Δημοσιεύτηκε στις 13 Ιουλίου 2008
Συνεχίζουμε σήμερα την περιήγησή μας στην ανάλυση των κανονισμών του NBA και δη του salary cap και των περιορισμών στις μετεγγραφές.
Είπαμε την περασμένη φορά ότι στο salary cap υπάρχουν εξαιρέσεις, οι οποίες επιτρέπουν στις ομάδες να το υπερβούν ή να υπογράψουν παίκτες ακόμη κι αν το έχουν υπερβεί. Ας τις δούμε:
– Mid level exception: Μια ομάδα μπορεί να υπογράψει έναν παίκτη με συμβόλαιο ίσο με το μέσο μισθό του NBA, ακόμη κι αν είναι πάνω από το όριο, ή αν με την υπογραφή του παίκτη, υπερβεί το όριο. Για τη χρονιά 2008-09 μέσος μισθός ορίστηκε ότι είναι τα 5.585.000 δολάρια. Μόνο ομάδες αυτής της κατηγορίας (πάνω από το όριο του salary cap) μπορούν να χρησιμοποιήσουν αυτή την εξαίρεση.
– Bi–annual exception: Μια ομάδα μπορεί να υπογράψει οποιονδήποτε ελεύθερο παίκτη με μισθό περίπου 1.7-1.8 εκ. δολάρια. Λέγεται έτσι γιατί δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί δύο χρονιές στη σειρά. Ο παίκτης μπορεί να υπογράψει για 1 ή 2 χρόνια, αλλά με αύξηση 8% ανά χρονιά συμβολαίου. Λεγόταν αρχικά «1 million exception», αλλά το ποσό ήταν 1 εκατομμύριο μόνο την πρώτο χρονιά εισαγωγής της εξαίρεσης.
– Rookie exception: Οι κανονισμοί επιτρέπουν στις ομάδες να υπογράψουν 1 παίκτη που επιλέχθηκε στον πρώτο γύρο του ντραφτ, ακόμη κι αν με το συμβόλαιό του ξεπεραστεί το όριο του salary cap.
– Larry Bird exception: Η πιο γνωστή από τις εξαιρέσεις, ονομάστηκε έτσι επειδή οι Σέλτικς ήταν η πρώτη ομάδα που της επιτράπηκε να υπογράψει ξανά έναν από τους παλιούς της παίκτες (με ποσό μέχρι το μάξιμουμ των συμβολαίων) ξεπερνώντας το όριο του salary cap (προφανώς το… Μπερντ). Οι παίκτες που πληρούν τις προϋποθέσεις λέγονται «qualifying veteran free agents» ή «Bird Free Agents». Για να πληροί ένας παίκτης τις προϋποθέσεις αυτές πρέπει να έχει παίξει τρία συνεχόμενα χωρίς να έχει αποδεσμευτεί από μια ομάδα (εννοείται πριν τελειώσει το συμβόλαιό του) και χωρίς να έχει αλλάξει ομάδες ως ελεύθερος. Αυτό σε απλά λόγια σημαίνει ότι πρέπει να έχει είτε ένα 3ετές συμβόλαιο, ή 3 μονοετή στη σειρά στην ίδια ομάδα, ή κάποιον άλλο συνδυασμό. Το σημαντικό είναι ότι ένας παίκτης θεωρείται ότι μεταφέρει τα «Bird rights» (δεν χάνει τις προϋποθέσεις) αν πάρει μετεγγραφή σε άλλη ομάδα. Τα συμβόλαια που θα υπογραφούν από αυτή την εξαίρεση μπορεί να είναι μέχρι 6 χρόνια.
– Early Bird exception: Πρόκειται για ό,τι και η παραπάνω εξαίρεση ακριβώς, αλλά για μετά από 2 χρόνια χωρίς αποδέσμευση ή αλλαγή ομάδων ως φρι έιτζεντ. Με αυτή την εξαίρεση οι παίκτες υπογράφουν είτε για το 175% του ποσού που πήραν την προηγούμενη χρονιά είτε για το μέσο μισθό του NBA (για όποιο είναι μεγαλύτερο). Συμβόλαια που υπογράφονται με αυτή την εξαίρεση μπορεί να διαρκούν 2-5 χρόνια.
– Non–Bird exception: Εδώ ανήκουν όσοι φρι έιτζεντς δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για τις δύο προηγούμενες «Bird» εξαιρέσεις. Μπορούν να υπογράψουν για 1-6 χρόνια με την ομάδα τους με μισθό που αρχίζει από τα 120% του μισθού της προηγούμενης χρονιάς ή το 120% του μίνιμουμ του NBA (όποιο είναι μεγαλύτερο)
– Minimum salary exception: Μια ομάδα μπορεί να υπογράψει όσους παίκτες θέσει για 1 ή 2 χρόνια ακόμη κι αν έχει περάσει το όριο του salary cap, αρκεί να το κάνει με τον μίνιμουμ μισθό.
– Traded player Exception: Αν μια ομάδα κάνει μετεγγραφή και πάρει παίκτη που παίρνει λιγότερα λεφτά από αυτόν που φεύγει, τότε μπορεί για 1 χρόνο από την ημερομηνία εκείνη να υπογράψει παίκτες (μέσω μετεγγραφής) που θα παίρνουν περισσότερα από αυτά που έπαιρναν τα ανταλλάγματά τους. Με απλά λόγια, αν στη Μετεγγραφή1 μια ομάδα δώσει παίκτη με μεγαλύτερο συμβόλαιο από εκείνο του παίκτη που θα πάρει, τότε στην (υποτιθέμενη) Μετεγγραφή2 (αργότερα και με άλλη ομάδα) ο παίκτης που θα πάρει μπορεί να παίρνει περισσότερα από τον παίκτη που θα δώσει. Προϋπόθεση είναι να μην ξεπεραστεί η διαφορά του πρώτου παίκτη, δηλαδή αν στην Μ1 ο παίκτης που πήρε κέρδιζε 2 εκατομμύρια λιγότερα από αυτόν που έφυγε, τότε στη Μ2 ο παίκτης που θα πάρει μπορεί να κερδίζει το πολύ 2 εκ. περισσότερα από εκείνον που θα δώσει. Η εξαίρεση ισχύει μόνο για μετεγγραφές ενός παίκτη.
– Disabled player exception: Αν μια ομάδα χάσει έναν παίκτη (τραυματισμός ή θάνατος) για το υπόλοιπο μιας χρονιάς ή για ολόκληρη την επόμενη χρονιά (εφόσον το επιβεβαιώσει ειδικός γιατρός της λίγκας) τότε μπορεί να πάρει αντικαταστάτη που θα έχει συμβόλαιο ίσο με το 50% του συμβολαίου του παίκτη που τραυματίστηκε ή πέθανε (ή ίσο με το μέσο συμβόλαιο της λίγκας, όποιο είναι μικρότερο).
Υπάρχουν δύο τύποι ελεύθερων παικτών στο NBA: οι restricted free agents και οι unrestricted free agents.
– Restricted free agents: ουσιαστικά υπάγονται ακόμα στην ομάδα στην οποία έπαιζαν μέχρι το σημείο εκείνο. Ο παίκτης μπορεί να υπογράψει ένα συμβόλαιο (ελάχιστης διάρκειας 2 ετών) με οποιαδήποτε ομάδα, όμως η παλιά του ομάδα έχει 10 (πλέον) ημέρες για να του προσφέρει τα ίδια και να τον κρατήσει. Αν το κάνει εκείνος δεν μπορεί να φύγει, αλλιώς υπογράφει στην άλλη ομάδα.
– Unrestricted free agents: Παίκτες τελείως ελεύθερο που μπορούν να υπογράψουν σε όποια ομάδα θέλουν.
Σχετικά με τους μισθούς που μπορεί ένας free agent να πάρει, το θέμα είναι λίγο περίπλοκο, αλλά θα προσπαθήσω να το απλοποιήσω. 0-6 χρόνια στη λίγκα: 25% του salary cap, ή 105% του μισθού της περασμένης περιόδου ή 9 εκ. δολάρια (όποιο είναι μεγαλύτερο). 7-9 χρόνια στη λίγκα: 30% του salary cap, ή 105% του μισθού της περασμένης περιόδου ή 11 εκ. δολάρια (όποιο είναι μεγαλύτερο). 10+ χρόνια στη λίγκα: 35% του salary cap, ή 105% του μισθού της περασμένης περιόδου ή 14 εκ. δολάρια (όποιο είναι μεγαλύτερο). Αυτό είναι το μάξιμουμ όριο, όχι το πόσα παίρνουν όλοι.
Επίσης, αν ένας παίκτης υπογράψει σε νέα ομάδα τότε η μέγιστη διάρκεια του συμβολαίου του μπορεί να είναι 6 χρόνια και η ετήσια αύξηση 10%. Αν υπογράψει με την παλιά του ομάδα, τότε η μέγιστη διάρκεια είναι 7 χρόνια και η ετήσια αύξηση 12.5%. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι η παλιά ομάδα κάθε παίκτη μπορεί πάντα να του προσφέρει περισσότερα από κάθε άλλη, άρα έχει πλεονέκτημα στις διαπραγματεύσεις, ακόμη και με unrestricted free agents.