Ο Τζέιμς Φόρεστ (39, James Forrest) είναι από τους Αμερικανούς που άφησαν το στίγμα τους στο ελληνικό μπάσκετ. Έπαιξε συνολικά στη χώρα μας 5 σεζόν και σίγουρα όσοι είχαν την ευκαιρία να τον δουν τον θυμούνται. Από τους θρύλους του NCAA, δεν έπαιξε ποτέ στο NBA, αλλά έκανε μια πολύ καλή καριέρα στην Ευρώπη, ο Φόρεστ ήταν πάουερ φόργουορντ δυναμίτης.
Γεννήθηκε στην Ατλάντα, μεγάλωσε στα playgrounds της πόλης, πόλης στην οποία λατρεύεται ως ένας από τους μεγαλύτερους μπασκετικούς θρύλους της. Τελείωσε το Λύκειο ως All-American, ενώ τα κολεγιακά του χρόνια τα πέρασε στο Τζόρτζια Τεκ, του οποίου ήταν το αστέρι από πολύ νωρίς.
Το «θαύμα στο Μιλγουόκι»
Μάλιστα, την πρώτη χρονιά, στο τουρνουά του 1992, ο Φόρεστ έμελλε να μείνει για πάντα στις καρδιές όλων των οπαδών το Τζόρτζια Τεκ, αλλά και στις αναμνήσεις όλων των μπασκετόφιλων. Στον 2ο γύρο του τουρνουά, το Τζόρτζια Τεκ (νούμερο 7 στην κατάταξη) αντιμετώπιζε το USC (νούμερο 2 στην κατάταξη) με το USC να προέρχεται πιθανότατα από την καλύτερη κανονική περίοδο της ιστορίας του (24-6) και στόχο το φάιναλ φορ. Τα αμυντικά τρικ του Μπόμπι Κρέμινς δεν επέτρεψαν στο USC να βρει ρυθμό, δυσκολεύοντας το αστέρι του (Χάρολντ Μάινερ), με τις δύο ομάδες να είναι στο 76-78 υπέρ του USC με 2 δευτερόλεπτα να απομένουν.
Η επαναφορά ήταν λάθος για τους παίκτες του Τζόρτζια Τεκ, η μπάλα βγήκε και πάλι έξω στο κέντρο με 8 δέκατα να απομένουν. Και τότε ο Φόρεστ πρόσφερε στο κολεγιακό μπάσκετ τη στιγμή που έχει ονομαστεί ως «Το θαύμα στο Μιλγουόκι», ένα από τα 10 buzzer-beater στην ιστορία του NCAA.
Ο Μπόμπι Κρέμινς είπε για τη φάση: «Θέλαμε η μπάλα να πάει σε έναν από τους σουτέρ μας», Τράβις Μπεστ και Τζον Μπάρι στο παρκέ, «ο Φόρεστ ήταν η τελευταία επιλογή, ο πραγματικά τελευταίος στο παρκέ στον οποίο θέλαμε να πάει η μπάλα». Άδικα; Όχι, βεβαίως. Ο Φόρεστ είχε 0/3 τρίποντα σε ολόκληρη τη σεζόν!
Ο Φόρεστ εξηγεί το γιατί: «Ο προπονητής μου στο σχολείο μου έλεγε ‘να δουλεύεις πάντα πάνω στο παιχνίδι σου’, οπότε, αφού ούτως ή άλλως μέσα στο ματς δεν σούταρα τρίποντα, ποτέ δεν έκανα προπόνηση στα τρίποντα».
Η επαναφορά αργούσε, το USC είχε κλείσει καλά τους Μπεστ και Μπάρι και πάνω στην απελπισία του ο Γκάιτζερ, για να μην του μείνει η μπάλα στα χέρια, την πέταξε στο πλάι στον Φόρεστ. Εκείνος έκανε στροφή, σούταρε και έγραψε το τελικό 79-78 για το Τζόρτζια Τεκ, με τον σπορκάστερ του αγώνα να λέει τη μνημειώδη πια φράση «Holy Mackerel!». Μετά το ματς ο Φόρεστ επέστρεψε στο ξενοδοχείο… με τα πόδια: «Δεν άντεχα. Ήθελα καθαρό αέρα. Βγήκα έξω και χιόνιζε πολύ. Ήταν τέλεια».
Χρόνια αργότερα δήλωσε: «Το φοβερό είναι ότι σούταρα την μπάλα λες και είχα ρυθμό σουτέρ. Η αλήθεια είναι ότι απλά σούταρα και ήλπιζα να μου γίνει φάουλ να πάω στις βολές. Ο κόουτς Κρέμινς μου έφτιαξε την ίδια φάση στην προπόνηση μετά τον αγώνα και το σουτ μου ήταν… πολύ κοντό για να φτάσει στην μπασκέτα»! Ο Φόρεστ έχει ακόμα την μπάλα με την οποία έβαλε εκείνο το καλάθι…
Το γεγονός ότι ο Φόρεστ δεν έγινε ποτέ ντραφτ στο NBA θα μείνει ένα από τα ανεξήγητα μυστήρια. Πολλοί λένε ότι μάλλον έφταιγε το γεγονός έμεινε στο κολέγιο και για την 4η χρονιά του (1994-95). Τις τρεις προηγούμενες ήταν Freshman All-American το 1991-92, MVP του ACC Tournament το 1992-93 (έχοντας 26.7 πόντους και 7.0 ριμπάουντ, σουτάροντας με 69% στα τρία ματς του τουρνουά ως τον τίτλο του Τεκ) και στην καλύτερη πεντάδα του ACC το 1993-94 (All-American). Ο Φόρεστ οδήγησε το Τζόρτζια Τεκ σε 1 παρουσία στο NIT και 2 παρουσίες στο τελικό τουρνουά του NCAA στα τρία αυτά χρόνια.
Τη δεύτερη χρονιά του είχε 19.5 πόντους και 7.5 ριμπάουντ μέσο όρο, ενώ την 3η είχε 19.0 πόντους και 7.9 ριμπάουντ. Όμως, η 4η ήταν η αιτία για να μείνει εκτός ντραφτ, αφού ο ντόρος γύρω από το όνομά του είχε περάσει. Έγινε ντραφτ στο CBA, πέρασε μια χρονιά στις Η.Π.Α. με τραυματισμούς και λίγο μπάσκετ και αποφάσισε το 1996-97 να περάσει τον Ατλαντικό.
Η Ευρώπη
«Τόσο πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι αν δεν παίξεις στο NBA, η καριέρα σου τελείωσε. Όμως, δεν είναι καθόλου έτσι. Αν δεν είχα παιδιά, η Ευρώπη θα ήταν το σπίτι μου. Είναι τόσο όμορφα και ήσυχα εκεί», είπε το 2009 ο, μεγαλωμένος στις κακόφημες περιοχές της Ατλάντα, Φόρεστ.
Πρώτος σταθμός η Χαποέλ Ελιάτ στο Ισραήλ, όπου μετά από μία επιτυχημένη θητεία επέστρεψε στις Η.Π.Α. για το καμπ των Λος Άντζελες Λέικερς (μάλιστα υπέγραψε συμβόλαιο μαζί τους, αλλά δεν έπαιξε ποτέ εκεί). Το 1997-98 τον βρήκε να παίζει ανάμεσα στην Ουέλβα και τη Χαποέλ Ελιάτ ξανά, πριν επιστρέξει και πάλι στις Η.Π.Α.. Γεμάτη σεζόν με την Πιστόια το 1998-99 στην Ιταλία, αλλά και… λίγο από Βενεζουέλα την άνοιξη με την Κοκοντρίγιος ντε Καράκας (19.0 πόντοι, 7.5 ριμπάουντ), για ν κλείσει τη σεζόν στο σάμερ λιγκ των Μπόστον Σέλτικς.
Στην Ελλάδα μέσω Κρήτης
Το 1999-2000 αρχίζει η σχέση του με την Ελλάδα, σχέση που σίγουρα σημάδεψε την καριέρα του. Το Ηράκλειο ήταν εκείνο που έφερε στην Ελλάδα τον Φόρεστ και… μας «έβγαλε τα μάτια». Η κρητική ομάδα σώθηκε με 11-15 εκείνη τη σεζόν και ο Φόρεστ είχε σε 25 αγώνες (συνθέτοντας ένα απίστευτο δίδυμο Αμερικανών με τον Τζίμι Όλιβερ) 22.0 πόντους, 11.2 ριμπάουντ, 1.0 κλέψιμο σουτάροντας με 51% στα δίποντα και 76% στις βολές. Αυτά τα νούμερα τον έφεραν 2ο σκόρερ (πίσω από τον Φορντ) και 2ο ριμπάουντερ (πίσω από τον Γκίμπερτ) του πρωταθλήματος.
Ένας πάουερ φόργουορντ δυναμίτης, ασταμάτητος στη ρακέτα, με ωραίες κινήσεις, δυνατός και με έφεση στα ριμπάουντ. Τι άλλο να ζητήσει μια ομάδα; Αυτό σκέφτηκε και ο Άρης και το 2000-01 πήρε τον Φόρεστ. Η σχέση του Φόρεστ με τον Άρη ήταν περιπετειώδης, με τον Αμερικανό να φεύγει τον Νοέμβριο απλήρωτος και να επιστρέφει λίγο μετά ξανά στον Άρη. Ο Άρης περνούσε τότε μερικές από τις χειρότερες στιγμές της ιστορίας του ταλανιζόμενος από απίστευτα προβλήματα, αλλά με τον Φόρεστ μπόρεσε να σώσει τη σεζόν με το οριακό 7-19 που τον έφερε 12ο στη βαθμολογία.
Ο Φόρεστ ήταν όαση στο ιδιαίτερα μέτριο ρόστερ των «κιτρίνων» και τελείωσε τη σεζόν με 21.9 πόντους, 10.1 ριμπάουντ και 1.8 κλεψίματα έχοντας 47% στα δίποντα και 69% στις βολές. Ξανά 2ος σκόρερ του πρωταθλήματος (πίσω και πάλι από τον Φορντ) και 4ος ριμπάουντερ.
Ο Ολυμπιακός και η Ευρωλίγκα
Την επόμενη χρονιά, στα 29 του ήρθε η ευκαιρία που ζητούσε πάντα. Ο Σλόμπονταν Σούμποτιτς τον πήρε στον Ολυμπιακό, για να πλαισιώσει τον Αλφόνσο Φορντ, συνθέτοντας ένα εξωφρενικό δίδυμο Αμερικανών, έχοντας τους δύο πρώτους σκόρερ της προηγούμενης σεζόν.
Πρώτη χρονιά στην Ευρωλίγκα για τον Φόρεστ, με τον Ολυμπιακό να… «αυτοκτονεί» σε όλα τα μέτωπα, έχοντας και προβλήματα τραυματισμών, και τελικά να παίρνει μόνο το Κύπελλο Ελλάδας. Ήττα στον τελικό της Α1 από την ΑΕΚ παρότι προηγήθηκε με 2-0 νίκες, αποκλεισμός στο Top-16 της Ευρωλίγκας από όμιλο με Παναθηναϊκό, ΑΕΚ και Ολίμπια Λιουμπλιάνας, παρότι είχε 2-0 νίκες με την ΑΕΚ και 1-1 με πλεονέκτημα στην ισοβαθμία με τον Παναθηναϊκό, έχοντας κερδίσει εκτός έδρας και την Ολίμπια. Τελικά, η ήττα στο ΣΕΦ από τους Σλοβένους αποκλεισμένους του στέρησε την πρόκριση στο φάιναλ φορ.
Στην Ευρωλίγκα ο Φόρεστ είχε 12.5 πόντους, 6.0 ριμπάουντ με 53% στα δίποντα σε 20 αγώνες.
Ο Ολυμπιακός τερμάτισε 3ος στην κανονική περίοδο της Α1 με 20-6 εκείνη τη χρονιά, αποκλείοντας τον Παναθηναϊκό με 2-0 στα ημιτελικά και ξεκινώντας με 2-0 τους τελικούς. Οι «ερυθρόλευκοι» άντεξαν ουσιαστικά ως το 2ο παιχνίδι, καθώς τότε άρχισαν τα προβλήματα στη μέση του Φορντ, που δεν έπαιξε στο 4ο και το 5ο. Στο 5ο δεν έπαιξε ούτε ο Φόρεστ, καθώς είχε νωρίτερα βρεθεί ντοπαρισμένος. Οι πρώτες πληροφορίες έκαναν λόγο για… μαριχουάνα στο 1ο ματς των τελικών, στο οποίο ο Φόρεστ ήταν καταπληκτικός με 15 πόντους και 7 ριμπάουντ (με τον Ολυμπιακό να παίζει χωρίς τους τιμωρημένους Φορντ, Ρισασέ και Τόμιτς).
Ο Φόρεστ «έπεσε από τα σύννεφα», επέμενε ότι δεν πήρε τίποτα, στο δεύτερο δείγμα αποδείχτηκε ότι… το είχε «φουντώσει» κι αποκλείστηκε για 3 μήνες. Στο 5ο ματς ο Ολυμπιακός έπαιξε χωρίς τους Αμερικανούς του και έχασε με 3-2 το πρωτάθλημα. Παρότι η χρονιά θεωρήθηκε αποτυχημένη, αφού ο Ολυμπιακός έχασε πρωτάθλημα και φάιναλ φορ, ενώ τα είχε αμφότερα «αγγίξει», το Κύπελλο ήταν η τελευταία κούπα που πήραν οι «ερυθρόλευκοι» μέχρι το 2010. Εκείνη τη σεζόν στην Α1 ο Φόρεστ είχε 14.7 πόντους και 7.3 ριμπάουντ με 49% στα δίποντα και 74% στις βολές σε 23 αγώνες στην κανονική περίοδο.
Ολύμπια, Ηράκλειο ξανά και το τέλος της καριέρας του
Το 2002-03 τον βρήκε στην Ολύμπια Λάρισας, όπου έμεινε για 18 αγώνες, μέχρι η ομάδα να δει ότι δύσκολα θα σωθεί και να αρχίσει… τις περικοπές. Είχε 18.1 πόντους και 9.3 ριμπάουντ με 48% στα δίποντα και 74% στις βολές.
Από το καλοκαίρι του 2003 άρχισε το «φλερτ» του Φόρεστ με το Ηράκλειο. Ο Αμερικανός ζητούσε 150.000 ευρώ, αλλά οι κρητικοί δεν είχαν να τα δώσουν. Τελικά, το «ψηστήρι» έπιασε, ο Φόρεστ άφησε στην άκρη την πρόταση ιταλικής ομάδας, που ήταν στα λεφτά που ζητούσε και υπέγραψε στο Ηράκλειο με περίπου τα μισά, δηλώνοντας την αγάπη του για την ομάδα, αφού πρώτα έφυγε από τη Στρασμπούργκ.
Με τα χρόνια είχε αναπτύξει πρόβλημα με τα κιλά του, αφού ήταν λάτρης του φαγητού, και χαρακτηριστικός είναι ο τηλεφωνικός διάλογος με ανθρώπους του Ηρακλείου, που τον ρώτησαν πόσα κιλά είναι πριν του στείλουν τα συμβόλαια, κι εκείνος απάντησε «δεν ανεβαίνω πια σε ζυγαριά». Στο Ηράκλειο υπέγραψε τον Νοέμβρη, αλλά έμεινε για περίπου 2 μήνες, παίζοντας 7 αγώνες κι έχοντας 17.6 πόντους και 7.3 ριμπάουντ ανά ματς. Από τον Φλεβάρη ως το τέλος της χρονιάς έπαιξε στη Λιβόρνο με την οποία είχε 14.6 πόντους και 7.6 ριμπάουντ.
Το 2004-05 ξεκίνησε τη χρονιά στη Σκαβολίνι, έπαιξε μαζί της 10 ματς στο πρωτάθλημα και 3 στην Ευρωλίγκα, πριν φύγει για τη Φαμπριάνο, με την οποία είχε 18.7 πόντους και 7.4 ριμπάουντ ως το τέλος της σεζόν. Το 2005-06 ήταν η τελευταία του σεζόν στο επαγγελματικό μπάσκετ στην Ευρώπη και την έβγαλε στην ισπανική Πλασένσια με την οποία είχε 11.7 πόντους και 6.6 ριμπάουντ. Τα επόμενα δύο χρόνια έπαιξε σε μικρότερες λίγκες στις Η.Π.Α. μέχρι να αποσυρθεί οριστικά το 2008.
Ο φιλάνθρωπος Φόρεστ μετά το μπάσκετ
Το 2007 τιμήθηκε ως ένας από τους θρύλους του ACC Tournament στην ετήσια εκδήλωση του θεσμού. Όμως, η ιστορία του Φόρεστ δεν τελειώνει εδώ. Αυτό που τον κάνει πραγματικό θρύλο πέρα από τα μπασκετικά κατορθώματα είναι η ζωή του και οι προσπάθειές του μετά την αποχώρησή του από τα παρκέ.
Όσο έπαιζε στην Ευρώπη δεν είχε ιδιαίτερη επαφή με τη ζωή στην Ατλάντα. Παρότι έμενε συνήθως με κάποιο από τα αδέρφια του, ποτέ δεν αποχωριζόταν τα παιδιά του για περισσότερο από ένα μήνα. Όσο μεγάλωναν τα παιδιά, αυτό γινόταν όλο και πιο δύσκολο, μέχρι που ο Φόρεστ και η γυναίκα του χώρισαν.
Όταν αποσύρθηκε επέστρεψε στην Ατλάντα. Και είδε, μέσω του γιου του, που έπαιζε μπάσκετ, ότι οι ευκαιρίες για ένα παιδί στην πόλη να παίξει μπάσκετ ολοένα και λιγόστευαν με αποτέλεσμα τα παιδιά να καταφεύγουν στους δρόμους και τις συμμορίες. Τότε αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του.
Έχει φτιάξει την «James Forrest Scholastic and Sports Academy» μια ακαδημία για παιδιά (ήδη το πρόγραμμα αριθμεί περισσότερα από 400 παιδιά), όπου εκτός από μπάσκετ οι νέοι μπορούν και να σπουδάζουν. Έχει επίσης αρχίσει ένα πρόγραμμα στο AAU, το λεγόμενο «Team Forrest AAU Basketball» όπου βοηθάει τα παιδιά να βελτιωθούν ακαδημαϊκά και αθλητικά, να συμμετέχουν στις δραστηριότητες των σχολείων τους, να αναπτύξουν κοινωνικές δεξιότητες, ώστε να κυνηγήσουν ανώτερη εκπαίδευση σε πανεπιστημιακό επίπεδο. Στο πρόγραμμα αυτό τα παιδιά μπορούν να διαβάζουν, να αθλούνται, να έχουν καθοδήγηση από δασκάλους.
Με τις ενέργειές του ο Φόρεστ δίνει πίσω στην Ατλάντα πολλά περισσότερα απ’ όσα πήρε ως παιδί και εκτός από το μπασκετικό πάνθεον της πόλης, θα μείνει και στο κοινωνικό ως ένας από τους ανθρώπους που νοιάστηκαν και προσπάθησαν να αλλάξουν τα κακώς κείμενα.
Νίκος Κουσούλης
Υ.Γ.: Το απίστευτο σουτ του Φόρεστ στο τουρνουά του 1992.