Μιλήσαμε χτες για τον πρώτο μαύρο παίκτη που έπαιξε σε αγώνα του NBA και ήταν η απαρχή της μείωσης του διαχωρισμού ανάμεσα σε μαύρους και λευκούς στα σπορ. Ο Ερλ Λόιντ έγραψε ιστορία, όπως και ο Τζάκι Ρόμπινσον στο μπέιζμπολ. Ο Ρόμπινσον το 1947 και ο Λόιντ το 1950. Από τότε έχουν περάσει 60 χρόνια και ο κόσμος (θεωρητικά και πρακτικά) έχει κάνει αρκετά βήματα στο θέμα του ρατσισμού. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από το 1966 όταν οι Χάσκινς έγιναν η πρώτη ομάδα που παρατάχθηκε με «μαύρη» πεντάδα στον τελικό του NCAA απέναντι στο «λευκό» Κεντάκι και συντάραξε τον κόσμο του μπάσκετ και έχει μείνει ως η στιγμή που τα κολέγια άρχισαν να σταματούν τη φυλετική διάκριση στο μπάσκετ.
Όμως, έχουν εξαλειφθεί τα σημάδια του ρατσισμού από τον αθλητισμό και το NBA; Με μια πρώτη ματιά θα έλεγε κανείς πως ναι, αφού το NBA είναι το άθλημα με τους περισσότερους μαύρους παίκτες (περίπου το 82% των παικτών, όπως είπαμε και χτες), αλλά και τους περισσότερους μαύρους προπονητές κατά παράδοση σε σχέση με τα υπόλοιπα επαγγελματικά σπορ στις Η.Π.Α..
Όμως, ακόμη και το 2010 τα ίχνη του ρατσισμού δεν έχουν σβηστεί τελείως από τα γήπεδα. Σε έναν κόσμο που θέλει να βαυκαλίζεται ότι προοδεύει και μαθαίνει από τα λάθη του, ομοσπονδιακός δικαστής αναγκάστηκε να επαναφέρει εντολή του 1970 (πριν από 40 χρόνια δηλαδή!) προς σχολεία του Μισισίπι ώστε να τους απαγορεύσει να κάνουν φυλετικές διακρίσεις.
Πραγματικά, ανατριχιάζει κάποιος όταν οι λέξεις «Μισισιπής» και «φυλετικός ρατσισμός» βρίσκονται ξανά μαζί στην ίδια πρόταση, αλλά δυστυχώς ο άνθρωπος δεν μαθαίνει από το παρελθόν. Περισσότεροι από 300 λευκοί μαθητές μεταφέρθηκαν τον τελευταίο χρόνο σε ένα σχολείο έξω από τα επιτρεπτά γεωγραφικά όρια (με βάση την κατοικία τους), ώστε να μην είναι με μαύρους. Επίσης, 3 δημοτικά σχολεία έφτιαξαν τάξεις με μόνο μαύρα ή μόνο λευκά παιδιά. Η απόφαση του 1970 (με την οποία είχαν αναγκαστεί να πειθαρχήσουν όλα τα σχολεία) είχε αποσυρθεί στο ντουλάπι το 2007 γιατί θεωρήθηκε ότι πια δεν ήταν απαραίτητη. Όμως, μόλις 3 χρόνια αργότερα, ομοσπονδιακός δικαστής αναγκάστηκε να την επαναφέρει και να απευθύνει σκληρή σύσταση προς τα σχολεία, να διαλύσουν τις εν λόγω τάξεις, να κάνουν νέα κατανομή των παιδιών και το 2010-11 να ετοιμαστούν για σκληρές κυρώσεις αν επαναληφθεί η ίδια κατάσταση.
Τι σχέση έχει αυτό με ένα πρωτάθλημα που 4 στους 5 παίκτες είναι μαύροι; Δύο μελέτες, η μία του 1985-86 (που επαναλήφθηκε το 2005-06) και μία της τελευταίας τριετίας (μελετώντας 14 σεζόν συνολικά) αναδεικνύουν ότι θέματα ρατσισμού υπάρχουν ακόμη στο NBA και, βέβαια, στην κοινωνία που το περιστοιχίζει.
Η πρώτη μελέτη μελετά το κατά πόσο υπάρχει ρατσισμός απέναντι στους μαύρους από τις ομάδες και τους οπαδούς και τα ευρήματά της αναφέρουν με σιγουριά ότι είναι παρών. Φαινομενικά όλα μοιάζουν ιδανικά, το 1985-86 οι 3 πιο ακριβοπληρωμένοι παίκτες του NBA ήταν μαύροι (Μάτζικ, Τζαμπάρ, Μόουζες Μαλόουν), ενώ το ίδιο συνέβαινε και το 2005-06, όταν οι 4 πιο ακριβοπληρωμένοι παίκτες ήταν και πάλι μαύροι (Σακίλ, Ουέμπερ, Φίνλεϊ, Γκαρνέτ).
Όμως, οι περισσότεροι φίλαθλοι είναι λευκοί. Οι παίκτες στο μπάσκετ είναι πολύ πιο «ορατοί» απ’ ότι στα άλλα σπορ, καθώς και τα γήπεδα είναι μικρότερα και οι κάμερες ζουμάρουν περισσότερο. Η μελέτη έδειξε ότι με τους ταλαντούχους λευκούς παίκτες να είναι αρκετά λιγότεροι συγκριτικά, οι ιδιοκτήτες ομάδων «μονομαχούν» για να υπογράψουν τους υπάρχοντες λευκούς με αποτέλεσμα να ανεβαίνει ο μισθός τους δυσανάλογα με την προσφορά τους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μια διαφορά της τάξης του 20% στους μισθούς ανάμεσα σε λευκούς και μαύρους (υπέρ των λευκών εννοείται). Μελέτη πάνω στην προσέλευση του κόσμου έδειξε ότι αν αντικαταστήσουμε σε μια ομάδα έναν μαύρο παίκτη με έναν λευκό (θεωρητικά) ίσης αξίας και ταλέντου, τότε ο λευκός θα φέρει κατά μέσο όρο 9.000 περισσότερους θεατές στις εξέδρες το χρόνο απ’ ότι ο μαύρος (με τις συντεταγμένες της περιοχής, της πορείας στο πρωτάθλημα και της αγοράς να μένουν ίδιες)!
Η πρώτη αυτή έρευνα έρχεται να συμπληρωθεί από μια δεύτερη που αφορά στους διαιτητές και την αναζήτηση ρατσιστικών συμπεριφορών στον τρόπο που σφυρίζουν. Η διασπορά (κανένας διαιτητής δεν σφυρίζει πάνω από 9 φορές την ίδια ομάδα, κανένας δεν σφυρίζει στην ίδια πόλη δύο φορές εντός 14 ημερών) και η ποσότητα των αγώνων (αλλά και η ταχύτητα των σφυριγμάτων, που σπάνια περνούν από σκέψη και ανάλυση πριν γίνουν) κάνουν την έρευνα αρκετά αξιόπιστη και πλήρη.
Σύμφωνα με τα ευρήματα, όταν οι διαιτητές είναι διαφορετικού χρώματος από έναν παίκτη, ο παίκτης κατά μέσο όρο κερδίζει 4% λιγότερα φάουλ και σκοράρει 2,5% λιγότερο απ’ ότι όταν τα σφυρίγματα προς αυτόν προέρχονται από διαιτητές του ίδιου χρώματος.
Αυτό διαβάζεται με δύο τρόπους, με αμφότερους να εμφανίζονται στα αποτελέσματα της έρευνας. Πρώτον, ότι οι διαιτητές έχουν πιο θετική αντιμετώπιση προς τους παίκτες της ίδιας φυλής και πιο αρνητική προς εκείνους άλλης φυλής. Απ’ την άλλη σημαίνει ότι και από την πλευρά των παικτών ο τρόπος επικοινωνίας και οι αντιδράσεις τους είναι διαφορετικά όταν έχουν απέναντί τους διαιτητές του ίδιου χρώματος.
Η έρευνα, επίσης, έδειξε ότι το τελικό αποτέλεσμα ενός αγώνα επηρεάζεται από το χρώμα των παικτών που παίζουν στο παρκέ σε σχέση με το χρώμα των διαιτητών. Για να γίνει αυτό εύκολα κατανοητό: αν σε ένα ματς μια ομάδα παίξει 15% λιγότερο χρόνο από την αντίπαλό της με μαύρους παίκτες, τότε, αν οι διαιτητές είναι όλοι μαύροι, έχει 3% λιγότερες πιθανότητες να κερδίσει, απ’ ότι αν όλοι οι διαιτητές είναι λευκοί. Πρέπει να συμπληρώσουμε ότι με τη μελέτη αυτή διαφώνησαν αρκετοί παίκτες του NBA, λέγοντας ότι οι διαιτητές του άλλου χρώματος δεν τους συμπεριφέρονται ρατσιστικά (όμως, η ίδια η μελέτη αναφέρει ότι παίρνει περισσότερη αξία επειδή η ταχύτητα των σφυριγμάτων ουσιαστικά κάνει τη συμπεριφορά υποσυνείδητη και όχι συνειδητή).
Αυτά τα ευρήματα μόνο ασήμαντα δεν είναι ανεξαρτήτως αν πείθουν πλήρως ή όχι, και δείχνουν πώς είναι ακόμη βαθιά ριζωμένος ο ρατσισμός (πολλές φορές και σε υποσυνείδητο επίπεδο) στη ζωή μας και στον αθλητισμό.
Νίκος Κουσούλης
Υ.Γ.: Θα συνεχίσουμε την αναφορά μας στο θέμα την επόμενη με ένα άρθρο για ένα «ιδιαίτερο» παιχνίδι κολεγιακού μπάσκετ.