Δημοσιεύτηκε στις 9 Ιουνίου 2009
Οι «ερυθρόλευκοι» έφτασαν να διεκδικούν όλους τους στόχους τους, όπως ακριβώς τους είχαν θέσει. Έφτασαν στο φάιναλ-φορ της Ευρωλίγκας, για πρώτη φορά μετά το 1999, επίτευγμα σημαντικό από μόνο του, όπου σε μία απόλυτα ισορροπημένη διοργάνωση έχασαν στον ημιτελικό από τον Παναθηναϊκό για ένα σουτ. Προκρίθηκαν στον τελικό του Κυπέλλου, όπου δεν είχαν τον χαρακτήρα για να κερδίσουν τους «πράσινους». Έφτασαν και στους τελικούς της Α1, με πλεονέκτημα έδρας για πρώτη φορά μετά από 9 χρόνια, όπου λύγισαν στην έδρα τους στο καθοριστικό πρώτο ματς.
Ποια είναι η κοινή συνιστώσα όλων των αποτυχιών, ή αν θέλετε των παραλίγο επιτυχιών, του Ολυμπιακού; Οι ήττες από τον Παναθηναϊκό. Άρα, οι Πειραιώτες, όσα βήματα μπροστά και αν έκαναν, όσο σπουδαία ομάδα και αν είχαν, δεν κατάφεραν κάτι που ακούγεται απλό, αλλά δεν είναι καθόλου: να βρουν την κατάλληλη ψυχολογία την κατάλληλη στιγμή για να καταφέρουν να κερδίσουν τον Παναθηναϊκό, το μεγάλο τους αντίπαλο που λόγω της πολύχρονης κυριαρχίας του έχει διαμορφώσει αυτό ακριβώς που λείπει από τον Ολυμπιακό: το πνεύμα του νικητή και το χαρακτήρα του πρωταθλητή στα ματς που κρίνουν τίτλους.
Το καθοριστικό, λοιπόν, ερώτημα μετά από μία χρονιά που χαρακτηρίζεται αποτυχημένη είναι το τι κάνεις με την ομάδα; Τη διαλύεις και τη χτίζεις από την αρχή ή επιμένεις στη συνταγή που έχεις μισο-μαγειρέψει; Ας δούμε τα πράγματα με ψυχραιμία: ο Ολυμπιακός θα ήταν ανόητο να πει κανείς ότι ήταν κακή ομάδα ή ότι του έλειπαν παίκτες κ.ο.κ. Μία ομάδα με συνολικό ρεκόρ μες στη χρονιά 47-13 δεν είναι κακή. Μία ομάδα που στο δίμηνο που κρίνονται όλες οι προκρίσεις και όλα τα πλεονεκτήματα ενόψει των τελικών, το δίμηνο Φλεβάρη-Μάρτη, δηλαδή, έχει ρεκόρ 15-2, προφανώς ξέρει πού πατάει και πού βρίσκεται. Όταν λοιπόν, κοιτάζει λίγο παραδίπλα ο Ολυμπιακός και βλέπει ότι ο Παναθηναϊκός είχε συνολικό ρεκόρ στη χρονιά 50-10, δηλαδή η διαφορά του από αυτόν ήταν τα μεταξύ τους ματς (6-2 υπέρ των «πρασίνων»), θα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι αυτό που πρέπει να «χτίσει» δεν είναι μία νέα ομάδα από την αρχή, αλλά μία ομάδα με αντοχές και χαρακτήρα και, κυρίως, με την ψυχολογία του νικητή.
Πώς γίνεται αυτό; Πρώτον, διατηρώντας στο μεγαλύτερο ποσοστό τον κορμό των παικτών που διαθέτει. Η γνώμη τόσο η δική μου, όσο και του Rasheed, είναι ότι εάν ο Ολυμπιακός μπορούσε να διατηρήσει το ρόστερ του, οι μετεγγραφές του θα έπρεπε να περιορίζονται σε 3 καλούς παίκτες: έναν ακόμη πλέι-μέικερ για να μπορεί να κρύβει τις αδυναμίες του άπειρου Τεόντοσιτς, έναν περιφερειακό με καλό σουτ και έναν ψηλό για τη θέση του Σχορτσιανίτη που κάθε χρόνο «κρεμάει» την ομάδα του (για αυτόν θα τα πούμε σε άλλο άρθρο σε λίγες ημέρες). Δεύτερον, διατηρώντας τον προπονητή του. Ο Γιαννάκης μπορεί να μην είναι, ακόμη, στο επίπεδο των καλύτερων προπονητών στην Ευρώπη, δέχθηκε βολές και αμφισβητήσεις από παντού φέτος, αλλά όσοι μας διαβάζετε γνωρίζετε ότι έχουμε διαφορετική άποψη και τη στηρίζουμε σε 2-3 απλές αλήθειες: όλες οι μεγάλες ομάδες, και κατ’ επέκταση όλες οι δυναστείες, σε όλα τα αθλήματα, έχουν «χτιστεί» με ένα σταθερό πρόσωπο στον πάγκο. Επιπλέον ο προπονητής του Ολυμπιακού είναι ένας σοβαρός άνθρωπος που δουλεύει σκληρά και αφοσιωμένα και χαίρει του σεβασμού του ευρωπαϊκού μπασκετικού κόσμου. Άρα, σε μια τέτοια κατάσταση, η ώριμη λογική λέει ότι συνεχίζεις με την ίδια συνταγή και δεν καταφεύγεις σε σπασμωδικές κινήσεις. Επιπροσθέτως, φέτος ο Ολυμπιακός έκανε ρεκόρ νικών στην Α1, έφτασε στο φάιναλ-φορ της Ευρωλίγκας και στον τελικό του Κυπέλλου. Άρα, εάν οι «ερυθρόλευκοι» άλλαζαν προπονητή θα ήταν σα να του έλεγαν «έλα μόνο για να κατακτήσεις τα πάντα». Ε, όπως και να το κάνουμε, δεν κυκλοφορούν πολλοί προπονητές, και άνθρωποι, που αρέσκονται στο να εργάζονται υπό τέτοια πίεση. Τέλος, υπάρχει πάντα το ρίσκο επιλογής ενός ατόμου που δε μπορεί να δέσει με την ελληνική πραγματικότητα, φωτεινό παράδειγμα για αυτό ο Γκέρσον που, σίγουρα θα θυμάστε την αποδοχή και τον ενθουσιασμό με τον οποίο έγινε δεκτός από κόσμο και τύπο στο λιμάνι και την κατακραυγή υπό την οποία έφυγε. Αυτό το παράδειγμα μένει για να μας θυμίζει ότι η πλέον προφανής λύση δεν είναι πάντα και η σωστή.
Επομένως, ο Ολυμπιακός πράγματι απέτυχε φέτος. Η επόμενη ημέρα, όμως, ζητάει ώριμες και μετρημένες κινήσεις, παραγωγικό προβληματισμό και εποικοδομητική κριτική, αφού πλέον οι «ερυθρόλευκοι» δεν απέχουν πολύ από την κορυφή. Οι αφορισμοί και οι στείρες κρίσεις κατά πάντων δεν έχουν θέση σε μία ομάδα που θέλει με σοβαρότητα και συνέπεια να είναι κάθε χρόνο στις διεκδικήτριες όλων των τίτλων.