Το ματς του Ηλυσιακού με το Μαρούσι ήταν περίεργο, καθώς από τη μία βρισκόταν μια από τις πλέον φερέγγυες ομάδες της Ευρώπης, που όμως μετρούσε τρεις συνεχόμενες ήττες (Παναθηναϊκό, ΠΑΟΚ, Παρτιζάν) και απ’ την άλλη μια μέτρια ομάδα, που όμως πλέον παίζει σε κάθε ματς την κατηγορία.
Το Μαρούσι έκανε μακράν το χειρότερο παιχνίδι του φέτος και δικαιολογημένα έχασε. Για 40 λεπτά οι παίκτες του Γιώργου Μπαρτζώκα βρίσκονταν εκτός τόπου και χρόνου, αγωνίζονταν χωρίς καμία λογική, χωρίς ηρεμία, χωρίς τη σωστή οργάνωση στο παιχνίδι τους. Ο Ηλυσιακός είχε χρυσή ευκαιρία να πάρει την αναμέτρηση, ευκαιρία την οποία δεν άφησε να πάει χαμένη.
Με ηγέτη τον μεγάλο Βοντίγκο Κάμινγκς, ο Ηλυσιακός έφτασε στην 4η νίκη του και έκανε Τρίκαλα, ΑΕΚ και Καβάλα να ανησυχούν ξανά για τη μάχη της παραμονής, (ιδίως με το πρόγραμμα που έχει η ομάδα του Κουφού στη συνέχεια) αφού η νίκη του ήταν ξεκάθαρα εκτός προγράμματος (και κανείς άλλος δεν είχε υπολογίσει ότι η ομάδα του Κουφού θα την έπαιρνε).
Σε ένα κακό ματς, το Μαρούσι ήταν το χειρότερο. Με 19 λάθη, 30% στα τρίποντα και το απογοητευτικό 40% στις βολές, οι «κιτρινόμαυροι» δεν είχαν τύχη. Οι 14/35 βολές είναι αριθμός άθλιος και οι 21 χαμένοι πόντοι ξεκάθαρα στοίχισαν τη νίκη περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Όταν κερδίζεις 25 φάουλ, όταν πηγαίνεις συνολικά 35 φορές στις βολές, δηλαδή 10 φορές περισσότερες από τον αντίπαλό σου και τελικά σκοράρεις… 4 πόντους λιγότερους από τις βολές (18/25 ο Ηλυσιακός) με το ματς να τελειώνει στους 5 πόντους, ε, δεν χρειάζεται να είναι κανείς πυρηνικός φυσικός για να καταλάβει τι έφταιξε που έχασες.
Το Μαρούσι ήταν μια από τις σπάνιες φορές που έχασε εύκολα τη διαφορά που πήρε στο πρώτο μέρος (στο 16΄ ήταν στο +8), ενώ στην επανάληψη κυνηγούσε για 20 λεπτά, χωρίς καν να ισοφαρίσει έστω μία φορά. Ο Ηλυσιακός κέρδισε καθαρά και απόλυτα δίκαια. Ο Κάμινγκς ήταν καταπληκτικός, ενώ πάρα πολύ καλός ήταν και ο Κάρτερ. Τέλος, η ενέργεια του Χόμαν στο τέλος είναι, προφανώς, κατακριτέα και παράλογη (και η αρχική και μετά στη φυσούνα) και, θεωρώ, ότι θα πρέπει να τιμωρηθεί και με περαιτέρω αγωνιστικές, όχι απλά με το αδιάφορο (εκείνη τη χρονική στιγμή) ντεσκαλιφιέ που δέχτηκε στο ματς. Επειδή φτάσαμε κοντά στο να δούμε φαινόμενα… Αβλέεφ, θα πρέπει η διοργανώτρια αρχή να τιμωρήσει τον παίκτη, ώστε ο επόμενος να το σκεφτεί περισσότερο όταν «θολώσει».
Στο ΟΑΚΑ, ο Παναθηναϊκός κέρδισε τον Ολυμπιακό μετά από ένα ιδιαίτερα θεαματικό και όμορφο παιχνίδι., διαφήμιση για το ελληνικό μπάσκετ. Θεωρώ το αποτέλεσμα απόλυτα φυσιολογικό με βάση τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε ο αγώνας, ενώ δεν το θεωρώ καν ιδιαίτερα σημαντικό για το πρωτάθλημα, τηρουμένων πάντα των αναλογιών. Γι’ αυτό άλλωστε ξεκίνησα και με το ματς του Ηλυσιακού, του οποίου τη νίκη θεωρώ πιο σημαντική.
Τα δεδομένα ήταν τα εξής: από τη μια πλευρά ο Ολυμπιακός ξέρει ότι έως το τέλος της χρονιάς θέλει μια νίκη στο ΟΑΚΑ για να πάρει τον τίτλο (είτε στην κανονική περίοδο για να έχει το πλεονέκτημα, είτε σε έναν από τους 3 τελικούς εφόσον δεν το έχει, όπως όλα δείχνουν πια). Οι «ερυθρόλευκοι» έπαιζαν χωρίς τον Μπουρούση και χωρίς τον καλύτερό τους παίκτη και τον πιο βασικό στον τρόπο παιχνιδιού τους. Απ’ την άλλη, ο Παναθηναϊκός έπαιζε αγώνα επιβίωσης με βάση τη διαμορφωμένη κατάσταση, αφού δεν έχει άλλους στόχους. Είναι ομαδάρα και έπαιζε με πληγωμένο εγωισμό και για πρώτη φορά με αμφισβήτηση. Έχασε πριν από 7 μέρες από τον Ολυμπιακό και ήταν εκ των πραγμάτων πολύ δύσκολο να ξαναχάσει μέσα σε τόσο μικρό διάστημα δεύτερη φορά.
Από όλους τους λόγους θεωρώ σημαντικότερο την απουσία του Κλέιζα, που ουσιαστικά «πλήγωσε» τον Ολυμπιακό περισσότερο. Θεωρώ ότι μετά από αυτό το ματς ακόμη και όσοι άνοιξαν… κατά λάθος τις τηλεοράσεις τους θα κατάλαβαν γιατί ο Γιαννάκης αφήνει τον Κλέιζα τόση ώρα στο παρκέ ανεξαρτήτως αν σκοράρει ή αν είναι καταπληκτικό ή όχι. Ο Λιθουανός φτιάχνει το παιχνίδι για όλη την περιφέρεια, απελευθερώνοντας τους πάντες, από τον Τεόντοσιτς μέχρι τον Παπαλουκά και από τον Πεν ως τον Χαλπερίν, ενώ παίζοντας στο «4» και μακριά από το καλάθι, αφήνει χώρους και διαδρόμους για τον Τσίλντρες και τον εκάστοτε σέντερ. Αυτό έλειψε πάρα πολύ από τον Ολυμπιακό, χωρίς να έχει τη δυνατότητα να το καλύψει, αφού η απουσία ήταν έκτακτη και ουσιαστικά αποφασίστηκε τη μέρα του αγώνα.
Το ματς πιστεύω ότι το πήγαν σχετικά καλά και οι δύο προπονητές. Ο Ομπράντοβιτς θα μπορούσε να έχει κάνει καλύτερη διαχείριση των ψηλών (και ιδίως του Πέκοβιτς που τον έβαζε με 3 φάουλ σε λάθος στιγμές), ώστε να γλιτώσει τη μεγάλη φθορά, ενώ ο Γιαννάκης θα έπρεπε να έβαζε χέρι στους παίκτες του στο πρώτο ημίχρονο, για τη γενική χαλαρότητα στην περιφερειακή άμυνα.
Από εκεί και πέρα, ο Γιαννάκης επέμεινε στο πολύ καλό στιλ παιχνιδιού του Ολυμπιακού, που του έδινε συνεχείς εύκολους πόντους από τη ρακέτα και έφτασε το ματς να είναι ντέρμπι στο τέλος. Μάλιστα, παρότι λίγοι το κατάλαβαν, ο Ολυμπιακός έχασε τον αγώνα για τρία εντελώς ελεύθερα τρίποντα (Χαλπερίν από γωνία, Βασιλόπουλος από κορυφή και Τσίλντρες). Η ηρεμία που αρχίζει να δείχνει ο Ολυμπιακός στο παιχνίδι του ακόμη κι όταν μένει πολύ πίσω είναι άλλο ένα στοιχείο που πρέπει να πιστωθεί στον Γιαννάκη.
Απ’ την άλλη, ο Ομπράντοβιτς έπρεπε να διαχειριστεί τη φθορά στους ψηλούς, όπου ο Παναθηναϊκός είχε τεράστιο πρόβλημα λόγω του Σχορτσανίτη και του Τσίλντρες, κυρίως. Το έκανε όσο καλύτερα μπορούσε, κατέβασε το ρυθμό του αγώνα (κάτι που και ο Ολυμπιακός ήθελε ουσιαστικά όσο ήταν πολύ πίσω), με αποτέλεσμα να μειωθούν οι επιθέσεις του Ολυμπιακού και να «αντέξουν» οι ψηλοί. Σε αυτό μεγάλο μερίδιο έχει ο Σπανούλης που ήταν πολύ καλός οργανωτικά και στον έλεγχο του ρυθμού (ο Παναθηναϊκός φέτος δυσκολεύεται γενικά να ελέγξει το ρυθμό του ματς). Επίσης, βλέποντας σε τόσο καλή μέρα τους Διαμαντίδη και Νίκολας, περιέστρεψε όλες τις επιθέσεις γύρω τους και δικαιώθηκε ως το τέλος. Ο Διαμαντίδης έκανε καταπληκτικό παιχνίδι, μετά από πολύ καιρό, ενώ ο Νίκολας… ξεμπούκωσε, δείχνοντας σε όλους ότι όταν ένας τόσο μεγάλος σουτέρ είναι στη βραδιά του, τίποτα δεν μπορεί να τον σταματήσει.Πάντως, αν πρέπει να ξεχωρίσουμε κάποιον, αυτός είναι ο Διαμαντίδης. Με 26 πόντους, 11 ασίστ, 7 ριμπάουντ, μόλις 1 λάθος, 8 κερδισμένα φάουλ και 48 ranking (!) το… τερμάτισε σε μια μοναδική παράσταση. Ο Νίκολας ήταν αλάνθαστος με 4 ασίστ και 27 πόντους για τους οποίους χρειάστηκε 15 μόνο σουτ, πράγμα σπάνιο! Μάλιστα, όταν έφτασε τους 27 πόντους είχε κάνει μόνο 12 σουτ (μετά έχασε άλλα 3 τρίποντα) έχοντας αστοχήσει σε 2 από αυτά!
Ο Ολυμπιακός έπαιξε πιο ορθολογικά, πέρασε την μπάλα στο καλάθι, είχε σωστές επιλογές, αλλά οι περιφερειακοί του ήταν σε… μαύρη βραδιά και παρέπαιαν: Τεόντοσιτς, Παπαλουκάς, Πεν και Χαλπερίν έδειξαν πόσο σημαντικός είναι ο Κλέιζα, ώστε να γίνονται όλοι οι υπόλοιποι… μάγκες στον αγώνα με ανοιχτούς διαδρόμους και ελεύθερα σουτ.
Χωρίς τον πονοκέφαλο του Κλέιζα, ο Ομπράντοβιτς έκλεισε καταπληκτικά τους περιφερειακούς του Ολυμπιακού, αλλά δεν είχε λύση για τους ψηλούς και τον Τσίλντρες. Ο Τσίλντρες ήταν ο καλύτερος του Ολυμπιακού (26 πόντοι, 7 ριμπάουντ, 7 κερδισμένα φάουλ, 2 τάπες, 33 ranking), αλλά δεν έφτανε. Το καλύτερο φετινό του (και… περσινό και προπέρσινο) παιχνίδι έκανε ο Σχορτσανίτης, με τον Βούισιτς και τον Μαυροκεφαλίδη να είναι εξίσου καλοί. Οι τρεις ψηλοί είχαν 43 πόντους με 14/19 δίποντα (74%), 16 κερδισμένα φάουλ (και άλλα 7 ο Τσίλντρες) και 15/18 βολές. Εκεί θέλησε να πάει ο Γιαννάκης το ματς βλέποντας το πρόβλημα στην περιφέρεια, αλλά το αποτέλεσμα ήταν «πράσινο». Λογικό, αφού ανάμεσα σε ισοδύναμες ομάδες που παίζουν και οι δύο καλά, νικήτρια βγαίνει αυτή που έχει ένα αστέρι της στην καλύτερη μέρα. Και ο Διαμαντίδης ήταν… δυο ορχήστρες μόνος του στο ματς.
Τέλος, θα θέλαμε να σχολιάσουμε τη στάση των παικτών απέναντι στους διαιτητές. Οι παίκτες και των δύο ομάδων μπήκαν με εμφανή διάθεση να μην διαμαρτύρονται στα σφυρίγματα και μέχρι τα μισά της δεύτερης περιόδου αυτό ίσχυσε απόλυτα σχεδόν (και συνεχίστηκε ως το ημίχρονο). Όμως, δυστυχώς, η διαιτησία ήταν ξανά τραγελαφική, με δυσανάλογα σφυρίγματα (εναντίον και των δύο), παράλογες αποφάσεις και πολλά, πολλά, πολλά λάθη και στις δύο πλευρές. Οπότε, μέσα στην ένταση του ματς, ήρθε ο εκνευρισμός τους παίκτες και στην τέταρτη περίοδο και οι 10 που ήταν στο παρκέ κάθε στιγμή, και οι δύο προπονητές, αλλά και οι δύο πάγκοι διαμαρτύρονταν σε κάθε σφύριγμα. Από τις λίγες φορές που θεωρώ ότι το φταίξιμο είναι όλο στους διαιτητές για την κατάσταση αυτή, γιατί κυριολεκτικά έδωσαν ρεσιτάλ λαθών.