Δημοσιεύτηκε στις 18 Ιανουαρίου 2010
Το παιχνίδι στην Κυψέλη σαφώς και δεν ήταν εύκολο για κανέναν. Το γεγονός, όμως, ότι το Μαρούσι μπόρεσε να επιστρέψει στο παιχνίδι στο τελευταίο τρίλεπτο ενώ ήταν πίσω με 6 πόντους δείχνει από τι είναι φτιαγμένη ομάδα φέτος. Πράγματι, το 64-58 έγινε 65-67 με σερί 1-9, με την άμυνα του Αμαρουσίου να αναγκάζει σε πάμπολλα λάθη τον Πανελλήνιο. Μετά, το Μαρούσι έχει δείξει ότι έχει την ικανότητα να κερδίζει τα ματς στα οποία μπαίνει με πλεονέκτημα στο τελευταίο λεπτό.
Χαραλαμπίδης και Βουγιούκας ήταν καταπληκτικοί για τον Πανελλήνιο, αλλά το Μαρούσι μπόρεσε να κλείσει πλήρως τον Μπλάκνεϊ και τον Σμιθ με αποτέλεσμα να μπορέσει να ελέγξει το παιχνίδι. Καϊμακόγλου και Πελεκάνος (ανεβαίνει συνεχώς όσο βρίσκει ρυθμό, όπως είχαμε πει από το καλοκαίρι) ήταν πολύ καλοί, με τα 16 φάουλ που κέρδισαν να καθορίζουν εν πολλοίς το αποτέλεσμα, αφού οι δύο τους «έβγαλαν εκτός αγώνα» 3 παίκτες ουσιαστικά (πρακτικά περισσότερους, γιατί οι αλλαγές δεν γίνονται όταν ο παίκτης φτάσει στα 5 φάουλ), ενώ και ο Κις ήταν μεστός και καλός. Ο Μαυροειδής ήταν μέτριος και πάλι, αλλά όπως είπε και ο Μπαρτζώκας είναι φυσιολογικό. Αυτή τη στιγμή, ο Έλληνας σέντερ δεν ξέρει πού θα παίζει σε μια βδομάδα, κυριολεκτικά. Ο ίδιος πιθανότατα θεωρεί ότι θα φύγει, ενώ η ομάδα δεν τον βοηθά δίνοντάς του ξεκάθαρη απάντηση. Αν με ρωτάτε, πιστεύω ότι πρέπει να μείνει, καθώς αν συνεχίσει καλά, το καλοκαίρι θα είναι όλη η Ευρώπη στα πόδια του με άλλους όρους.
Η διαιτησία έκανε λάθη, αλλά δεν καθόρισε το αποτέλεσμα επ’ ουδενί, αλλά απ’ την άλλη μετά από… βασανιστήρια 12 αγωνιστικών καταλαβαίνω τον εκνευρισμό των προπονητών με το παραμικρό απέναντι στους διαιτητές.
Αυτή η νίκη του Αμαρουσίου ίσως έκλεισε και τυπικά την υπόθεση της τετράδας, καθώς το Μαρούσι έμεινε 4 νίκες μπροστά από τον Άρη, κάτι που σημαίνει ότι κι αν χάσει την ερχόμενη Κυριακή θα πρέπει ο Άρης να κάνει 3 νίκες παραπάνω από το Μαρούσι στον δεύτερο γύρο (ή το Μαρούσι 3 νίκες λιγότερες), κάτι που θεωρώ αδύνατο με βάση την εικόνα του πρωταθλήματος και το πρόγραμμα των ομάδων (όπως έχω ξαναπεί, πάντα κρίνω με τη λογική, δεν είμαι μάντης να προβλέψω το απρόβλεπτο). Ο Πανελλήνιος, απ’ την άλλη, είναι 3 νίκες πάνω από τον Άρη, τον έχει εντός έδρας στο δεύτερο γύρο, αλλά τον έχει κερδίσει και με διψήφια διαφορά που πολύ δύσκολα να ανατραπεί ακόμη και σε περίπτωση διπλού. Οι υπόλοιποι ισοβαθμούντες με τον Άρη δεν πιστεύω ότι έχουν τη δυνατότητα να φτάσουν στην τετράδα.
Μεγάλο ματς παίχτηκε και στη Ρόδο, όπου ο Κολοσσός πήρε τεράστια νίκη επί του ΠΑΟΚ. Το παιχνίδι είχε πολλές ιδιαιτερότητες, καθώς η μία ομάδα επέμενε… να το χαρίζει στην άλλη. Σε κάθε περίπτωση ήταν υπέροχο, στο πιο ωραίο και υγιές γήπεδο της Α1. Προφανώς το Βενετόκλειο δεν είναι το καλύτερο γήπεδο, αλλά έχει μακράν την καλύτερη και πιο όμορφη ατμόσφαιρα από όλα. Οι Ροδίτες δίνουν μαθήματα αθλητικής παιδείας στους κάφρους όλης της Ελλάδας (και όλων των αθλημάτων για να είμαστε επίκαιροι).
Ο ΠΑΟΚ ήταν κακός στο πρώτο ημίχρονο (περισσότερο στο πρώτο δεκάλεπτο) και η διαφορά των 5 πόντων με την οποία πήγε στα αποδυτήρια τον κολακεύει. Στην επανάληψη ισορρόπησε τον αγώνα, κυρίως χάρη στην κυριαρχία του καταπληκτικού Παπαδόπουλου (16 πόντοι, 10 ριμπάουντ, 4 ασίστ, 1 κλέψιμο, 6 κερδισμένα φάουλ, αλάνθαστος) στη ρακέτα, αλλά και την πειθαρχία των περιφερειακών του, που έπαιξαν πολύ ώριμα (ο ΠΑΟΚ είχε μόλις 9 λάθη στα 45 λεπτά).
Στην κανονική διάρκεια του ματς ο ΠΑΟΚ επιβαλλόταν να έχει κερδίσει το παιχνίδια και δεν αναφέρομαι μόνο στις 2 χαμένες βολές του Παπαδόπουλου στην εκπνοή, αλλά και στις 1/4 λίγο νωρίτερα με δράστη των χαμένων τον Γκρέγκορι, αλλά και την άθλια τελική επίθεση από την οποία προήλθε το επιθετικό ριμπάουντ του Παπαδόπουλου (και το φάουλ που κέρδισε).
Στην παράταση ο Κολοσσός είχε εμφανώς την ψυχολογία με το μέρος του, το εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο, ενώ αν δεν είχε κάνει και το λάθος να αφήσει τον Μιλισάβλιεβιτς να βολτάρει ανενόχλητος στο γήπεδο και να σηκωθεί από το τρίποντο για να κάνει το 77-76 στα 12 δευτερόλεπτα, θα είχε κερδίσει και πιο άνετα. Η νίκη αυτή επιβεβαίωσε αυτό που λέμε εδώ και καιρό: ότι ο Κολοσσός έχει αλλάξει επίπεδο φέτος και δεν είναι πια ομάδα που μάχεται για τη σωτηρία της. Ο Σφαιρόπουλος κάνει ιδανική δουλειά και είναι από τους προπονητές που έχουν τεράστιο μέλλον. Ο Μαρκόπουλος μοιάζει ακόμη να μην μπορεί να διαχειριστεί πλήρως το ρόστερ του ΠΑΟΚ, εξ ου και οι μεγάλες διαφοροποιήσεις στα λεπτά συμμετοχής κάποιων παικτών από το ένα ματς στο άλλο. Βέβαια, εδώ που τα λέμε ο ΠΑΟΚ είχε 15/33 βολές, ήτοι 45%. Με τέτοιο ποσοστό σπάνια κερδίζεις ντέρμπι, ενώ σχεδόν 50% να είχε ο ΠΑΟΚ (δηλαδή… 16/33) θα είχε κερδίσει το ματς. Σ’ αυτό δεν φταίει ο Μαρκόπουλος. Ξεκάθαρα.
Η άλλη ομάδα που είναι σε διαφορετικό επίπεδο απ’ ότι πολλοί θα την περίμεναν φέτος είναι το Περιστέρι (βέβαια οι ξένοι του το έδειχναν εξαρχής). Το ματς με τον Ηλυσιακό ήταν κλειστό μέχρι το 35ο λεπτό περίπου και το 56-52. Μετά ακολούθησε ένα 20-6 σε διάστημα 6 λεπτών, που δείχνει δύο πράγματα: την ποιότητα του φετινού Περιστερίου, αλλά και το πόσο ασταθής είναι ο Ηλυσιακός. Πριν από λίγες εβδομάδες μιλούσα με παράγοντα ομάδας της Α1 (δεν θα πω το όνομά του γιατί η συζήτηση ήταν off the record) και μου είπε το εξής: «ξεμπερδέψαμε με την παιδική χαρά που λέγεται Ηλυσιακός και κοιτάμε μπροστά». Αυτό απευθυνόταν στον άναρχο πολλές φορές τρόπο παιχνιδιού της ομάδας, που απέναντι σε σκληρές άμυνες δεν έχει καμία τύχη. Αυτός ο τρόπος παιχνιδιού φταίει πολλές φορές φέτος που ο Ηλυσιακός χάνει την επαφή με το σκορ, γιατί έτσι καμία ομάδα δεν μπορεί να σκοράρει με συνέπεια. Τον τρόπο αυτό παιχνιδιού δείχνουν στο ματς οι μόλις 4 ασίστ του Ηλυσιακού (15 το Περιστέρι). Όσον αφορά το υπόλοιπο αγωνιστικό κομμάτι του παιχνιδιού, απλά μια τεράστια υπόκλιση σε έναν από τους καλύτερους παίκτες (βάζω και τους «αιωνίους» μέσα) της φετινής Α1: ο Τζέιμι Άρνολντ, ψηλός άλλου επιπέδου, είχε 29 πόντους, 15 ριμπάουντ, 4 ασίστ, 6 κερδισμένα φάουλ με 12/14 δίποντα.
Στην επέτειο σχεδόν (ήταν 18/1/2000) των 10 χρόνων από την καλύτερη αμυντική επίδοση στην ιστορία της (εναντίον της Σαβίνσκι στο Σαπόρτα είχε δεχτεί 44 πόντους), η ΑΕΚ παραλίγο να τη γιορτάσει επαναλαμβάνοντας το «44», αλλά από την ανάποδη! Ο Παναθηναϊκός τη διέσυρε στο Ελληνικό, σε ένα ματς που δεν χωρά κριτικής. Η ΑΕΚ δεν είχε τον κόσμο της στο πλευρό της και πολύ γρήγορα έμεινε πίσω, για να καταρρεύσει στη συνέχεια, αφού έδειξε ότι δεν είχε κίνητρο (θέληση, σπρώξιμο και διάθεση) να κυνηγήσει τον αγώνα.
Ο Ομπράντοβιτς έκανε αυτό που αρέσκεται ιδιαίτερα να κάνει απέναντι σε ομάδες χαμηλότερης δυναμικότητας, δηλαδή προσάρμοσε όλη του την άμυνα (αλλά και μεγάλο μέρος της επιθετικής πίεσης της ομάδας του) πάνω σε δύο παίκτες. Ο Γκριν και ο Φράνσις δεινοπάθησαν, σκόραραν μόνο 9 πόντους και οι δύο μαζί, ενώ ο Φράνσις δεχόμενος κατά κύματα επιθέσεις πολύ γρήγορα έφτασε τα 3 φάουλ. Αυτή είναι μια απ’ τις κλασικές συνταγές που χρησιμοποιεί ο Ομπράντοβιτς κατά κόρον στην Α1. Από εκεί και πέρα, με τον Νικολαΐδη να είναι άστοχος και την ΑΕΚ να ψάχνεται ακόμη στο νέο στιλ του Πεδουλάκη, το αποτέλεσμα ήρθε φυσιολογικά. Βέβαια, οι 38 πόντοι διαφοράς είναι πολύ βαρύ σκορ, σίγουρα οι οπαδοί της ομάδας θα ήθελαν να αποφευχθεί, αλλά η αλήθεια είναι ότι η ΑΕΚ δεν έχασε τίποτα στο ματς. Μάλιστα, ξεχρέωσε και μια αγωνιστική κεκλεισμένων των θυρών απέναντι σε έναν αντίπαλο που δεν είχε στο πρόγραμμα να τον κερδίσει (αν σκεφτεί κανείς ότι η τιμωρία ήρθε απέναντι στον… άλλο αντίπαλο που δεν είχε στο πρόγραμμα να κερδίσει, ήταν χαζό εξαρχής το θέμα). Την επόμενη εβδομάδα θέλει νίκη η ΑΕΚ (για να μην πω ότι πρέπει να κερδίσει τα 3 επόμενα ματς της).
Απ’ την άλλη πλευρά ο Ομπράντοβιτς έδωσε χρόνο σε όλους, ενώ η εξέλιξη του αγώνα έδωσε την ευκαιρία σε όσους επέστρεφαν από τραυματισμό να βρουν τα πατήματά τους χωρίς να πιεστούν, κάτι που… σπάνια γίνεται σε αντίστοιχες περιπτώσεις.