Δημοσιεύτηκε στις 25 Νοεμβρίου 2008
Έχουν περάσει 9 χρόνια από την ημέρα που ο Μάρλον Μάξεϊ (39, 2.05) έπαιξε τον τελευταίο αγώνα για ομάδα της χώρας μας και μόλις 5 χρόνια από την τελευταία φορά που πάτησε το παρκέ για να παίξει μπάσκετ. Όσοι είχαν την τύχη να τον δουν, σίγουρα δεν έχουν ξεχάσει έναν από τους πιο δυναμικούς και κυρίαρχους σέντερ που είχαμε την τύχη να δούμε στα μέρη μας. Ο Μάξεϊ δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλός, αλλά είχε μακριά χέρια και απίστευτη δύναμη. Στην Ελλάδα τον έφερε η Λάρισα το 1995-96, αλλά οι περισσότεροι τον θυμούνται με τη φανέλα του Περιστερίου.
Ξεκίνησε την καριέρα του στο κολέγιο της Μινεσότα, έχοντας στην πρώτη (φρέσμαν) χρονιά του 2.4 πόντους και 3.2 ριμπάουντ μέσο όρο. Όταν είδε ότι δεν έπαιζε όσο ήθελε, δεν το σκέφτηκε πολύ και πήρε μετεγγραφή για το Τέξας Ελ Πάσο. Λόγω των κανονισμών αναγκάστηκε να μείνει εκτός αγώνων για τη χρονιά 1988-89, αλλά μετά είχε τρεις αρκετά καλές χρονιές, με καλύτερη την τελευταία του, όπου οι μέσοι όροι του έφτασαν τους 15.2 πόντους και τα 7.4 ριμπάουντ.
Το 1992 έγινε ντραφτ από τους Μινεσότα Τίμπεργουλβς, στο νούμερο 28 (1ος στον δεύτερο γύρο). Έπαιξε εκεί για δύο χρονιές, έχοντας την πρώτη 5.4 πόντους και 3.8 ριμπάουντ σε 43 αγώνες και το 1993-94, 4.5 πόντους και 3.6 ριμπάουντ σε 55 αγώνες. Μετά (1994-95) πήρε την απόφαση και μεταπήδησε στην Ευρώπη. Ο πρώτος σταθμός της καριέρας του ήταν η Μπρεογκάν στην Ισπανία. Μαζί της είχε (από τον Ιανουάριο και μετά που υπέγραψε) 19.4 πόντους, 8.8 ριμπάουντ και 1.3 τάπες σε 13 αγώνες.
Έχοντας δώσει τα διαπιστευτήριά του, ήρθε η ώρα να παίξει στο ελληνικό πρωτάθλημα. Με τη Λάρισα το 1995-96 έκανε την καλύτερη χρονιά της καριέρας του, έχοντας σε 26 ματς 20.8 πόντους, 11.0 ριμπάουντ και 1.2 τάπες. Τι σήμαινε αυτό; Αναβάθμιση στο Περιστέρι. Εκεί το 96-97 έφτιαξε ένα απίστευτο δίδυμο με τον Μέλβιν Τσίτουμ. Αλλά το Περιστέρι τότε, είχε γενικά ωραία ομάδα: Κορωνιός, Μορέτι, Γιάριτς, Γκούροβιτς, Μάξεϊ, Τσίτουμ. Δίπλα στον Τσίτουμ σκέπαζε τα καλάθια με 16.6 πόντους, 9.8 ριμπάουντ και 1.0 ασίστ μέσο όρο, με το Περιστέρι να τερματίζει 4ο εκείνη τη σεζόν στην Α1.
Έφυγε από το Περιστέρι για να παίξει το 1997-98 στον Ηρακλή, από τον οποίο αποδεσμεύτηκε τον Μάρτιο, έχοντας 16.6 πόντους, 8.9 ριμπάουντ και 1.1 ασίστ σε 19 ματς ως τότε.
Το 1998-99 ήταν η τελευταία χρονιά στη χώρα μας, κατά την οποία φόρεσε ξανά τα χρώματα του Περιστερίου. Η ομάδα είχε αλλάξει, δίπλα του είχε Πελεκάνο (17 χρονών τότε), Παπαμακάριο (18 χρονών), Οκανσέ, Μαρτίνεθ, Μπακατσιά, Ντέρικ Ντάιαλ και βεβαίως, τον αγαπημένο όλων, Τζέι Τζέι Λαρανάγκα! Δεν ξεκίνησε τη χρονιά στο Περιστέρι, αλλά αντικατέστησε τον Δεκέμβριο τον Σαμίρ Γκούντα. Πρόλαβε σε 14 αγώνες να έχει 14.3 πόντους και 7.2 ριμπάουντ μέσο όρο.
Το 1999-2000 αγωνίστηκε στη Βιλερμπάν, όπως ίσως θα θυμούνται οι φίλοι του Ολυμπιακού, κυρίως από το περίφημο 61-54 στη Γαλλία (14 πόντους ο Μάξεϊ), όταν ο ανεκδιήγητος Κρις Μόρις είχε πει το ανεπανάληπτο «είναι σκληρό το παρκέ, δεν παίζω». Στο Πρωταθλητριών είχε 13.5 πόντους και 7.2 ριμπάουντ μέσο όρο, ενώ στο πρωτάθλημα λίγο χαμηλότερα νούμερα.
Το 2000-01 ήταν η τελευταία του χρονιά στην Ευρώπη και η τελευταία χρονιά που έπαιξε ουσιαστικά επαγγελματικό μπάσκετ. Και ήταν μια… περιπετειώδης χρονιά. Τον Νοέμβριο υπέγραψε στη Γαλατασαράι, αλλά πολύ γρήγορα (λιγότερο από μήνα) έφυγε για να μεταβεί στην Αλικάντε της Ισπανίας (αντικατέστησε τον Αμάλ ΜακΚάσκιλ). Σε 9 ματς με την Αλικάντε είχε 11.1 πόντους, 6.1 ριμπάουντ, αλλά τον Φεβρουάριο τραυματίστηκε και αντικαταστάθηκε από τον Τιρκίν Μοτ. Επέστρεψε αργότερα, αλλά τελικά έλυσε τη συνεργασία του με την ομάδα τον Μάρτιο του 2001.
Τα ίχνη του χάνονται στη συνέχεια, για να τον δούμε το Νοέμβριο του 2003 στην ομάδα επίδειξης «Illinois All Star» η οποία έδωσε αγώνες κατά κολεγίων του NCAA.
Κανείς από όσους τον είδαν δεν μπορεί να ξεχάσει το ανεξήγητα χαμηλωμένο για την εποχή σορτσάκι (βέβαια από τις φωτογραφίες απλώς αποδεικνύεται ότι ήταν… 10 χρόνια μπροστά, καθώς πλέον δεν θα μας έκανε καμία εντύπωση ένα σορτσάκι στο γόνατο), τον παίκτη που κάρφωνε με λύσσα στα καλάθια, αλλά και είχε τρομερή έφεση στα επιθετικά ριμπάουντ φτάνοντας σε ορισμένους αγώνες να παίρνει και διψήφιο αριθμό!
Νίκος Κουσούλης