Η Ελλάδα έκανε τα πάντα για να χάσει το ματς με τη Ρωσία και… τα κατάφερε. Οι Ρώσοι επικράτησαν με 69-73 και κατέκτησαν τη 2η θέση του ομίλου μας, με την Ελλάδα να τερματίζει 3η και να περιμένει τον δεύτερο του τέταρτου ομίλου. Όποιον κι αν είναι ο λόγος για την ήττα, αν η Ελλάδα προσπάθησε να χάσει ή αν δεν μπορούσε να κερδίσει, είναι εξίσου τραγικό και η ομάδα κόντυνε στα μάτια μας στο παιχνίδι αυτό, παρά τις διαφορετικές… προγραμματικές δηλώσεις περί νίκης του τεχνικού επιτελείου και των παικτών.
Η Ελλάδα του Καζλάουσκας μοιάζει με μικρή ομάδα, έχει νοοτροπία μικρής ομάδας και ως τέτοια νιώθει. Η ψυχολογία των παικτών δεν είναι η ίδια της εποχής Γιαννάκη, όταν και η Ελλάδα πίστευε ότι μπορεί να κερδίσει κάθε αντίπαλο και κάθε ματς και έκανε όλους τους Έλληνες να το νιώθουν, αλλά τώρα οι πιο ακριβοπληρωμένοι παίκτες της Ευρώπης μοιάζουν με φοβισμένα παιδιά, που προσπαθούν να αποφύγουν συγκεκριμένους αντιπάλους θεωρώντας εκ των προτέρων ότι θα χάσουν.
Το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: αν η Ελλάδα που φέτος μοιάζει να έχει το καλύτερο ρόστερ όλων των εποχών από πλευράς ονομάτων, νιώθει ότι δεν μπορεί να κερδίσει τη φετινή Ισπανία που παίζει χωρίς Γκασόλ-Καλντερόν και έχει χάσει από (τα δεύτερα των) Λιθουανία, Γαλλία και νιώθει ότι δεν μπορεί να κερδίσει τις φετινές Η.Π.Α. που έχουν μέτριο ρόστερ και στο πρώτο ντέρμπι τους έκαναν ροτέισον 7 παικτών, τότε τι βλέψεις έχει στη διοργάνωση; Και πέραν τούτου, αν στην τετράδα (λέμε τώρα…) τύχει να παίξουμε με Ισπανούς και Αμερικάνους, με τι ψυχολογία θα παραταχθεί απέναντί τους μια ομάδα που έκανε ό,τι μπορούσε για να τους αποφύγει στα νοκ άουτ; Η Ελλάδα επέλεξε το δρόμο της Γαλλίας και μιας εκ των Αργεντινής-Σερβίας, αλλά με την εικόνα που έχει στο τουρνουά ποιος πιστεύει ότι αυτές τις ομάδες μπορούμε να τις αποκλείσουμε;
Τέλος, η Ελλάδα (και όλοι οι Έλληνες που ενδιαφέρονται για το μπάσκετ και πονάνε την εθνική ομάδα) υπέστη το διασυρμό της 5ης αγωνιστικής, αλλά είναι στο χέρι των Γάλλων το αν θα παίξουμε με τους Ισπανούς ή όχι. Αν οι Γάλλοι χάσουν ως 12 πόντους από τη Νέα Ζηλανδία, τότε οι Ισπανοί τερματίζουν 2οι και οι Γάλλοι 3οι, οπότε στους «16» παίζουμε και πάλι με την Ισπανία.
Ο Καζλάουσκας και οι παίκτες έχουν να απολογηθούν σε όλη την Ελλάδα για την εικόνα της ομάδας. Κανείς δεν περιμένει από την εθνική να κερδίζει όλα τα ματς της. Όμως, όλοι περιμένουν να προσπαθεί πάντα και να τιμά το εθνόσημο. Αλλιώς δεν έχει νόημα ύπαρξης στα διεθνή τουρνουά. Οι παίκτες και ο προπονητής δεν σεβάστηκαν τα ονόματά τους, την καριέρα τους, το μέγεθος της ελληνικής ομάδας και τους Έλληνες φιλάθλους. Και γι’ αυτό οφείλουν να απολογηθούν.
Το ματς
Η Ελλάδα ήταν για γέλια στην πρώτη περίοδο και έβαλε 10 πόντους, ενώ οι Ρώσοι προσπάθησαν κι αυτοί να παίξουν το παιχνίδι της… ήττας στη δεύτερη περίοδο με το ματς να γίνεται παρωδία. Το 30-30 του ημιχρόνου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και δυσφήμηση αθλήματος, με τις δύο ομάδες απλά να μην θέλουν να σκοράρουν.
Ο Ρώσοι άλλαξαν τροπάριο στην 3η περίοδο, ο Μπλατ προφανώς ζήτησε από τους παίκτες του να μην ακολουθήσουν την Ελλάδα άλλο και η Ρωσία πήρε την τρίτη περίοδο με 13-29 για να ανεβάσει στη συνέχεια την υπέρ της διαφορά στους 20 πόντους. Κάπου εκεί το ματς κρίθηκε, οι Ρώσοι χαλάρωσαν, σίγουροι για τη νίκη, τα ελεύθερα σουτ των αναπληρωματικών τους δεν μπήκαν και η Ελλάδα μπόρεσε να περιορίσει την ξευτίλα της διαφοράς και να μειώσει, για να έχει απλά την ντροπή της ήττας από μια κατώτερη ομάδα, ενώ η ίδια δεν προσπαθούσε καν.
Μοναδικός παίκτης της Ελλάδας που προσπάθησε, ίδρωσε και δικαιολόγησε το εθνόσημο που φορούσε στο στήθος ήταν ο Σοφοκλής Σχορτσανίτης, στον οποίο μάλλον… δεν είχαν πει ότι «έπρεπε να χάσουμε». Ο Σχορτσανίτης είχε 16 πόντους και 9 ριμπάουντ, ενώ όλοι οι υπόλοιποι το μόνο που κατάφεραν ήταν να ντροπιάσουν την αξία μιας ομάδας που δεν έχει πέσει κάτω από την 5η θέση σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή ή παγκόσμια διοργάνωση τα τελευταία 6 χρόνια. Ακόμη και τώρα, εμείς που έχουμε την Ελλάδα πιο ψηλά απ’ όσο η ίδια βάζει ως τώρα τον εαυτό της, περιμένουμε να τη δούμε να στέκεται στο ύψος της. Όπως μας είχε μάθει την πενταετία 2004-08…
Νίκος Κουσούλης