκ. δολάρια και ο Ντόλαν έβαλε 186.3 εκ. μαζί με τους φόρους. Ακόμη και για τέτοια πορτοφόλια, μιλάμε για τεράστια ποσά.
Έτσι, το 2005, η λίγκα έδωσε μια διέξοδο στις ομάδες. Για μια και μόνη φορά (έγινε μόνο το 2005), οι ομάδες είχαν την ευκαιρία να αποδεσμεύσουν έναν και μόνο έναν παίκτη από το ρόστερ τους, το συμβόλαιο του οποίου θα αφαιρούταν από τον φόρο πολυτελείας. Η ομάδα θα πλήρωνε κανονικά το συμβόλαιό του μέχρι τέλους, δεν θα είχε δικαίωμα να τον ξαναϋπογράψει μέχρι να εκπνεύσει το συμβόλαιο, αλλά ο παίκτης λογιζόταν ως ελεύθερος και τα λεφτά του συμβολαίου του δεν προσμετρούνταν στο salary cap.
Αυτή η διάταξη ονομάστηκε «Κανονισμός Άλαν Χιούστον», επειδή ο Χιούστον ήταν ο παίκτης που υπέγραφε (χωρίς προφανή λόγο) τα πιο εξωφρενικά συμβόλαια στο ανώντατο όριο μέχρι τότε. Οι Νικς όμως, δεν… αποδέσμευσαν τον Χιούστον! Πιο ευνοημένος από τη ρύθμιση αυτή ήταν ο Μαρκ Κιούμπαν, ο οποίος τότε έδιωξε από το Ντάλας τον Μάικ Φίνλεϊ, γλιτώνοντας έτσι 17 εκατομμύρια δολάρια και ρίχνοντας τον φόρο που πλήρωσε εκείνη τη χρονιά στα 7 εκ. δολάρια (αντί για 24εκ. που θα πλήρωνε). Ο Φίνλεϊ συνέχισε να πληρώνεται τα 17 εκατομμύριά του από το Ντάλας, πήρε άλλα 5 εκ. δολάρια από τους Σπερς και έφτασε να είναι μέχρι φέτος ο πιο ακριβοπληρωμένος παίκτης στο NBA.