Δημοσιεύτηκε στις 10 Αυγούστου 2008
Άσχημα ξεκίνησε η Ελλάδα τη διοργάνωση, απέναντι στην Ισπανία που και επισήμως, πλέον, μπορεί να χαρακτηριστεί ο κακός μας δαίμονας. Η ουσία είναι ότι το ματς ολοκληρώθηκε και δεν είναι εύκολο να βρούμε κάποιον διακριθέντα, πέρα από τον Βασίλη Σπανούλη. Ο γκαρντ του Παναθηναϊκού ήταν ο μόνος που έπεισε ότι ήταν έτοιμος.
Αντίθετα, παίκτες από τους οποίους περιμέναμε πολλά, δεν μπήκαν ποτέ στο κλίμα του αγώνα. Ο Παπαλουκάς, επηρεασμένος ή μη από το θάνατο της αγαπημένης του γιαγιάς, έκανε ένα από τα χειρότερα ματς με την Εθνική, ο Φώτσης δε βοήθησε καθόλου, ο Τσαρτσαρής επιθετικά δεν λειτούργησε ποτέ καλά, ενώ ο Σχορτσιανίτης ήταν για μια ακόμη φορά μέτριος απέναντι στην Ισπανία. Αλλά ούτε οι υπόλοιποι μπόρεσαν να δώσουν βοήθειες.
Οι Ισπανοί βραχυκύκλωσαν την εθνική μας με τη γνωστή τους συνταγή στην άμυνα και πήραν το προβάδισμα που τους έδωσε τη νίκη με ένα ξέσπασμα στην τρίτη περίοδο. Καθοριστική τις περισσότερες φορές φάνηκε η σημερινή υπεροχή των Ισπανών στα ριμπάουντ. Δε χρειάστηκε καν να φορτσάρει ο Γκασόλ ή ο Ναβάρο, αφού το καλό στήσιμο της ομάδας ήταν αυτό που συντηρούσε τη διαφορά, ενώ καλύτεροι ήταν ο Ρούντι που, ως συνήθως, ήταν μέσα σε όλες τις φάσεις, και ο Καλντερόν.
Επιπλέον, την πλάστιγγα έγειραν το πολύ κακό ποσοστό της Ελλάδας στις βολές, θέμα καθαρά συγκέντρωσης και ψυχολογίας από ένα σημείο και μετά, αλλά που δεν πρέπει να επαναληφθεί από τέτοιου επιπέδου παίκτες. Σε κανένα σημείο, τέλος, η εθνική μας δε βρήκε εύκολο καλάθι, ενώ τα ελεύθερα σουτ δεν μπήκαν ποτέ. Δε χρειάζεται μεγάλη φιλοσοφία για να καταλάβει κανείς πού χάθηκε το ματς. Αυτό που πρέπει να αναζητήσουμε είναι γιατί έγιναν τα λάθη και γιατί βραχυκυκλώνει η ομάδα τόσο συχνά από τους γνωστούς Ισπανούς.
Στην άκρη του πάγκου, ο Παναγιώτης Γιαννάκης ή βρέθηκε σε αρκετά κακή ημέρα ή απλώς δεν ήθελε να δείξει περισσότερα. Αν με ρωτάτε, θεωρώ εξίσου σωστά και τα δύο σενάρια. Απ’ τη μία φάνηκε ότι δεν προστάτεψε την ψυχολογία της ομάδας όταν άρχισε να φαίνεται η εκνευριστική αστοχία στις βολές (χάσαμε 15 πόντους έχοντας 13 άστοχες βολές), αλλά απ’ την άλλη ήταν ξεκάθαρο ότι δεν άφησε πράγματα να φανούν. Ο Σχορτσιανίτης έπαιξε μόλις 5 λεπτά και πήρε 3 επιθέσεις, ο Πελεκάνος με δύο λεπτά δεν πρόλαβε να μπει καν στο νόημα του αγώνα, ενώ ήταν πασιφανές ότι ο «Δράκος» δεν ήθελε να βάλει μέσα στον Πρίντεζη (θυμάστε πέρσι τα πρώτα ματς στην Ισπανία, όπου ο Μπουρούσης δεν έπαιζε;). Από εκεί και πέρα, ο Γιαννάκης μπαίνει πάντα μουδιασμένα στις διοργανώσεις, το ίδιο και οι διεθνείς μας.
Τι χάσαμε; Ουσιαστικά τίποτα. Το έχουμε ξαναπεί ότι τα ματς του ομίλου είναι για εσωτερική κατανάλωση. Παρότι έχει καταντήσει εκνευριστικό για όλους μας να χάνουμε από τους Ισπανούς, η ήττα στους ομίλους είναι αδιάφορη. Όπως αδιάφορη θα είναι και μια ενδεχόμενη από τους Αμερικάνους. Είμαστε Ευρωπαίοι και έχουμε… ευρωπαϊκή νοοτροπία: σε τέτοια τουρνουά μετράνε μόνο τα νοκ άουτ. Αργεντινή και Λιθουανία απέδειξαν ότι είναι ισοδύναμες (θα τα πούμε αύριο αυτά) οπότε μικρή η διαφορά.
Βλέποντας την εθνική να παίζει άσχημα, ήμασταν όλοι λίγο πιο «ευαίσθητοι» με τη διαιτησία, η οποία προφανώς δεν έπαιξε ρόλο στο ματς, αν και είχε αρκετά φάλτσα σφυρίγματα. Αποκορύφωμα η διαμαρτυρία του Ναβάρο για να δεχτεί τεχνική ποινή… ο Φώτσης στην επόμενη φάση.
Την Τρίτη υπάρχει το ματς με τους Γερμανούς, άρα δεν υπάρχει λόγος να σταθούμε πιο πολύ σε μια αδιάφορη (βαθμολογικά, όχι εγωιστικά) ήττα. Τέλος, δεν μπορούμε να ισοπεδώνουμε τα πάντα, ιδίως όταν απέναντί μας έχουμε τη μοναδική εθνική ομάδα που στέκεται πάντα στο ύψος της.