Εκτός από τους αστέρες που μπήκαν φέτος στο Hall of Fame, φέτος μπήκαν και δύο ομάδες: η Ολυμπιακή ομάδα των Η.Π.Α. του 1960 και η Ολυμπιακή ομάδα των Η.Π.Α. του 1992, η γνωστή Dream Team. Πιθανότατα όλοι όσοι ακούσουν για τις δύο αυτές ομάδες θα πουν ότι η δεύτερη ήταν μακράν καλύτερη. Όλοι πλην των 12 της ομάδας του 1960 και όσων την έζησαν από κοντά.
Μέχρι το 1992 οι Αμερικάνοι αποκαλούσαν την ομάδα του 1960 «την καλύτερη ομάδα όλων των εποχών». Μετά το 1992 και την Dream Team, για να μην μπουν σε αδόκιμες συγκρίσεις ανέφεραν την ομάδα του 1960 ως «την καλύτερη ερασιτεχνική ομάδα όλων των εποχών», αφού το 1960 και οι 12 παίκτες της ήταν κολεγιόπαιδες.
Όμως, η σύγκριση που υπέβοσκε τόσα χρόνια επανήλθε στο προσκήνιο φέτος, με την εισαγωγή των δύο ομάδων στο Hall of Fame. Το… trash-talking δεν έλειψε από καμία πλευρά και το μόνο σημαντικό του θέματος είναι ότι όλοι (μα όλοι) οι μπασκετόφιλοι ονειρεύονται να έβλεπαν αυτόν τον «απόλυτο αγώνα».
Οι 12 του 1992 με προπονητή τον Τσακ Ντέιλι (και βοηθούς του Ουίλκενς, Καρλέσιμο, Σιζέφσκι) είναι γνωστοί: Τζον Στόκτον, Μάτζικ Τζόνσον, Μάικλ Τζόρνταν, Σκότι Πίπεν, Λάρι Μπερντ Κλάιντ Ντρέξλερ, Τσαρλς Μπάρκεϊ, Καρλ Μαλόουν, Πάτρικ Γιούιν, Ντέιβιντ Ρόμπινσον, Κρις Μάλιν και από το κολέγιο ο Κρίστιαν Λέτνερ.
Όμως, ποιοι ήταν οι 12 του 1960 του Πιτ Νιούελ; Όσκαρ Ρόμπερτσον, Τζέρι Ουέστ, Τζέρι Λούκας, Ουόλτερ Μπέλαμι, Τέρι Ντίσιντζερ, Ντάραλ Άιμοφφ, Άλεν Κέλι, Λέστερ Λέιν, Άντριαν Σμιθ, Τζέι Αρνέτ Μπερντέτ Χάλντορσον και Ρόμπερτ Μπούζερ.
Η ομάδα του 1960 αποκαλείται κι αυτή συχνά «Dream Team» (θα μπορούσε να έχει στο ρόστερ της και Χάβλιτσεκ, Λένι Ουίλκενς, Σατς Σάντερς, αλλά ορισμένοι παίκτες μπήκαν με ορισμό από την AAU). Γιατί κάποιος να τολμήσει αυτή την «ιεροσυλία» όμως; Παρακάτω γίνεται ξεκάθαρο ότι η ομάδα αυτή στην εποχή της ήταν αναλογικά ίση ή καλύτερη από την ομάδα του 1992.
Οι δύο υπερομάδες στους Ολυμπιακούς Αγώνες
Η Ολυμπιακή ομάδα του 1960 τελείωσε το τουρνουά με ρεκόρ 8-0. Η Dream Team τελείωσε κι αυτή αήττητη με ρεκόρ 8-0.
Η ομάδα του 1960 κέρδισε Ιταλία, Ιαπωνία, Ουγγαρία, Γιουγκοσλαβία, Ουρουγουάη, Σοβιετική Ένωση, Ιταλία και Βραζιλία.
Η ομάδα του 1992 κέρδισε Ανγκόλα, Κροατία (2 φορές), Γερμανία, Βραζιλία, Ισπανία, Πουέρτο Ρίκο και Λιθουανία.
Η ομάδα του 1960 πετύχαινε 101.9 πόντους και δεχόταν 59.5 ανά αγώνα, κερδίζοντας με 42.4 πόντους μέσο όρο. Η ομάδα του 1992 πετύχαινε 117.3 πόντους και δεχόταν 73.5 κερδίζοντας με 43.8 πόντους μέσο όρο. Αν δούμε τις διαφορές σε ποσοστά, όμως, η διαφορά με την οποία κέρδιζε η ομάδα του 1960 ήταν το εξωγήινο 71.2% των πόντων των αντιπάλων, ενώ το 1992 το αντίστοιχο ποσοστό είναι 59.5%. Και το 1960 δεν υπήρχε τρίποντο!
Ας μην ξεχνάμε ότι η ομάδα του 1960 αποτελούταν από κολεγιόπαιδες και όχι επαγγελματίες, όπως αυτή του 1992 (δηλαδή παίκτες πιο άγουρους και σε πιο πρώιμο στάδιο της καριέρας τους).
Τα μέλη της ομάδας του 1960 κατέκτησαν 4 συνεχόμενα βραβεία Ρούκι όταν μπήκαν στο NBA, κάτι που δεν έκαναν οι παίκτες της ομάδας του 1992: Ρόμπερτσον (1961), Μπέλαμι (1962), Ντίσιντζερ (1963), Λούκας (1964). Επίσης, η ομάδα του 1960 έπαιξε στο αποκορύφωμα του Ψυχρού Πολέμου με ό,τι συνεπάγεται αυτό πολιτικά για μια ομάδα σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Πέραν τούτου, το 1960 οι Η.Π.Α. μαστίζονταν από ρατσισμό (έχουμε γράψει το τι υπέμενε ο Ρόμπερτσον στο κολέγιο) και οι μαύροι της ομάδας αποκαλούνταν υποτιμητικά «νέγροι» και «αράπηδες» ακόμη και από προπονητές και δημοσιογράφους άλλων χωρών (!) κατά τη διάρκεια των αγώνων. Ο Πιτ Νιούελ είχε φροντίσει να κλειδώσει τις ρατσιστικές συμπεριφορές εκτός αποδυτηρίων και να κρατήσει τη μεικτή ομάδα του ενωμένη παρά τις φυλετικές αντιπαλότητες στα μέσα της εποχής στις Η.Π.Α..
Στιγμές από το 1960
Μετά από αγώνες με Ιταλία, Ιαπωνία και Ουγγαρία (που τελείωσαν με μέση διαφορά 45 πόντων), η ομάδα του 1960 θα αντιμετώπιζε τη Γιουγκοσλαβία, την οποία ο Νιούελ φοβόταν και είχε προειδοποιήσει τους παίκτες του. Λίγο μετά την έναρξη του ματς το σκορ ήταν… 40-7 και οι αναμνήσεις του Νιούελ από τα αποδυτήρια στο ημίχρονο είναι απολαυστικές: «Δεν είχα τι να πω. Δεν ήξερα τι άλλο να πω εκτός από το να συζητήσω για τον καιρό ή κάτι τέτοιο. Τι μπορείς να πεις όταν προηγείσαι τόσο πολύ;». Το ματς τελείωσε με το διαστημικό 104-42!
Η ομάδα του 1960 τα βρήκε δύσκολα αρχικά στο ματς με τη Σοβιετική Ένωση, που είχε στη διάθεσή της το «θηρίο» από τη Λετονία, Γιαν Κρούμινς, των 160 κιλών και των 223 εκατοστών. Ο Στεπάν Σπαντάριαν, προπονητής των Σοβιετικών, είχε πει ότι δεν πίστευε πως ο Ρόμπερτσον θα του δημιουργήσει τόσα προβλήματα όσα ο Ράσελ το 1956. Οι Ρώσοι είχαν προσαρμόσει όλη τους την άμυνα στον Ρόμπερτσον, που σκόραρε 2 πόντους στο πρώτο μέρος και μοίραζε απλά ασίστ. Στο ημίχρονο οι Η.Π.Α. προηγούνταν με 35-28 (είχαν ξεφύγει με 17 κατά τη διάρκεια του ημιχρόνου) με τον Νιούελ μετά να τολμάει για πρώτη φορά να ρισκάρει. Στα αποδυτήρια άφησε τους Ουέστ και Ρόμπερτσον να πιέζουν στα 4/4 του γηπέδου τους περιφερειακούς των Σοβιετικών και οι Η.Π.Α. πέτυχαν 20 πόντους στα πρώτα 5 λεπτά του δευτέρου ημιχρόνου. Το τελικό σκορ ήταν 81-57.
Ο Όσκαρ Ρόμπερτσον μίλησε για το χρυσό και είπε λόγια που διδάσκουν ιστορία: «Ήταν στιγμή αγαλλίασης για μένα, πολύ ιδιαίτερη στιγμή. Ο Τζέρι κι εγώ ήμασταν από διαφορετικά σημεία της χώρας… αλλά κανείς μας δεν είχε λεφτά. Όμως τώρα καθόμασταν στο πιο ψηλό σκαλί του βάθρου με το χρυσό μετάλλιο, ένας μαύρος κι ένας λευκός μαζί, με τη χώρα να βασανίζεται απ’ όλα τα φυλετικά προβλήματα εκείνης της περιόδου… Σήμαινε πολλά».
Πρώτοι σκόρερ της ομάδας ήταν ο Όσκαρ Ρόμπερτσον και οΤζέρι Λούκας με 17.0 πόντους έκαστος, ενώ ο Τζέρι Ουέστ είχε 13.8. Άλλοι 2 παίκτες είχαν διψήφιο αριθμό πόντων (Ντίσιντζερ και Σμιθ).
Στιγμές από το 1992
Οι ιστορίες που ακολουθούν την Dream Team είναι πλέον θρυλικές. Από την επιλογή του προπονητή (ο Τζόρνταν είχε πει ότι ήθελε να παίξει, αλλά όχι να τρέχει στα βουνά για προετοιμασία όπως το 1984 με τον Μπόμπι Νάιτ και στήριξε την επιλογή Ντέιλι), ως τον αποκλεισμό του Αϊζάια Τόμας (αγαπημένου παιδιού του Ντέιλι) λόγω του «βέτο» του Τζόρνταν.
Αυτό που λίγοι ξέρουν για την ομάδα του 1992 (το είχαμε ξαναπεί εδώ) είναι ότι πριν αναχωρήσει από τις Η.Π.Α., ο Τσακ Ντέιλι πήρε μια ομάδα επιλέκτων από τα κολέγια, έκατσε στον πάγκο της σε φιλικό πίσω από κλειστές πόρτες (κλειστές σε κόσμο και δημοσιογράφους) και με αυτούς κέρδισε τους υπεραστέρες της Dream Team. Από τότε, ήταν το απόλυτο αφεντικό της ομάδας στο παρκέ, ο άνθρωπος που όλοι σέβονταν και κανείς δεν αμφισβητούσε.
Το «παιχνίδι του αιώνα» (με αντίπαλο την ενωμένη Γιουγκοσλαβία) δεν ήρθε ποτέ, καθώς είχε ήδη επέλθει η διάλυση, οπότε οι Αμερικάνοι ήξεραν ότι οι πιο δυνατοί αντίπαλοί ήταν η Λιθουανία (με 4 από τους πρώτους 6 σκόρερ της «χρυσής» Σοβιετικής Ένωσης του 1988 στο ρόστερ) και η Κροατία.
Οι Αμερικάνοι δεν μπήκαν σε κανένα ματς με τουπέ και «καθάρισαν» νωρίς τους Λιθουανούς ξεκινώντας με 11-0 και 34-8 ως το τελικό 127-76 και τις… φωτογραφίες του νεαρού τότε Αρτούρας Καρνισόβας με 9 παίκτες να έχουν διψήφιο αριθμό πόντων.
Στο πρώτο ματς με τους Κροάτες (στον όμιλο) οι Αμερικάνοι κυριάρχησαν απόλυτα, με τον Πίπεν και τον Τζόρνταν να κάνουν τα πάντα για να «ξευτιλίσουν» τον Κούκοτς για τους γνωστούς λόγους της κόντρας τους με τον Κράουζε (θα μιλήσουμε σε άλλο άρθρο γι’ αυτό). Όμως, ο τελικός ήταν άλλη υπόθεση. Με τον Κούκοτς και τον Πέτροβιτς να είναι πιο υποψιασμένοι, οι Κροάτες προηγήθηκαν με 23-25 στο πρώτο δεκάλεπτο, όντας η μόνη ομάδα που κατάφερε να προηγείται μετά από 10 λεπτά αγώνα με την Dream Team, για να έρθει τελικά η ήττα με 117-85 όταν τα αστέρια τους δεν άντεξαν άλλο έχοντας απέναντι μια ομάδα που για 12ο παίκτη είχε τον… Τζον Στόκτον και αμέσως πιο πριν τους Μπερντ και Μάτζικ.
Πρώτος σκόρερ της ομάδας ήταν ο Τσαρλς Μπάρκλεϊ με 18.0 πόντους, ενώ 14.9 είχε ο Τζόρνταν. Άλλοι 3 είχαν πάνω από 10 πόντους (Μαλόουν, Μάλιν, Ντρέξλερ) και συνολικά 10 πάνω από 8.0 πόντους. Ο Τσακ Ντέιλι δεν πήρε ούτε ένα τάιμ άουτ σε όλη τη διοργάνωση.
Αλλά οι περισσότερες ιστορίες που περιβάλλουν αυτή την ομάδα προέρχονται έξω απ’ τις γραμμές των γηπέδων της Βαρκελώνης. Στο Μόντε Κάρλο που ο Τσακ Ντέιλι είπε ότι επιλέχθηκε για το τελικό στάδιο προετοιμασίας για να πειστούν οι Τζόρνταν και Μπάρκλεϊ να ακολουθήσουν την ομάδα. Γκολφ, τζόγος στα καζίνο, βραδιές στο Μόντε Κάρλο, πολλές ώρες στην παραλία και… λίγο προπόνηση. Θρυλικές ιστορίες, με την ομάδα να περιστοιχίζεται από ολόκληρο… τάγμα σωματοφυλάκων για να τους προστατεύουν από τον κόσμο, να μένει σε πεντάστερο ξενοδοχείο στη Βαρκελώνη και όχι στο Ολυμπιακό Χωριό. Ροκ σταρ εν ολίγοις…
Και δικαιολογημένα. «Το καλύτερο μπάσκετ που έχω δει τη ζωή μου ήταν οι προπονήσεις μας στο Μόντε Κάρλο» είπε ο Μάτζικ. «Ποιοι αγώνες; Τις προπονήσεις μας έπρεπε να έδειχνε η τηλεόραση. Εκεί ήταν το αληθινό μπάσκετ», είχε πει ο Μπάρκλεϊ. Αλλά ούτε για μια στιγμή κατά τη διάρκεια των αγώνων δεν έδειξαν ότι δεν σέβονταν τους αντιπάλους τους. Απόλυτα επαγγελματίες, η τέλεια ομάδα.
Εθνική 1960 vs. Εθνική 1992
Και τελικά ποια θα κέρδιζε; Ας αφήσουμε τους πρωταγωνιστές να απαντήσουν. «Πολλοί λένε για το ποια ομάδα ήταν καλύτερη, αυτή του 1960 ή εκείνη του 1992. Δεν ξέρω ποιος ήταν καλύτερος, αλλά ξέρω ότι η ομάδα του 1960 ήταν πολύ πιο σκληρή από εμάς. Δεν μπορώ να φανταστώ την ομάδα του 1992 να στοιβάζεται σε βαγόνια τρένου για 8 μέρες ώστε να περάσει όλη τη ώρα, να κολυμπάει 6 μέρες στον Ατλαντικό και μετά να περπατά 3.000 μίλια μέχρι τη Ρώμη και όλα αυτά για 1 δολάριο τη μέρα», αστειεύτηκε ο Μπερντ για τη διαφορά στις ανέσεις και το γεγονός ότι η ομάδα του 1960 πληρωνόταν… 1 δολάριο τη μέρα και έμενε σε κοιτώνες!
Ο Όσκαρ Ρόμπερτσον ήταν πιο ξεκάθαρος: «Εννοείται ότι θα ήθελα να παίξω εναντίον τους. Ίσως με 1-2 προσθήκες. Τον Ράσελ και τον Τσάμπερλεν που έπαιζαν τότε στη λίγκα. Ελάτε τώρα, θα τους είχαμε… Δεν νομίζω ότι θα μπορούσαν να μας κερδίσουν. Πρέπει να δεις ποιους έχεις να παίζουν, το ταλέντο σε κάθε θέση. Μπορείς να καρφώνεις μια μπάλα, έχουν παιχταράδες. Αλλά αυτοί οι τύποι για τους οποίους μιλάω εγώ, ας πούμε, μπορούμε να παίξουμε το ίδιο καλά. Δεν νομίζω να μας κέρδιζαν. Αυτοί νομίζουν ότι θα κέρδιζαν βέβαια. Αλλά ποτέ δεν θα μάθουμε…».
Όταν λένε στον Τζέρι Ουέστ ότι ο Καρλ Μαλόουν απάντησε πως η Dream Team θα κέρδιζε την ομάδα του 1960 με 20 πόντους, εκείνος γελάει περιφρονητικά: «Δεν υπάρχει περίπτωση. Δεν υπάρχει περίπτωση. Δεν υπάρχει περίπτωση».
Ο Μπάρκλεϊ ρωτά ποιος θα μπορούσε να μαρκάρει τον Μαλόουν, τον Γιούιν ή τον Ρόμπινσον. «Τσαρλς, θα σας είχαμε σκίσει στα μπλοκ άουτ», απάντησε ο Μπομπ Μπούζερ.
Ο Μάτζικ Τζόνσον, πάντα διπλωμάτης, είχε τη λύση: «Ξέρω ότι ο Ουέστ και ο Ρόμπερτσον θέλουν να μας παίξουν για να μας κερδίσουν. Νομίζω ότι σε σειρά 7 αγώνων θα έληγε ισοπαλία, με τον Τζόρνταν να βάζει σουτ στο τελευταίο δευτερόλεπτο για να κερδίσουμε εμείς 4-3. Καλά δεν το σκέφτομαι;».
Η ομάδα του 1960 είχε άλλο ένα πρόβλημα: «Αν σούταρες από μακριά, την μπάλα την έπαιρνε ο αέρας. Ήταν αερόμπαλα, σαν μπάλα ποδοσφαίρου. Αν παίζαμε με σημερινές μπάλες, θα κερδίζαμε περισσότερο» θύμισε ο Μπούζερ. Ο Ουέστ συμφωνεί: «Δεν μπορούσες να σουτάρεις από μακριά Οι χρησιμοποιημένες μπάλες ήταν γεμάτες καρούμπαλα. Την άφηνες να κυλάει στο παρκέ και ξαφνικά… πηδούσε πάνω μόνη της».
Από τους παίκτες της ομάδας του 1960 μόνο ο Λέστερ Λέιν δεν ζει πια, πεθαίνοντας από καρδιακή προσβολή το 1973.
Οι μάγοι στην ιστορία!
Από την ομάδα του 1960, οι δέκα από τους δώδεκα συνέχισαν κι έπαιξαν στο NBA. Τέσσερις (Ρόμπερτσον, Ουέστ, Μπέλαμι και Λούκας) μπήκαν στο Hall of Fame ως μεμονωμένοι παίκτες (εκτός ομάδας 1960 δηλαδή), ενώ άλλοι τέσσερις (Άιμοφ, Ντίσιντζερ, Σμιθ και Μπούζερ) έγιναν all-stars. Από την ομάδα του 1992, έντεκα παίκτες έγιναν all-stars (όλοι εκτός του Λέτνερ) και 10 έχουν επιλεγεί μεμονωμένα στο Hall of Fame (όλοι πλην των Λέτνερ, Μάλιν).
Μικρή σημασία έχει ποια ομάδα είναι καλύτερη. Μιλάμε για 14 Hall of Famers, για 19 all-stars, για παίκτες θρύλους, για ομάδες θρύλους. Ομάδες, που πλέον έχουν τη θέση που τους αξίζει στο πάνθεον του αθλήματος. Αθλήματος που βρήκε την απόλυτη έκφρασή του στις ομάδες αυτές, οι οποίες έπαιζαν το μπάσκετ “στην απόλυτη μορφή του, όπως είχε εξαρχής δημιουργηθεί για να παίζεται” (Π. Τζ. Καρλέσιμο).
Νίκος Κουσούλης