Για να βρεθεί ο ταλαντούχος σουτέρ Φραγκίσκος Αλβέρτης στον Παναθηναϊκό χρειάστηκε να μετεγγραφούν στην ομάδα… πόλο της Γλυφάδας 4 παίκτες, μεταξύ των οποίων και ο πολύ καλός Δημήτρης Σελετόπουλος, μαζί με ένα σημαντικό χρηματικό ποσό, σε μία κίνηση χωρίς προηγούμενο ή επόμενο!
Τα πρώτα χρόνια του ήταν μαθητευόμενος. Λόγω του νεαρού της ηλικίας του, τον πήγαινε με το αυτοκίνητο στο γήπεδο ο Αντόνιο Ντέιβις. Στις προπονήσεις άκουγε τους μεγαλύτερους, ένας από τους οποίους, ο Αργύρης Πεδουλάκης, του είχε δώσει τη γνωστότερη συμβουλή: «Μικρέ, αυτό το σουτ που διαθέτεις δεν υπάρχει πουθενά. Σούταρε γιατί έτσι θα βγάλεις το ψωμί σου».
Τρία χρονιά μετά από εκείνη την τρελή μετεγγραφή ο Αλβέρτης, με μικρό ακόμα χρόνο συμμετοχής, κατέκτησε τον πρώτο του τίτλο, το Κύπελλο Ελλάδας. Ήταν η επόμενη σεζόν, όμως, το 1993-94, που άρχισε ο «Φράγκι» να έχει ουσιαστικότερη συμμετοχή στην ομάδα και να παίρνει χρόνο συμμετοχής και προσπάθειες. Τις επόμενες χρονιές αρχίζει να έχει διψήφιο αριθμό πόντων, ενώ τον υψηλότερο μέσο όρο του τον βλέπουμε στο Κύπελλο Σαπόρτα της περιόδου 1997-98, όπου είχε 14.4 πόντους. Την ίδια σεζόν βάζει 13 πόντους ανά αγώνα στο ελληνικό πρωτάθλημα και αποτελεί έναν από τους βασικούς συντελεστές για την κατάκτηση του πρωταθλήματος από τον Παναθηναϊκό και το ξεκίνημα της «χρυσής» εποχής. Το σουτ του δεν τον εγκατέλειψε ποτέ, αφού 10 σεζόν στην Ευρώπη είχε τουλάχιστον 40% στα τρίποντα.
Το 1996 άρχισε την καταμέτρηση και στην Ευρώπη με το πρώτο Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα. Καλύτερό του φάιναλ-φορ, το 1996, όταν στους δύο αγώνες είχε 15 πόντους μέσο όρο στο θρίαμβο του Παναθηναϊκού στο Παρίσι. Ρεκόρ πόντων του σε αυτές τις διοργανώσεις οι 29 πόντοι που έβαλε στο μικρό τελικό του 1995 εναντίον της Λιμόζ.
«Παράσημα» της καριέρας του δεν είναι μόνο οι τίτλοι αλλά και όσα ειπώθηκαν για αυτόν. Ο Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς είχε πει ότι «είναι ο καλύτερος αρχηγός που είχα ποτέ στις ομάδες που έχω προπονήσεις», ενώ ο Ντέγιαν Μποντιρόγκα είπε «είναι η ζωντανή σημαία του Παναθηναϊκού». Ο Ζέλικο Παβλίσεβιτς δήλωσε: «Είχε δυνατό χαρακτήρα, έντονη προσωπικότητα και ήταν ο καλύτερος σουτέρ του ευρωπαϊκού μπάσκετ», ενώ ο βοηθός προπονητής της ομάδας του, Δημήτρης Ιτούδης του αναγνώρισε ότι «πρόκειται για ένα σπουδαίο παίκτη. Προσέφερε πάρα πολλά στην ομάδα και κέρδισε τα πάντα μαζί της». Ο Παύλος Γιαννακόπουλος, τέλος, ο άνθρωπος που πιστώνεται τη μετεγγραφή του, δήλωσε πρόσφατα: «Είναι ένα παιδί που μεγάλωσε μέσα στον Παναθηναϊκό και άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στο σύλλογο σαν άνθρωπος και σαν αθλητής. Προσέφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στο σύλλογο».
Στην Εθνική Ελλάδος έπαιξε από ένα φιλικό με τη Γερμανία το 1993 μέχρι το 2004 και έφτασε μαζί της στους «4» των Ευρωμπάσκετ του 1995 και του 1997 και του Μουντομπάσκετ του 1998, όπου οδήγησε την ομάδα με 13.2 πόντους και 6.2 ριμπάουντ. Έζησε μαζί της και επιτυχίες και τα πέτρινα χρόνια, αλλά και τη συμμετοχή σε δύο Ολυμπιακούς αγώνες.
Η σύγχρονη ιστορία του είναι λίγο – πολύ γνωστή. Τα τελευταία χρόνια οι αρμοδιότητές του ήταν περισσότερο εκτός παρκέ παρά εντός, αφού είχε το σημαντικό ρόλο της διατήρησης των ισορροπιών στα αποδυτήρια και της βοήθειας στην ψυχολογία της ομάδας. Από μία ανάλογη θέση αναμένεται και να συνεχίσει στον Παναθηναϊκό.
Η καριέρα του Αλβέρτη σημαδεύτηκε και σημάδεψε τον ελληνικό διασυλλογικό πρωταθλητισμό με τους αναρίθμητους τίτλους. Ωστόσο, το στοιχείο για το οποίο θα θυμόμαστε κυρίως τον Αλβέρτη είναι για το ότι, στην εποχή της πλήρους εμποριοποίησης, διαφήμισης και μετατροπής του αθλητισμού σε οικονομικές επιχειρήσεις, ο «Φράγκι» έπαιζε για τη φανέλα, έμεινε όλη του την καριέρα σε μια ομάδα και της έδωσε κάθε ρανίδα από τον ιδρώτα και το πάθος του. Είναι η σπουδαιότερη «σημαία» στην ιστορία των ελληνικών ομάδων και είναι εξαιρετικά αμφίβολο το αν θα συνδεθεί οποιοσδήποτε παίκτης ξανά τόσο με μία ομάδα, όσο ο Αλβέρτης με τον Παναθηναϊκό.