Στα δύο προηγούμενα άρθρα για τον ρατσισμό στο μπάσκετ, είδαμε τον πρώτο μαύρο παίκτη που έπαιξε στο NBA, αλλά και προβληματιστήκαμε με τις μελέτες που αναγνωρίζουν την ύπαρξη λανθάνοντα ρατσισμού στο άθλημα ακόμη και σήμερα.
Σε αυτό το άρθρο θα ταξιδέψουμε 66 χρόνια πίσω, στο 1944, όταν ο διαχωρισμός μαύρων και λευκών ήταν τόσο σκληρός και απόλυτος που κανείς δεν είχε διανοηθεί να τον σπάσει. Ή μήπως όχι;
Θα ταξιδέψουμε στο κλειστό γυμναστήριο του «Πανεπιστημίου για Νέγρους της Βόρειας Καρολάινα» όπου έλαβε χώρα ο πρώτος αγώνας ανάμεσα σε λευκή και μαύρη ομάδα κολεγίων που έγινε ποτέ στον ρατσιστικό αμερικανικό Νότο, ο λεγόμενος και «Μυστικός Αγώνας». Κανείς πέρα από τις δύο ομάδες κι έναν δημοσιογράφο δεν ήξερε γι’ αυτόν τον αγώνα μέχρι και το 1996 όταν ο Σκοτ Έλσγουορθ έγραψε στους Νιου Γιορκ Τάιμς για το ματς μετά από πολύμηνη έρευνα που ξεκίνησε με τη βοήθεια του προπονητή του κολεγίου της Καρολάινα, Τζον ΜακΛέντον (την ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ιστορία του θα τη δούμε σε άλλο άρθρο).
Για να βάλουμε στη σωστή τους υπόσταση τα όσα θα ακολουθήσουν, καλό θα ήταν να αναφερθούμε σε δύο (από τα χιλιάδες) γεγονότα της περιόδου εκείνης, που δείχνουν ποια ήταν η θέση των μαύρων ακόμη στην αμερικανική κοινωνία του Νότου και πόσο βαθιά ριζωμένος ήταν ο ρατσισμός και ο διαχωρισμός.
Στον Νότο μαύροι και λευκοί παρακολουθούσαν διαφορετικά σχολεία, θάβονταν σε ξεχωριστά νεκροταφεία, οι μαύροι όταν ψώνιζαν σε κατάστημα που το είχε λευκός (και άρα θα μπορούσαν να ψωνίζουν και λευκοί) απαγορευόταν να δοκιμάζουν τα ρούχα, ενώ, βεβαίως, δεν τους επιτρεπόταν να τρώνε σε «λευκά» εστιατόρια. Από τις εφημερίδες της εποχής βλέπουμε ότι όταν ένας λευκός (από το Βορρά) έφαγε σε «μαύρη» καφετέρια φυγαδεύτηκε από την πόλη για να μην συλληφθεί, όταν μια 16χρονη μαύρη το 1943 άργησε να πάει στο βάθος του λεωφορείου (που προοριζόταν για τους μαύρους, χωρισμένο με ένα σκοινί από το υπόλοιπο) που επέβαινε, μεταφέρθηκε στη φυλακή και όταν το έκανε το 1944 ένας μαύρος στρατιώτης των Η.Π.Α., ο οδηγός του λεωφορείου τράβηξε όπλο και τον σκότωσε. Οι ένορκοι (όλοι άσπροι, όπως και κάθε άλλη φορά) τον αθώωσαν μέσα σε 20 λεπτά.
Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί μέσα στο κλίμα αυτό έναν αγώνα κολεγιακού μπάσκετ ανάμεσα σε μια «λευκή» και μια «μαύρη» ομάδα κολεγίων; Οι Eagles του κολεγίου της Καρολάινα για «Νέγρους» εκείνη τη σεζόν είχαν χάσει ένα μόνο ματς και πολλοί ήταν εκείνοι που τους θεωρούσαν την καλύτερη ομάδα της χώρας. Όμως, δεν υπήρχε τρόπος για να ελεγχθεί αυτό, αφού ούτε το NCAA ούτε το NIT επέτρεπαν σε ομάδες με μαύρους να αγωνιστούν στη λίγκα.
Το πανεπιστήμιο του Ντιουκ είχε πάρα πολλές μετεγγραφές με τον πόλεμο σε πολλά από τα τμήματά του και έφτασε στο σημείο σχεδόν κάθε τμήμα του να έχει πολύ καλή ομάδα μπάσκετ. Παρότι κανείς από την «Ιατρική Σχολή του Ντιουκ» δεν ήταν στην ομάδα μπάσκετ του κολεγίου που έπαιζε στο NCAA, όλοι στο πανεπιστήμιο τη θεωρούσαν την καλύτερη και πιο ταλαντούχα ομάδα.
Μέλη της Χ.Α.Ν. και από τα δύο κολέγια συνήθιζαν να συναντιούνται κρυφά εκείνη την περίοδο, σε μεικτές συναντήσεις λευκών και μαύρων. Οι συναντήσεις λευκών με μαύρους ήταν παράνομες και όλοι ρίσκαραν το ενδεχόμενο φυλάκισης ή χειρότερα. Σε μια από αυτές τις συναντήσεις ένας φοιτητής από το κολέγιο των μαύρων υποστήριξε ότι η δική τους ομάδα μπάσκετ ήταν η καλύτερη. Τελικά, έβαλαν στοίχημα για το ποιος ήταν ο καλύτερος κι έτσι γεννήθηκε η ιδέα για τον πρώτο μεικτό αγώνα μπάσκετ στο Νότο.
Ο ΜακΛέντον δέχτηκε αμέσως όταν το έμαθε, καθώς είχε εκνευριστεί που το NCAA δεν άφηνε την ομάδα του συμμετέχει στα τουρνουά και ήθελε έναν «άτυπο τελικό» με μια ομάδα λευκών. Τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα για το πανεπιστήμιο του Ντιουκ, καθώς πέραν του Τζακ Μπέρτζις, που ερχόταν από τον Βορρά και είχε αγωνιστεί ξανά εναντίον μαύρων, για όλους τους άλλους ήταν πρωτόγνωρο. Τελικά, οι υπόλοιποι πείστηκαν, περισσότερο στη λογική «μπορούμε να κερδίσουμε, ας το αποδείξουμε». Μάλιστα, κάποιοι από τους παίκτες δεν ήξεραν καν τι γινόταν, απλά έμαθαν ότι είχαν αγώνα, χωρίς να τους ενημερώσουν με ποιον.
Το παιχνίδι ορίστηκε να γίνει Κυριακή πρωί στις 11:00, στις 12 Μαρτίου του 1944. Η ημέρα επιλέχτηκε γιατί οι περισσότεροι θα ήταν στην εκκλησία, συμπεριλαμβανομένων και των αστυνομικών. Οι μαύροι αθλητές δεν μπορούσαν να περάσουν απαρατήρητοι στο κολέγιο του Ντιουκ, οπότε έπρεπε ο αγώνας να γίνει στο γυμναστήριο των Eagles. Όταν η ομάδα της Ιατρικής του Ντιουκ, ο διαιτητής και ο επίσημος χρονομέτρης έφτασαν εκεί, ο ΜακΛέντον κλείδωσε το γυμναστήριο από μέσα και κανείς άλλος δεν μπήκε. Οι παίκτες ταξίδεψαν κάνοντας το γύρο της πόλης για να μην τους ακολουθήσει κανείς, ενώ καθ’ όλη τη διαδρομή βρίσκονταν ξαπλωμένοι στα αυτοκίνητα για να μην τους δουν από τα παράθυρα. Από το αυτοκίνητο ως το γήπεδο, κρατούσαν κουκουλωμένα τα πρόσωπά τους με τα μπουφάν τους.
Ο ΜακΛέντον ρίσκαρε την καριέρα του, καθώς αν αυτό μαθευόταν αργότερα, τότε σίγουρα θα τον απέλυαν, ενώ αν γινόταν γνωστό κατά τη διάρκεια του ματς, τότε είναι πολύ πιθανό και να τον σκότωναν. Στην αρχή οι παίκτες των δύο ομάδων ήταν φοβισμένοι, οι μεν μαύροι γιατί (όπως είπε ο Όμπρι Στάνλεϊ των Eagles) «δεν είχαμε παίξει ποτέ εναντίον λευκών. Δεν ξέραμε τι θα γινόταν αν κάναμε ένα σκληρό φάουλ, ή αν ξέσπαγε καυγάς», οι δε λευκοί γιατί βρίσκονταν σε έναν νέο κόσμο (το κλειστό γυμναστήριο των Eagles είχε μαύρο παρκέ και λευκές γραμμές).
Έτσι ξεκίνησε το ματς, αλλά μετά από λίγη ώρα το μπάσκετ κέρδισε κάθε προκατάληψη. Ο Στάνλεϊ θυμήθηκε ότι «ξαφνικά μέσα στο ματς το είδα. Δεν ήταν υπεράνθρωποι. Ήταν απλώς άνθρωποι. Και μπορούσαμε να τους κερδίσουμε».
Ο Έντουαρντ Μπόιντ, μάνατζερ των Eagles περιέγραψε την κατάσταση με πιο γλαφυρά χρώματα: «Για τα πρώτα πέντε λεπτά, ένιωθες λες και ήσουν ο μεγαλύτερος αμαρτωλός του κόσμου στη μεγαλύτερη εκκλησία του κόσμου. Αλλά μετά ανακαλύψαμε ότι το μαύρο δεν θα ξέβαφε από πάνω μας, ότι το λευκό δεν θα ξέβαφε από πάνω μας».
Το Κολέγιο Νέγρων του Νορθ Καρολάινα κέρδισε με 88-44 την Ιατρική Σχολή του Ντιουκ. Μιλάμε για την εποχή πριν το χρόνο επίθεσης και το τρίποντο, με τις καλύτερες ομάδες του NCAA να σκοράρουν γύρω στους 40 πόντους και τους Eagles να φιλοδωρούν μια από αυτές με… τους διπλάσιους! Εν τω μεταξύ στο campus του κολεγίου είχε αρχίσει να μαθαίνεται ότι κάτι γινόταν στο γυμναστήριο και μερικοί φοιτητές σκαρφάλωσαν σε δέντρα έξω από τα παράθυρα για να δουν τι γινόταν.
Αυτό που είδαν ήταν η πρώτη μεγάλη μπασκετική επανάσταση κατά του ρατσισμού στο Νότο. Μετά το ματς, οι παίκτες των δύο κολεγίων αναμίχθηκαν, χωρίστηκαν σε δύο μεικτού χρώματος ομάδες και έπαιξαν εκ νέου, με μόνο διαχωρισμό «μπλούζες» – «χωρίς μπλούζες». Ίσοι, μαύροι και λευκοί στην ίδια ομάδα, με μόνο το ταλέντο να τους χωρίζει. Μετά το δεύτερο ματς, οι παίκτες πέρασαν μαζί το επόμενο δίωρο ξεκούρασης, μέχρι οι του Ντιουκ να αναχωρήσουν για το κολέγιό τους.
Η αστυνομία δεν έμαθε ποτέ τι έγινε, ούτε και οι δύο «λευκές» εφημερίδες της πόλης. Μόνο ένας δημοσιογράφος των Καρολάινα Τάιμς, εφημερίδας των μαύρων της περιοχής, το κατάλαβε, αλλά, για να προστατεύσει τον ΜακΛέντον, συμφώνησε να μην πει τίποτα, υπόσχεση που κράτησε. Το παιχνίδι «σβήστηκε» από το χάρτη και σύμφωνα με τα επίσημα αρχεία δεν έγινε ποτέ (παρότι είχε κανονικό διαιτητή και χρονομέτρη, που επίσης δεν μίλησαν).
Ο Μπέρτζις έστειλε γράμμα στην οικογένειά του (το οποίο είδε το φως το 1996 στο άρθρο του Έλσγουορθ) όπου έγραφε: «Δεν ξέρω αν σας είπα ότι παίξαμε εναντίον μιας ομάδας Κολεγίου Νέγρων. Περάσαμε πολύ καλά, ιδίως εγώ, γιατί οι περισσότεροι από τους συμπαίκτες μου ήταν Νότιοι… Και όταν το βράδυ τελείωσε, οι περισσότεροι είχαν αλλάξει σε μεγάλο βαθμό τις απόψεις τους».
Κανείς εκτός όσων βρέθηκαν τότε στο γυμναστήριο δεν ήξερε τίποτα για 52 ολόκληρα χρόνια, μέχρι το 1996. Ο Έλσγουορθ μίλησε με τον ΜακΛέντον και ύστερα έψαξε την ιστορία για περισσότερους από 9 μήνες για να βρει αυτά που αναφέραμε, ενώ μετά κανόνισε μια φωτογράφιση όσων από τους τότε παίκτες των δύο ομάδων ζούσαν ακόμα, στο ίδιο γυμναστήριο (εγκαταλελειμμένο εδώ και πολύ καιρό). Έτσι, περισσότερο από μισό αιώνα αργότερα, εκείνοι που πρώτοι έκαναν το μπάσκετ πράξη επανάστασης στον αμερικανικό Νότο, μαζεύτηκαν ξανά μαζί και θυμήθηκαν τις στιγμές ενός πρωινού του 1944. Τότε που το μπάσκετ κέρδιζε τις φυλετικές διακρίσεις.
Νίκος Κουσούλης