Δημοσιεύτηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 2007
Η «μόδα» που σημάδεψε το ελληνικό πρωτάθλημα τη δεκαετία του 1990, απ’ ό,τι φαίνεται πέρασε ανεπιστρεπτί. Για αρκετά χρόνια, η Ελλάδα αποτελούσε παράδεισο για τους Σέρβους μπασκετμπολίστες, οι οποίοι χωρίς μέλλον στη «χτυπημένη» από τα δεινά του πολέμου χώρα τους, έβρισκαν καταφύγιο στην κατώτερη χερσόνησο των Βαλκανίων, ενώ οι περισσότεροι έπαιρναν και την υπηκοότητα.
Οι πιο πολλές ομάδες της Α1, αλλά κυρίως οι «μεγάλες» εκείνη την εποχή (και τώρα φυσικά) Ολυμπιακός και Παναθηναϊκός, στήριξαν τα ρόστερ τους στα αμούστακα Σερβάκια ελπίζοντας να τους δώσουν το κάτι παραπάνω που οι Έλληνες δεν μπορούσαν. Και δικαιώθηκαν…
Ο Πέτζα Στογιάκοβιτς έφτιαξε το όνομα του στην Ελλάδα, χάρισε μεγάλες στιγμές στον ΠΑΟΚ και έφυγε – μισός Έλληνας – για το NBA. Ο Ντέγιαν Μποντιρόγκα συνέδεσε το όνομα του με τον Παναθηναϊκό την τετραετία που έμεινε σε αυτόν, και φυσικά μάζεψε πολλούς τίτλους. Μαζί και ένα άλλο πρωτοκλασάτο όνομα, ο Ζέλικο Ρέμπρατσα. Ο Ολυμπιακός έχτισε την ομάδα του γύρω από Ζάρκο Πάσπαλι, Μίλαν Τόμιτς, Ντράγκαν Τάρλατς, Φράνκο Νάκιτς και τα πήρε όλα την πενταετία 1993-1997. Ακόμη, και άλλοι καλοί παίκτες (όπως Μπόμπαν Γιάνκοβιτς, Ντούσαν Βούκσεβιτς), αλλά και προπονητές (όπως Ντούσαν Ίβκοβιτς, Μπόζινταρ Μάλκοβιτς και Βλάντο Τζούροβιτς) κόσμησαν με την παρουσία τους τα ελληνικά γήπεδα.
Όμως, οι εποχές άλλαξαν, η Σερβία δεν είναι πλέον η υπερδύναμη του μπάσκετ και αυτό αντανακλάται και στις… μετεγγραφικές διαθέσεις των κορυφαίων ελληνικών ομάδων. Έτσι, παρά τις καλές μπασκετικές σχέσεις που διατηρούν οι δύο χώρες, απ’ ό,τι φαίνεται, οι μεγάλες ομάδες της Α1 έχουν στραφεί πλέον στη Λιθουανική αγορά. Τα τελευταία χρόνια, η αφρόκρεμα του Λιθουανικού μπάσκετ βρίσκεται στην Ελλάδα.
Την αρχή έκανε ο Ολυμπιακός, φέρνοντας τον παίκτη που θεωρείτο το καλύτερο ταλέντο της βαλτικής χώρας, τον Ρενάλντας Σεϊμπούτις που δείχνει ότι έχει όλα τα φόντα για να βελτιώνεται συνεχώς (προς το παρόν βρίσκεται μόνο στην αρχική προεπιλογή της Εθνικής). Παράλληλα, ο Άρης πρόσθεσε στη μηχανή του ένα, δευτεροκλασάτο (αλλά διεθνές), όνομα, τον Σιμόνας Σεραπίνας.
Η συνέχεια ήταν… καταιγιστική. Ο Ολυμπιακός έφερε τον Άρβιντας Μασιγιάουσκας, βάζοντας στο ρόστερ του τον καλύτερο κλασικό σούτινγκ-γκαρντ στην Ευρώπη. Ο Παναθηναϊκός, σε απάντηση, έφερε το καλύτερο τριάρι της αγοράς, τον Ραμούνας Σισκάουσκας και τον σέντερ με το κορμί-δυναμίτη, Ρομπέρτας Γιαφτόκας. Οι πράσινοι κατέκτησαν τα πάντα, αλλά το καλοκαίρι τους βρήκε με τον Σίσκα στη Μόσχα και τον Γιαφτόκας χωρίς ρόλο στην ομάδα (να πηγαίνει επίσης στη Μόσχα, αλλά στη Ντιναμό).
Όμως, τα αδέλφια Γιαννακόπουλοι δεν έμειναν με σταυρωμένα τα χέρια και κατάφεραν στο τέλος του Σεπτεμβρίου να υπογράψουν τον παίκτη που είχε χαρακτηριστεί «Μίδας» του ευρωπαϊκού μπάσκετ, τον Σαρούνας Γιασικεβίτσιους. Μόνο οι δύο Έλληνες πλέι-μέικερ (ξέρετε σε ποιους αναφερόμαστε) μπορούν να συγκριθούν μαζί του στην Ευρώπη. Οι ιδιοκτήτες της πράσινης ΚΑΕ, εκδηλώνουν με κάθε τρόπο τον ενθουσιασμό τους για τον ερχομό του Σάρας, αλλά, απ’ την άλλη μεριά, οι Αγγελόπουλοι, ξέρουν ότι φέτος θα έχουν πραγματικά στο ρόστερ τους τον Μάτσε.
Η κόντρα των «αιωνίων» φέτος βρίσκει αντιμέτωπους τους δύο, κατά τεκμήριο, καλύτερους Λιθουανούς παίκτες της τελευταίας δεκαετίας. Η Ελλάδα έγινε πια «γη της επαγγελίας» για τη χώρα του Σαμπόνις και του Μαρτσουλιόνις. Τα 90s έδωσαν τη θέση τους στον 21ο αιώνα και οι Λιθουανοί αναλαμβάνουν να δώσουν στους μεγάλους του ελληνικού μπάσκετ το κάτι παραπάνω. Φυσικά, θα λάβουν και ανάλογη αμοιβή, αφού Σάρας και Μάτσε, περιλαμβάνονται στους 3 πιο ακριβοπληρωμένους παίκτες της Ευρώπης.
Τα καλύτερα έπονται…