Η πορεία της προς το καλάθι, που έκανε πολλούς να ανασηκωθούν από την καρέκλα τους βλέποντας ότι πλησίαζε σωστά και πήγαινε να μπει ήταν το αποκορύφωμα ενός πολύ καλού τουρνουά NCAA, πιθανότατα του καλύτερου των τελευταίων χρόνων. Εξάλλου είχε όλα τα συστατικά για να είναι επιτυχία. Είχε έναν γίγαντα αλλά κι ένα αουτσάιντερ που συνέχιζε παρά τα προγνωστικά (αουτσάιντερ με βάση το μέγεθος του κολεγίου, όχι την αξία της ομάδας του), είχε έναν τελικό ντέρμπι (31 από τα 40 λεπτά οι δύο ομάδες βρίσκονταν σε απόσταση ενός σουτ) κι ένα φινάλε θρίλερ. Είχε και 71.000 κόσμο στις εξέδρες. Είχε και την απαραίτητη απόφαση που μπορούσε να κοστίσει με τους κλασικούς «μετά Χριστόν προφήτες», με τον Σιζέφσκι να ζητάει από τον παίκτη του να χάσει τη δεύτερη βολή στο 59-61, ακριβώς για να μην μπορέσει το Μπάτλερ να οργανώσει επίθεση, αλλά να πετάξει την μπάλα από το κέντρο.
Οι Αμερικάνοι, όπως πάντα υπερβολικοί, μίλησαν για το παραλίγο (επειδή ήταν άστοχο το σουτ) καλύτερο τέλος στην ιστορία των ομαδικών σπορ. Εντάξει, ας μην το τραβάμε απ’ τα μαλλιά, καμία σχέση. Πάντως, το τουρνουά έφερε ξανά στο προσκήνιο το NCAA, το οποίο τα τελευταία χρόνια είχε γίνει τσίρκο παικτών που ήθελαν να δείξουν το ταλέντο τους κι έπαιζαν ένα εντελώς άναρχο μπάσκετ, επιπέδου παιδικής χαράς και είχαν φτάσει το επίπεδο στο ναδίρ.
Καθόλου τυχαία, οι δύο ομάδες του φετινού τελικού ήταν οι δύο που επέμεναν στο οργανωμένο μπάσκετ, που είχαν συστήματα και προσπαθούσαν να δείξουν κάτι παραπάνω από τα γνωστά… τουρλουμπούκια των τελευταίων χρόνων. Το Μπάτλερ με πιο απλά συστήματα, που ευνοούν το γρήγορο μπάσκετ, προσπαθούσε να γυρίζει την μπάλα, τροφοδοτώντας κυρίως τους ψηλούς (Χάουαρντ) ή αφήνοντας την μπάλα στα χέρια του Χέιγουορντ για να φτιάξει το παιχνίδι. Όποτε το σύστημα έμπλεκε, συνήθως μπλέκονταν και οι παίκτες του Μπάτλερ, με αποτέλεσμα να χάνονται οι επιθέσεις, αλλά σε γενικές γραμμές όλοι είχαν στο μυαλό τους ότι το μπάσκετ είναι ομαδικό άθλημα και προς αυτή την κατεύθυνση κινούνταν. Όταν έπεφτε σύρμα από τον πάγκο οι ποικιλίες εκμηδενίζονταν και η προσήλωση στα λόγια του προπονητή ήταν ζηλευτή (χαρακτηριστικό παράδειγμα τα πρώτα λεπτά του ματς με την οδηγία να πηγαίνει κάθε επίθεση στον Χάουαρντ).
Απ’ την άλλη, το Ντιουκ είχε πιο πολύπλοκα συστήματα, πολλή κίνηση στην επίθεση, κίνηση που συχνά προκαλούσε αδικαιολόγητη συμφόρηση όταν ένας από τους πέντε είτε ξεχνιόταν είτε «έχανε» τη φάση, αλλά έδειχνε από πάνω ως κάτω ομάδα. Ο Σιζέφσκι είχε καταφέρει να έχει στο παρκέ 5 στρατιώτες, που θα προσπαθούσαν σε κάθε φάση να βγάλουν το σύστημα που εκείνος είχε στο μυαλό του. Οι Αμερικάνοι υπερτόνισαν το γεγονός ότι ο Σιζέφσκι δεν είπε καμία φορά μέσα στη χρονιά στην ομάδα του ότι είναι «great team» παρά μόνο μετά τον τελικό. Ίσως ο δυναμίτης έλειπε από το Ντιουκ, αλλά είχε τη σωστή νοοτροπία για να παίξει μπάσκετ και να νικήσει. Γι’ αυτό και έφτασε εκεί που έφτασε.
Ο Σιζέφσκι έφτασε κι αυτός στον 4ο τίτλο του, περνώντας τον Νάιτ και φτάνοντας στη δεύτερη θέση τον Ραπ, πολύ πίσω βέβαια από τον απόλυτο θρύλο του UCLA, Τζον Γούντεν. Σίγουρα μεγάλη τιμή για τον Σιζέφσκι, που εδώ και 2 χρόνια περνάει πιθανότατα τις καλύτερες στιγμές της καριέρας του.
Μπορεί κανείς από όσους πάτησαν παρκέ στον τελικό να μην προβλέπεται πως θα είναι στα πρώτα 20 νούμερα του φετινού ντραφτ (με βάση τα διάφορα mock drafts), αλλά αυτό δεν πάει να πει ότι λείπουν οι ενδιαφέρουσες περιπτώσεις. Κοιτώντας τον τελικό, αν έπρεπε να ξεχωρίσω κάποιον παίκτη, αυτός θα ήταν ξεκάθαρα ο Γκόρντον Χέιγουορντ. Ο Χέιγουορντ έχει όλα τα φόντα αν δουλέψει να φτάσει στο επίπεδο του Τσακ Έιντσον. Έχει πάρα πολύ καλή τεχνική, αξιοπρόσεχτα καλό χειρισμό μπάλας στην ντρίμπλα (για το ύψος του και τη χώρα καταγωγής του) και δείχνει να μπορεί να διαβάσει καλά το παιχνίδι. Αν δουλέψει, τότε θα μας απασχολήσει τα επόμενα χρόνια. Το ίδιο θα κάνει και ο Κάιλ Σίνγκλερ του Ντιουκ, που επίσης έχει καλά στοιχεία και μοιάζει κοντρολαρισμένος. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν κι άλλοι με καλά στοιχεία (Μακ, Ζούμπεκ, Χάουαρντ, κ.α.).
Συνολικά, το φετινό τελικό τουρνουά έδωσε στο NCAA μερική από τη χαμένη παλιά του μπασκετική λάμψη, λάμψη που δεν είχαν καταφέρει να δώσουν μεγάλοι αστέρες του σήμερα περνώντας από κολέγια, λάμψη που φάνηκε όταν οι ομάδες (έστω οι λίγες που το έκαναν) άρχισαν να παίζουν ξανά οργανωμένο μπάσκετ. Και όσες το έκαναν δικαιώθηκαν.