Δημοσιεύτηκε στις 20 Ιούνίου 2010
Στις 4 προηγούμενες φορές που μια σειρά τελικών ανάμεσα σε Σέλτικς και Λέικερς είχε φτάσει στο 7ο παιχνίδι ο τίτλος είχε πάει στους Σέλτικς. Όμως, τις προηγούμενες 4 φορές οι Σέλτικς είχαν Μπιλ Ράσελ (τις τρεις) και Λάρι Μπερντ (την 4η) στο ρόστερ τους.
Στο 7ο παιχνίδι δεν παίχτηκε μεγάλο μπάσκετ. Παίχτηκε, όμως, μεγάλο… ξύλο. Οι άμυνες έσπαγαν κόκαλα και αυτές καθόρισαν τον πρωταθλητή. Ή, αν προτιμάτε, η ανικανότητα των επιθέσεων να βάλουν την μπάλα στο καλάθι. Οι Σέλτικς γκρινιάζουν ότι οι διαιτητές δεν σφύριζαν με την ίδια… ευαισθησία στις δύο άκρες του παρκέ και έχουν δίκιο. Δεν ήταν βέβαια ότι εκείνοι δεν έκαναν τα φάουλ που τους σφυρίχτηκαν, αλλά περισσότερο ότι οι Λέικερς έκαναν φάουλ που δεν τους σφυρίχτηκαν.
Η Βοστόνη μέχρι και τα μισά της 3ης περιόδου έμοιαζε να μπορεί να πάρει τον τίτλο. Καμία σχέση με την ομάδα που… δεν κατέβηκε να παίξει στο 6ο παιχνίδι, περιμένοντας το 7ο. Ήταν πιο σκληροί στην άμυνα, πιο λογικοί στην επίθεση και απέναντί τους υπήρχε ένας Κόμπι Μπράιαντ που είχε βαλθεί να χάσει τον αγώνα, σουτάροντας εκτός λογικής κάθε φορά που έπαιρνε την μπάλα.
Οι Σέλτικς έχασαν το ματς για 3 λόγους βασικά: πρώτον, η απουσία του Κέντρικ Πέρκινς. Ο Πέρκινς δεν είναι ο αστέρας της ομάδας, αλλά ο Γκαρνέτ φορτώθηκε με φάουλ, κάτι που κόστισε και ο Πέρκινς είναι ο καλύτερος ριμπάουντερ μια ομάδας που επέτρεψε 18 ριμπάουντ από τον Γκασόλ (9 επιθετικά) και 15 από τον Κόμπι.
Δεύτερον, οι Σέλτικς, με τον Κόμπι να σουτάρει άθλια, δεν ανάγκασαν τους Λέικερς να… σουτάρουν στην 4η περίοδο. Οι 16/21 βολές των Λέικερς έκριναν εν πολλοίς το ματς, σε μια περίοδο που οι πρωταθλητές έβαλαν περισσότερους από τους μισούς τους πόντους από τις βολές, με τους Σέλτικς να κάνουν πολύ εύκολα (και παράλογα πολλές φορές) το φάουλ.
Ο τρίτος λόγος είναι ένας συνδυασμός… τριών: η ηρεμία του Φιλ Τζάκσον που μεταδόθηκε και στους παίκτες του, που γύρισαν το ματς από το -13, τα 9 επιθετικά ριμπάουντ του Γκασόλ και η απίστευτη βραδιά του Ρον Αρτέστ, που εκτός του ότι ήταν ο καλύτερος των Λέικερς (μακράν) έπαιξε και καλή άμυνα στον Πιρς.
Τα δύο καλάθια που έκριναν το ματς ήταν το εξωφρενικό δίποντο του Γκασόλ στο 76-70 και, βέβαια, το τρίποντο του Αρτέστ. Για τον MVP, πολλά έχουν ακουστεί ότι ο Κόμπι Μπράιαντ δεν άξιζε τον τίτλο. Αν κοιτάξουμε τη σειρά, θα δούμε ότι στις δύο πρώτες νίκες ο καλύτερος «Λιμνάνθρωπος» ήταν ο Παού Γκασόλ, στο 7ο ματς καλύτερος ήταν ο Ρον Αρτέστ, ενώ ο Γκασόλ είχε πιο καθοριστικό ρόλο από τον Κόμπι. Ο Κόμπι στάθηκε καλύτερα στις 3 ήττες των Λέικερς και στο… φιλικό 6ο παιχνίδι (μην παρεξηγηθώ, φιλικό γιατί οι Σέλτικς περίμεναν το 7ο, οι Λέικερς έπρεπε να παίξουν).
Όμως, ο BEN έχει πει ότι ο αστέρας της ομάδας, αυτός που την τραβάει ως εκεί, αυτός που ανοίγει χώρους για τους άλλους, αυτός στον οποίο προσαρμόζεται η άμυνα των αντιπάλων και αλλάζει τη ζωή των συμπαικτών του, αυτός πρέπει να παίρνει το MVP, ακόμη κι αν φαντάζει λίγο άδικο. Έχει λογική και η μία άποψη, αλλά και εκείνη που λέει ότι στους τελικούς τη διαφορά την έκανε ο Γκασόλ και έπρεπε να πάρει το MVP.
Οι Λέικερς έφτασαν έτσι στο repeat και αν ο Φιλ Τζάκσον κρατήσει… την παράδοση, τότε του χρόνου πάνε για τον 3ο συνεχόμενο τίτλο (έχει 11 τίτλους στην καριέρα του, δύο συνεχόμενες τριάδες με τους Μπουλς, 1 συνεχόμενη τριάδα με τους Λέικερς και τώρα πάλι 2 συνεχόμενα). Εκτός κι αν ο Τζάκσον πάει σε άλλη ομάδα οπότε το three-peat θα το… ολοκληρώσει άλλος.
Παρεμπιπτόντως, η τηλεθέαση του αγώνα αυτού στις Η.Π.Α. ήταν η υψηλότερη από το τελευταίο ματς των τελικών του 1998 (6ος τελικός Μπουλς-Τζαζ, ο τελευταίος τίτλος του Τζόρνταν).
Μετά το ματς, ο Μπράιαντ ανέφερε ότι «χωρίς τον Ισπανό δεν θα είχα καταφέρει τίποτα» την ώρα που παραλάμβανε το βραβείο του MVP από τον τεράστιο Μπιλ Ράσελ (δεν υπάρχει μεγαλύτερη τιμή για οποιονδήποτε παίκτη απ’ το να παίρνει το βραβείο του MVP από τα χέρια του απόλυτου πρωταθλητή στην ιστορία της λίγκας), αναγνωρίζοντας τη συμβολή του Γκασόλ, σε μια πρωταθλήτρια που στηρίχτηκε σε απίστευτα λεπτές ισορροπίες.
Η δίψα για τον τίτλο κράτησε ενωμένους τους Λέικερς που ξεπέρασαν την απίστευτη γκρίνια των αποδυτηρίων για χάρη του τίτλου. Τη μισή χρονιά, ο Γκασόλ γκρίνιαζε για το γεγονός ότι ο Μπράιαντ δεν τον τροφοδοτούσε όσο θα έπρεπε, ενώ ο Ρον Αρτέστ ξέσπασε (προσπαθώντας να το κάνει με χιούμορ) στη συνέντευξη τύπου (ο υπεύθυνος των Λέικερς τον… απελευθέρωσε πολύ γρήγορα για να σταματήσει τα καρφιά).
Ξεκίνησε να περιγράφει τη φάση του καθοριστικού τριπόντου που πέτυχε (σε ερώτηση για το πόσο σημαντικό ήταν που ο Κόμπι τους εμπιστεύτηκε – τους συμπαίκτες του – και τους έβαλε στο παιχνίδι) λέγοντας «Ναι, μας εμπιστεύτηκε, μας έκανε να νιώσουμε ωραία, μου έδωσε και πάσα. Μου έδωσε πάσα…» και, ξαφνικά, σταμάτησε, σήκωσε τα χέρια ψηλά και άρχισε να πανηγυρίζει για το γεγονός ότι πήρε πάσα από τον Μπράιαντ φωνάζοντας «μου έδωσε πάσα. Ο Κόμπι μου έδωσε πάσα»! Βέβαια, αν δούμε το ριπλέι της φάσης, ο Κόμπι του δίνει πάσα και αμέσως την ξαναζητάει πίσω (ήταν απλά μια στιγμή αδυναμίας δηλαδή, όχι συνειδητή κίνηση…).
Ο Αρτέστ δεν σταμάτησε εκεί, συνέχισε «καρφώνοντας» και τον Τζάκσον, σχολιάζοντας και το πόσο… δεν μπλέκεται στις επιθετικές υπερβολές του Κόμπι, αλλά και για το γενικότερο… ζεν στιλ του: «Ο Φιλ δεν ήθελε να σουτάρω το τρίποντο. Τον άκουγα, είναι ο ζεν μάστερ, δεν χρειάζεται να φωνάζει, απλώς τον ακούς στο κεφάλι σου, ‘Ρον, μη σουτάρεις, μη σουτάρεις’. Εγώ είπα ‘Ό,τι πεις (σ.σ. whatever). Και σούταρα’». Κάπου εκεί ο υπεύθυνος των Λέικερς είπε… «ευχαριστούμε, τελειώσαμε».
Μια σειρά ανάμεσα στις δύο καλύτερες και πιο ιστορικές ομάδες του NBA, που μαζί έχουν 33 από τους 64 τίτλους στην ιστορία του πρωταθλήματος (περισσότερους από τους μισούς, τεράστιο νούμερο αν αναλογιστούμε ότι μιλάμε για πρωτάθλημα με salary cap), μια σειρά μπασκετικής τρέλας, δεν θα μπορούσε να κλείσει καλύτερα απ’ ότι με την πρώτη δήλωση (ανάμεσα σε ευχές για οικογένειες και συμπαίκτες) του Αρτέστ όταν οι Λέικερς κέρδισαν τον τίτλο: «Ευχαριστώ την ψυχίατρό μου που με κράτησε ήρεμο κατά τη διάρκεια των πλέι οφς»! Με τη συμβολή που είχε ο Ρον στους τελικούς, όλοι στο Λ.Α. πρέπει να το κάνουν αυτό…