Δημοσιεύτηκε στις 14 Ιουνίου 2010
Η 4η θέση του Πανελληνίου είναι η καλύτερη της ομάδας από τη δεκαετία του 1970 (το 1977-78 ήταν 3ος), δηλαδή τα τελευταία 32 χρόνια. Και, βέβαια, είναι η καλύτερη από τότε που η ομάδα επέστρεψε στην Α1, αφού για πρώτη φορά μπαίνει στην τετράδα.
Στην Ευρώπη, το φάιναλ φορ του Eurocup είναι ό,τι καλύτερο έχει καταφέρει ποτέ ο Πανελλήνιος, αφού στην ιστορία του ποτέ δεν είχε περάσει πιο μετά τη φάση των «16» σε οποιαδήποτε διοργάνωση κι αν είχε αγωνιστεί.
Εύκολα, δηλαδή, φτάνουμε στο συμπέρασμα ότι ο φετινός Πανελλήνιος μόλις ολοκλήρωσε την καλύτερη χρονιά της σύγχρονης ιστορίας του. Αυτό αποκτά ακόμη μεγαλύτερη αξία, αν υπολογίσουμε ότι τα τελευταία τρία χρόνια η ομάδα εμφανίζεται συνεχώς και καλύτερη και βήμα βήμα ανεβαίνει. Μιλάω για τα τελευταία 3 χρόνια, καθώς τόσα είναι στο τιμόνι του Πανελλήνιου ο Ζούρος.
Η δουλειά που κάνει ο Ζούρος φαίνεται και είναι πάρα πολύ καλή. Σίγουρα λάθη γίνονται και ο προπονητής του Πανελληνίου δεν διεκδικεί το αλάθητο. Όμως, το γεγονός ότι η ομάδα παρουσιάζεται κάθε χρόνο και λίγο καλύτερη είναι εν πολλοίς δικό του κατόρθωμα. Μάλιστα, φέτος ο Ζούρος κέρδισε καθολική αναγνώριση, αφού η ULEB τον ανέδειξε σε προπονητής της χρονιάς στο Eurocup. Μεγάλο κατόρθωμα, μεγάλη τιμή.
Ο Ζούρος φέτος έφτιαξε ένα σύνολο που είχαμε πει στην αρχή της χρονιάς ότι έπρεπε να πρωταγωνιστήσει στο Eurocup και να πάλευε στα ίσα την έξοδο στην Ευρωλίγκα. Και τα κατάφερε και στους δύο τομείς. Τέταρτος και στην κανονική περίοδο στην Α1, έφτασε μέχρι τους μικρούς τελικούς όπου ηττήθηκε στο 5ο παιχνίδι από το Μαρούσι, ενώ στο Eurocup έφτασε ως το τέλος και το φάιναλ φορ της διοργάνωσης.
Ο Ζούρος έχτισε προσεκτικά την ομάδα δίνοντας βάρος σε Έλληνες που μπορούσαν να πάρουν στα χέρια τους το παιχνίδι του Πανελληνίου, αλλά και σε έμπειρους ξένους που κάνουν τη διαφορά. Δεν είναι τυχαίο ότι από τους 3 πρώτους σκόρερ της ομάδας στην κανονική περίοδο της Α1 οι δύο είναι Έλληνες (Βουγιούκας, Χαραλαμπίδης), ενώ ο 1ος σκόρερ, 1ος ριμπάουντερ, 1ος μπλοκέρ, 1ος σε ευστοχία στα δίποντα και 1ος σε ranking της ομάδας ήταν Έλληνας, ο Ίαν Βουγιούκας. Το σημαντικό δεν είναι ότι ήταν Έλληνας, αλλά ότι ήταν Έλληνας σε μια επιτυχημένη στο υψηλό επίπεδο ομάδα.
Οι ξένοι ήταν έμπειροι (πλην του Ντέιβις), και παίκτες πρώτης γραμμής, όπως είπαμε, ο Μπλάκνεϊ, ο Σμιθ, ο Όστοϊτς, αλλά και ο Τζόνσεν (και ο Όουενς που τον αντικατέστησε) και αυτό μόνο τυχαίο δεν ήταν. Βοήθησαν την ομάδα να κάνει το βήμα παραπάνω φέτος, ενώ κάθε φορά που χρειάστηκε ήταν εκεί. Ο Σμιθ οδήγησε τον Πανελλήνιο στην τετράδα του Eurocup, ενώ ο Μπλάκνεϊ ήταν εκείνος που ανέτρεψε όλη τη σειρά με το Μαρούσι και την έφερε από το 2-0 στο 2-2.
Ο Πανελλήνιος είναι ένα υγιές σωματείο οικονομικά, ένα σωματείο που πληρώνει τους παίκτες του στην ώρα τους και όλα τα λεφτά τους και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για το ελληνικό πρωτάθλημα. Δυστυχώς, δεν έχει σημαντική βάση φιλάθλων, καθώς η έννοια «Έλληνας φίλαθλος» δεν υφίσταται. Παρότι είναι σε περιοχή που θα μπορούσε εύκολα να έχει 4-5.000 κόσμο (και σε όποια άλλη προηγμένη μπασκετικά χώρα θα είχε), οικογένειες και παιδιά, παίζει σε άδειες εξέδρες. Αυτό θα πρέπει να είναι τώρα το μεγάλο στοίχημα των ανθρώπων της ομάδας, μια προσπάθεια στο μάρκετινγκ, αλλά είναι πολύ δύσκολο να αλλάξει κάτι στη νοσηρή νοοτροπία του Έλληνα απέναντι στα σπορ.
Πάντως, αγωνιστικά, η μπαγκέτα θα (πρέπει να) μείνει στα χέρια του Ζούρου, που δείχνει να την οδηγεί με υπομονή, επιμονή και ασφάλεια ολοένα και ψηλότερα.