Οι περισσότεροι άκουσαν… τη φράση «εθνική εφήβων μπάσκετ» το 1995 όταν η παρέα του Ευθύμη Ρεντζιά κατέκτησε την κορυφή του κόσμου στο τότε Μουντομπάσκετ της Αθήνας. Με διαστημικές διαφορές σε κάθε ματς που έφτασαν μέχρι και τους 80 πόντους, οι τότε έφηβοι μας είχαν… φτιάξει για τα καλά, καθώς βλέποντάς τους, ήμασταν σίγουροι για την άνθιση του ελληνικού μπάσκετ. Βέβαια, μετά φάγαμε μια τετραετή κατραπακιά μέχρι να έρθει ο Γιαννάκης να αναστήσει την εθνική, αλλά ας το αφήσουμε εδώ το θέμα αυτό και ας επιστρέψουμε στους εφήβους.
Η αλήθεια είναι ότι οι εθνικές ομάδες των εφήβων από το 1995 και μετά μας έχουν προσφέρει 8 μετάλλια σε Ευρωμπάσκετ και Μουντομπάσκετ στις 15 διοργανώσεις που έχουν γίνει. Το θέμα είναι πόσοι έχουν προχωρήσει από εκεί, δηλαδή από το σημείο του να είναι τα μεγαλύτερα ταλέντα στη χώρα, μέχρι το σημείο του να γίνουν ολοκληρωμένοι παίκτες.
Οι περισσότεροι είναι απογοητευμένοι με την πορεία των παικτών της εθνικής εφηβικής ομάδας του 1995. Και η αλήθεια είναι ότι τα στατιστικά τους επιβεβαιώνουν, αν μιλήσουμε με ξεκάθαρα όρους προσωπικής απόδοσης και παρουσίας στην καριέρα που έκαναν τα παιδιά αυτά. Από όλους, την καλύτερη καριέρα την έκανε ο Μιχάλης Κακιούζης, ενώ τα δύο μεγαλύτερα ταλέντα της ομάδας αυτής, ο Παπανικολάου και ο Ρεντζιάς, δεν έφτασαν ούτε κατά διάνοια εκεί που μπορούσαν. Ο Ρεντζιάς είχε πολύ καλές επιλογές στην καριέρα του, κέρδισε μερικά τεράστια συμβόλαια, αλλά ποτέ δεν απέδωσε μπάσκετ επιβεβαιώνοντας το ταλέντο που είχε δείξει το 1995. Το ίδιο και ο Παπανικολάου, ο οποίος βεβαίως πλήρωσε και τις πολλές λάθος επιλογές του. Οι υπόλοιποι είχαν ουσιαστικά μέτρια καριέρα, αν εξαιρέσουμε τον Νίκο Χατζή, που μπορούμε να πούμε ότι έφτασε στο όριο που μπορούσε να φτάσει (το ίδιο και ο Κακιούζης, αλλά το είπαμε ήδη) και ίσως τον Καλαϊτζή. Επτά έκαναν αξιόλογη καριέρα στην Α1 (Ρεντζιάς, Παπανικολάου, Χατζής, Κακιούζης, Καράγκουτης, Σούλης, Καλαϊτζής), ενώ οι υπόλοιποι είχαν μικρότερου βεληνεκούς παρουσία (Μπαρλάς, Παπαδάτος, Τσιριγωτάκης Καμαριώτης, Δέσπος).
Και πριν βιαστούμε να πούμε ότι έφτασαν εκεί που τους περιμέναμε, ή ότι πήγαν καλύτερα από τις μετέπειτα γενιές, ας κοιτάξουμε λίγο τις επόμενες γενιές που χάρισαν στην Ελλάδα τα άλλα 7 μετάλλια. Το 1998 στο Ευρωμπάσκετ (χάλκινο μετάλλιο) το ρόστερ είχε Παπαμακάριο, Δορκοφίκη, Φώτση, Διαμαντόπουλο, Παπαδόπουλο, Αγαδάκο, Γλυνιαδάκη μεταξύ άλλων. Αυτή η επτάδα, που είχε σαφώς χειρότερη παρουσία στα εφηβικά, όλοι μπορούμε να δούμε ότι αναπτύχθηκε πολύ περισσότερο σε αντρικό επίπεδο και έφτασε ψηλότερα από εκείνη του 1995.Το 2000 πάλι φτάσαμε στο τρίτο σκαλί του βάθρου στο Ευρωμπάσκετ, με μια ομάδα που είχε σαφώς λιγότερο ταλέντο. Όμως, από αυτή βγήκαν ο Ζήσης και ο Σπανούλης, που έχουν φτάσει σήμερα στην κορυφή της Ευρώπης, ενώ ως αξιόλογες παρουσίες μπορούμε να αναφέρουμε και τους Κουμπούρα, Ταπούτο, Τσιάρα (και θα λέγαμε και τον Μαρκόπουλο αν δεν ήταν τόσο άτυχος).
Η επόμενη πολύ σημαντική ομάδα ήταν αυτή που το 2002 και το 2003 πήρε το χάλκινο σε Ευρωμπάσκετ και Μουντομπάσκετ αντίστοιχα. Βασιλόπουλος, Βασιλειάδης, Μαυροκεφαλίδης, Βουγιούκας, Περπέρογλου, Σχορτσανίτης, Σάκοτα, Αποστολίδης και Ξανθόπουλος (συν τους Νίκο και Δήμο Αγγελόπουλο, Γιαννουλάκο που επίσης έπαιξαν Α1 και τον Πρίντεζη που δεν ήταν στην τελική δωδεκάδα) συνθέτουν την πιο συνεπή ομάδα μέχρι σήμερα. Εννιά από αυτούς τους παίκτες (γεννηθέντες 84-85-86) έχουν ήδη παίξει σε Ολυμπιακό ή Παναθηναϊκό (τις δύο μεγαλύτερες ελληνικές ομάδες δηλαδή) και πολλοί από αυτούς είναι βασικά στελέχη της εθνικής ομάδας ήδη από τα 25 τους χρόνια.
Μετά περνάμε περίοδο… ξηρασίας, για να πάμε ουσιαστικά στη σημερινή ομάδα. Το 2007 βγήκε δεύτερη στο Ευρωμπάσκετ παρουσιάζοντας τον Κώστα Κουφό, ενώ συνδετικοί κρίκοι με την ομάδα του 2008-09 (χρυσό στο Ευρωμπάσκετ και ασημένιο στο Μουντομπάσκετ) ήταν οι Παππάς, Παπανικολάου, Σλούκας και Σαρικόπουλος. Αν σε αυτούς προσθέσουμε και τους Γιάνκοβιτς, Κασελάκη, Παπαντωνίου που δεν ήταν το 2007, έχουμε τη νέα γενιά ταλέντων.
Τι μας δείχνει η ιστορία; Ότι όποιο ταλέντο έχει προσέξει τον εαυτό του έχει κάνει καριέρα. Μπορεί επηρεασμένοι από τα ήθη των καιρών οι έφηβοι να επέστρεψαν λέγοντας «ας δούμε πόσο θα μας προσέξουν οι ομάδες», αλλά δεν είναι τυχαίο ότι όποιος έχει σεβαστεί τον εαυτό του από τις εφηβικές ομάδες και έχει δουλέψει σκληρά, έχει κάνει σημαντική καριέρα, ακόμη κι ας μην ήταν πολυδιαφημισμένη και «χρυσή» η γενιά του στους εφήβους. Το «λάθος» της (πλειοψηφίας της) γενιάς του 1995, η οποία θεωρώ ότι ούτε κατά διάνοια δεν δικαίωσε τις προσδοκίες (δεν είναι τυχαίο ότι οι επιτυχίες της αντρικής ομάδα του 2005 και 2006 ήρθαν όταν ο Γιαννάκης τόλμησε την ανανέωση και άφησε την εθνική με μόλις 1 παίκτη από εκείνη την εθνική εφήβων και 12 άλλους που είτε ήταν μικρότεροι είτε τότε δεν ήταν στο επίπεδο των εφήβων διεθνών και άρα έμειναν εκτός εθνικής) και δεν ανταποκρίθηκε στην προοπτική που είχε η ίδια ανοίξει για λόγους που σχεδόν εξολοκλήρου αφορούν τους παίκτες, τη δουλειά τους και τις επιλογές τους, δεν φαίνεται να το ακολουθούν οι επόμενοι.
Και ευτυχώς, γιατί έχουν χαρίσει στην εθνική ομάδα των αντρών παίκτες όπως οι Φώτσης, Παπαδόπουλος αλλά και Παπαμακάριος, Γλυνιαδάκης από το 1998, οι Ζήσης, Σπανούλης από το 2000, αλλά και μονάδες που θα αποτελέσουν το μέλλον της Ελλάδας όπως δείχνουν με την έως τώρα συνέπειά τους, όπως οι Βασιλόπουλος, Περπέρογλου, Πρίντεζης, Μαυροκεφαλίδης, Σχορτσανίτης, Βασιλειάδης (κ.α.) από το 2002 για να φτάσουμε στον Κουφό και τα τωρινά παιδιά.Η ιστορία διδάσκει, και διδάσκει μόνο ένα πράγμα στη νέα χρυσή γενιά του ελληνικού μπάσκετ: ότι αν δουλέψουν, οι κόποι τους θα δικαιωθούν, καθώς η καριέρα τους τώρα αρχίζει. Το ελληνικό μπάσκετ «τρώει» πάνω από το 50% των ταλέντων του (την έχουμε κάνει παλιότερα αυτή τη συζήτηση), αλλά ως τώρα δεν έχει φάει κανέναν που διακρίθηκε στα 18 του χρόνια. Μόνο όσους… έφαγαν μόνοι τους το κεφάλι τους.