Το Ακρόπολις μάς έδειξε ό,τι και οι προηγούμενοι αγώνες της Ελλάδας, απλώς σε μεγαλύτερο βαθμό. Η Ελλάδα ήταν πιο έτοιμη, τα τεστ ήταν πιο δυνατά (αφού ήταν πιο κοντά στο Μουντομπάσκετ) και η ανάλυση μπορεί να είναι πιο κοντά σε αυτό που θα δούμε στο Μουντομπάσκετ. Θα επιχειρήσουμε μια ανάλυση και των καλών, αλλά και των κακών που είδαμε από την εθνική, για να ξέρουμε πού βρισκόμαστε.
Η ομάδα στο ματς με τον Καναδά έδειξε ό,τι κι εκείνη πριν από 2 χρόνια στο προολυμπιακό τουρνουά. Ξανά αναφέρω ότι εκεί ήταν επίσημοι αγώνες, άρα πιο δύσκολο να παίξεις καλά, αλλά και πιο σημαντικό. Με αυτό στο μυαλό, είδαμε την Ελλάδα να μπορεί να σκορπίσει έναν αντίπαλο αν βρεθεί αυτή στη μέρα της κι εκείνος όχι. Έτσι έγινε με τον Καναδά και ήρθε το διαστημικό +74 που μόνο από ομάδες όπως η dream-team έχουμε δει.
Dream-team δεν είμαστε, αλλά η Ελλάδα έχει μια πολύ δυνατή ομάδα που στην Τουρκία είναι ένα από τα 3 φαβορί για το χρυσό μετάλλιο. Πολύ τρέξιμο όταν υπάρχει η ευκαιρία, πολλές ασίστ, θεαματικό μπάσκετ, γρήγορο, απλό και πάνω απ’ όλα λογικό, από παίκτες που είναι χρόνια μαζί και ξέρουν ο ένας πώς θέλει την μπάλα ο άλλος.
Σημαντική η παρουσία των Διαμαντίδη-Ζήση-Σπανούλη στην ίδια ομάδα, καθώς ο ένας απελευθερώνει και ξεκουράζει τον άλλο κατά τη διάρκεια των επιθέσεων, με αποτέλεσμα να βρίσκονται πολύ πιο εύκολα οι καλές συνθήκες για σουτ. Εκεί φαίνεται ότι είναι και φέτος η μεγαλύτερη δύναμη της Ελλάδας, στο μυαλό των περιφερειακών της. Οι τρεις τους (με τη συμβολή του Καλάθη ορισμένες φορές) κάνουν πολύ πιο εύκολη τη δουλειά για τους ψηλούς της ομάδας, κάτι που άλλωστε είναι απολύτως φυσιολογικό, αφού στη βασική πεντάδα της εθνικής έχουμε τρεις από τους καλύτερους πασέρ στην Ευρώπη σε στημένες άμυνες.
Ένα νέο στοιχείο φέτος είναι ο Σχορτσανίτης. Μετά από μια χρονιά στον Ολυμπιακό, όπου ο Γιαννάκης τον πρόσεξε απίστευτα (και βγαίνει αυτό), ο Σχορτσανίτης έχει ρόλο, είναι ξεκούραστος και βρίσκει πατήματα. Το νέο στοιχείο είναι ότι η Ελλάδα παίζει συνεχώς με αυτόν στο ξεκίνημα κάθε αγώνα, με αποτέλεσμα μέσα σε 2-3 λεπτά στην πρώτη περίοδο η αντίπαλη ομάδα να συμπληρώνει 5 φάουλ. Το είδαμε σχεδόν σε κάθε ματς και είναι τεράστιο «δώρο» για την ομάδα να σουτάρει ξεκούραστα βολές από το ξεκίνημα. Αρκεί να τις βάζει γιατί στο ματς με τους Σέρβους χάλασε την ως τότε εικόνα της.
Η μπάλα, λοιπόν, πηγαίνει πάρα πολύ στον Σχορτσανίτη και αυτό έχει πολλά επακόλουθα. Αν δεχτούμε ότι δεν έχει αντίπαλο στα μέτρα του προσφέρει εύκολους πόντους. Όμως, με το ποσοστό που έχει στις βολές στοιχίζει σε κλειστά παιχνίδια, ιδίως στο δεύτερο ημίχρονο. Η απορία είναι αν κάποιος αντίπαλος προπονητής σκεφτεί να βάλει πάνω στον Σχρτσανίτη έναν αναλώσιμο παίκτη, του κάνει 2-3 φάουλ και η Ελλάδα χάσει τις αντίστοιχες βολές, πώς θα αντιδράσει ο Καζλάουσκας. Θα επιμείνει ή θα τον τραβήξει στον πάγκο; Και σε πιο πρακτικό επίπεδο, το Πουέρτο Ρίκο έχει δύο ψηλούς πάνω από 2.15 και ο Σχορτσανίτης πάντα αντιμετωπίζει πρόβλημα με τόσο ψηλούς παίκτες, άρα ίσως θα χρειαστεί να τροποποιηθεί το παιχνίδι της ομάδας σε τέτοιες περιστάσεις.
Πέραν αυτών, η Ελλάδα κινείται στα γνωστά της στάνταρ από την εποχή Γιαννάκη. Σκληρή άμυνα και λογικές επιθέσεις με την ομάδα να κυνηγά το τρέξιμο. Η άμυνα φέτος είναι σαφώς πιο δουλεμένη και καλύτερη από πέρσι και φαίνεται ότι ο Λιθουανός της έχει δώσει μεγαλύτερη σημασία, πράγμα πολύ καλό. Οι ψηλοί παίρνουν συνήθως την μπάλα εκεί ακριβώς που τη θέλουν και γίνονται… ήρωες (αυτό χωρίς προσπάθεια μείωσης της προσπάθειάς τους), αφού όλο το παιχνίδι της εθνικής είναι «ψαγμένο». Αν προσέξετε κάθε ψηλός έχει διαφορετικά συστήματα πάνω στα οποία δουλεύεται και αλλιώς θα πάρει την μπάλα ο Σχορτσανίτης, αλλιώς ο Μπουρούσης, αλλιώς ο Τσαρτσαρής ή ο Φώτσης. Αυτό, στο παρκέ, πιστώνεται στους περιφερειακούς που ανά πάσα στιγμή έχουν το καθαρό μυαλό να ξέρουν ποιον παίκτη έχουν δίπλα τους και πώς θέλει να τον τροφοδοτήσουν (ακούγεται απλό αλλά είναι το πιο δύσκολο ίσως πράγμα για να καταφέρει επιθετικά μια ομάδα).
Βέβαια, ο Καζλάουσκας δεν έχει ανακατέψει περισσότερο την τράπουλα κι έχει μείνει μόνο σε όσα τον κάνουν να νιώθει ασφαλής στο παιχνίδι της εθνικής. Και αυτό μου δίνει πάσα για να αναφερθώ στις αδυναμίες της ομάδας, μιας και βρισκόμαστε μια βδομάδα πριν το Μουντομπάσκετ και αυτές έχουν μεγαλύτερη σημασία.
Πέραν των τριών αστέρων της ομάδας στην περιφέρεια και ίσως του Φώτση, κανείς άλλος δεν μπορεί να ξεκολλήσει την ομάδα με μακρινό σουτ όταν το ματς πάει στραβά. Αυτό δεδομένου ότι ο Βασιλειάδης είναι σα να μην υπάρχει στο ρόστερ, αφού ο Καζλάουσκας πασιφανώς δεν δούλεψε πάνω του. Περπέρογλου, Καλάθης, Τσαρτσαρής, Πρίντεζης και Μπουρούσης δεν μπορούν να θεωρηθούν σουτέρ και το αποτέλεσμα το είδαμε στο ματς με τους Σέρβους, όπου φάνηκε ότι κανείς τους δεν είναι ο παίκτης που θα βάλει το σουτ που πραγματικά χρειάζεται η ομάδα (σε μια βραδιά που όλα τα άλλα έχουν στερέψει). Βέβαια, αυτός ο παίκτης υπάρχει στο ρόστερ, αλλά… δεν παίζει.
Οι τρεις μοχλοί της περιφέρειας είχαν κολλήσει, ο Καζλάουσκας φοβήθηκε να βάλει τον Καλάθη (ενώ σε αυτό το ματς θα έπρεπε να παίξει περισσότερο για να δούμε αν μπορεί να σταθεί σε αγώνες που τον χρειάζεται η ομάδα και όχι μόνο στα +20) με αποτέλεσμα ο Ίβκοβιτς πολύ εύκολα να «γυρίσει» το ματς και να έχει το προβάδισμα (μέχρι που ο αγώνας έγινε παρωδία με τις τεχνικές ποινές, αν και μετά πάλι οι Σέρβοι ήταν καλύτεροι). Η Σερβία έδειξε τρομερή προσήλωση στην άμυνα, οι παίκτες είχαν στο μυαλό τους να επιστρέφουν πίσω αμέσως μετά από κάθε επίθεση και η ζώνη που έπαιζαν σε μεγάλο μέρος του αγώνα δυσκόλεψε την Ελλάδα πάρα πολύ, καθώς το μακρινό σουτ δεν έμπαινε (5/19 σούταραν οι διεθνείς από το τρίποντο).
Φάνηκε από αυτό ότι αν ο αντίπαλος είναι υψηλού επιπέδου και έχει τα κορμιά και τις αντοχές να μας παίξει άμυνα ζώνης για πολλή ώρα, θα πρέπει να… παρακαλάμε να τύχει να μπουν τα σουτ, αφού από την ομάδα λείπει ο κλασσικός σουτέρ (βγάλτε τον Βασιλειάδη και πάλι). Επίσης, είδαμε ότι οι ψηλοί (δεν ξέρω τι θα αλλάξει με την είσοδο του Μπουρούση, θεωρώ όχι πολλά) δεν μπορούν να κάνουν τη διαφορά στην εθνική.
Ο Σχορτσανίτης ήταν πολύ καλός και κρατούσε την ομάδα επιθετικά, δημιουργούσε προβλήματα και σκόραρε, αλλά δεν μπορούσε να της δώσει αυτοπεποίθηση και ανάσες για να ξεφύγει (έτσι εννοώ τη «διαφορά» που ανέφερα πιο πριν). Η Ελλάδα είναι καταδικασμένη να ζει και να πεθαίνει στα χέρια της τριάδας Διαμαντίδη-Σπανούλη-Ζήση εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις. Αυτό κακό δεν είναι, κοιτάξτε την ποιότητα των τριών παικτών που ανέφερα. Όμως, ίσως βγάλει προβλήματα. Μόνο από την περιφέρεια δείχνει η ομάδα ότι μπορεί πραγματικά να «βάλει από κάτω» έναν αντίπαλο και να χτίσει μομέντουμ σε έναν αγώνα ώστε να «τελειώσει» το ματς. Η ρακέτα είναι γεμάτη, πλούσια και δυνατή, αλλά παίζει συμπληρωματικό ρόλο. Πάρα πολύ καλά, αλλά πάντα σε δεύτερο πλάνο και αυτό φαίνεται όταν η ομάδα χρειάζεται το «κάτι παραπάνω» από τη ρακέτα της γιατί οι περιφερειακοί της δεν μπορούν (για οποιονδήποτε λόγο) να το δώσουν.
Στο θέμα των 3 αστεριών της περιφέρειας πρέπει να αναφέρουμε και το γεγονός ότι παίζουν όλοι μαζί στο ξεκίνημα. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μεγάλη δύναμη στην περιφέρεια στην αρχή, αλλά αν κάποιο δύσκολο ματς στραβώσει στην αρχή του δεν υπάρχει στον πάγκο έμπειρος πλέι μέικερ να μπει και να αλλάξει τη ροή του αγώνα (εδώ η προσφορά του Παπαλουκά θα ήταν ανεκτίμητη). Άρα, είναι σημαντικό ρίσκο αυτό στα δύσκολα ματς.
Το ροτέισον είναι σαφώς καλύτερο από πέρσι (που ήταν ανύπαρκτο), αλλά παραμένει ανάμεσα σε 9-10 παίκτες (10 με τον Μπουρούση που δεν έπαιζε στο Ακρόπολις). Παππάς, Βασιλειάδης, Καϊμακόγλου και Παπανικολάου δεν υπολογίζονται καθόλου, ενώ ο Βουγιούκας μπαίνει αραιά (και δεν ξέρω κατά πόσο αυτό θα γίνεται με τους άλλους ψηλούς υγιείς, καθώς πριν έλειπε ο Σχορτσανίτης και τώρα ο Μπουρούσης). Τα παιδιά που είναι στις τελευταίες θέσεις των λύσεων μοιάζουν φέτος ιδιαίτερα «διψασμένα» και αυτό φαίνεται κάθε φορά που πατούν παρκέ. Αρκεί να τους δοθεί ευκαιρία, πράγμα που δεν φαίνεται ότι θα γίνει.
Θα επαναλάβω εδώ ότι σε τέτοιο επίπεδο εθνικών ομάδων το ροτέισον των 12 ατόμων θα έπρεπε να είναι δεδομένο. Δεν νοείται ο Καζλάουσκας να μην μπορεί να βρει στην Ελλάδα 12 παίκτες που να τους πιστεύει για να παίξουν (ή οι 12 να βρίσκονται μόνο με τους Παπαλουκά-Βασιλόπουλο μέσα). Απαράδεκτο.
Ένα ακόμα πρόβλημα είναι το θέμα της χρησιμοποίησης του Γιώργου Πρίντεζη. Ο Πρίντεζης ως τριάρι δεν μπορεί να δείξει αυτά που ξέρει, θέλει και μπορεί, με αποτέλεσμα και ο ίδιος να αποδιοργανώνεται (φαινόταν ξεκάθαρα στο Ακρόπολις) και η ομάδα να χάνει ένα σημαντικό όπλο στο «4». Ο Πρίντεζης έπαιζε όλο και λιγότερο και μοιάζει σαν να «πετάει» ο Καζλάουσκας με αυτή την επιμονή του ένα πολύτιμο όπλο. Όσο κι αν το έχει έτσι στο μυαλό του, ο Πρίντεζης δεν είναι Βασιλόπουλος, δεν μπορεί να βγάλει αυτό το ρόλο και δεν θα μπορέσει. Ας τον βάλει στη θέση του, όπου είναι πολύτιμος.
Η δωδεκάδα φαίνεται ότι θα κλείσει ανάλογα με τις ανάγκες που θα προκύψουν στους ψηλούς. Ίσως ο Καζλάουσκας φοβηθεί νέο τραυματισμό και πάρει Βουγιούκα, Καϊμακόγλου, αν και θεωρώ τεράστιο λάθος, έστω κι έτσι, να μην είναι δωδεκάδα ο Βασιλειάδης.
Η Ελλάδα, πάντως, φαίνεται ότι θα παίξει με 10 (ουσιαστικά) παίκτες στην Τουρκία να είναι στο ροτέισον και 2 συμπληρωματικούς. Το «3» είναι η βασική πληγή της ομάδας, όχι στην άμυνα, όπου ο Περπέρογλου είναι πια καλός, αλλά και ο Διαμαντίδης (με τον Πρίντεζη σε ιδιαίτερα σχήματα) μπορούν να καλύψουν κάθε παίκτη, αλλά στην επίθεση. Βέβαια, κακά τα ψέματα, η Ελλάδα έχει μάθει να παίζει με τέτοιο κενό και έχει μάθει να το καλύπτει σχεδόν πάντα. Εμείς το ξέρουμε ότι έτσι θα ήταν και δεν μπορούμε να δείχνουμε έκπληκτοι (όπως κάποια αμερικάνικα σάιτ, που είχαν να δουν την ομάδα από το… Πεκίνο)
Στη βδομάδα που απομένει ως το Μουντομπάσκετ πρέπει να δουλευτεί ξανά η επίθεση απέναντι σε ζώνες όπως αυτές της Σερβίας, που δυσκολεύουν τόσο την περιφερειακή μας τριάδα. Χρόνος υπάρχει, οι αδυναμίες είναι λίγες, τα δυνατά στοιχεία πολλά και οι οιωνοί καλοί. Εγώ επιμένω και θα επιμένω: βλέποντας τις άλλες ομάδες, φέτος είναι η ευκαιρία της Ελλάδας για χρυσό μετάλλιο σε Μουντομπάσκετ.