Η επίσημη ανακοίνωση της ΕΟΚ ήρθε να επιβεβαιώσει τις φήμες, ότι ο Ηλίας Ζούρος θα είναι ο νέος προπονητής της εθνικής. Η ομοσπονδία επιστρέφει… ελληνικά σε μια επιλογή που βγάζει νόημα. Ο Ζούρος τα τελευταία χρόνια κάνει άλματα στο μπασκετικό χρηματιστήριο και πλέον είχε έρθει η ώρα του να κάτσει στον πάγκο της εθνικής.
Σίγουρα πρόκειται για ένα πείραμα με ρίσκο, μιας και ο Έλληνας προπονητής δεν έχει προπονήσει ως τώρα εθνική ομάδα, που σίγουρα έχει τεράστιες διαφορές σε σχέση με τις ομάδες, αλλά και ιδιαιτερότητες, όπως αυτή του «χρόνου», μιας και πρέπει μέσα σε 2 μήνες να γίνει η προετοιμασία και η διοργάνωση, γεγονός που αλλάζει τελείως τη λογική προσέγγισης ενός προπονητή. Όμως, παρά το ρίσκο, ήταν η λύση από τις ρεαλιστικές που έβγαζε το περισσότερο νόημα. Ας δούμε γιατί…
Πολύ νερό έχει κυλήσει στο αυλάκι από το 2000 όταν ο Ζούρος στα 34 του χρίστηκε από τον Κόκκαλη και τον Ιωαννίδη πρώτος προπονητής στον Ολυμπιακό. Σίγουρα με υψηλές γνώσεις και ικανότητες από τότε, ο Ζούρος έκανε ένα λάθος: δέχτηκε τη θέση (βέβαια, τέτοια θέση δεν την αρνείσαι). Ο Κόκκαλης τον στήριξε (για… Κόκκαλης), έχοντας επιλέξει ο ίδιος, βέβαια, το ρόστερ, αλλά ο κόσμος από την αρχή τον αμφισβήτησε. Και οι αστέρες του δεν βοήθησαν. Το «-’Μπαίνω’. -‘Μπες’» περιστατικό με τον Ράτζα θα στοίχειωνε για πολλά χρόνια την καριέρα του Ζούρου. Ο Κροάτης και ο Ρίβερς, ο ένας ένα χρόνο μικρότερος και ο άλλος ένα χρόνο μεγαλύτερος από τον Ζούρο, δεν τον δέχτηκαν ποτέ ως πρώτο προπονητή. Εκτός από την ηλικία μέτρησε και η μετάβαση από βοηθός σε πρώτος.
Και τα αποδυτήρια του Ολυμπιακού είχαν χαθεί. Ατάκες όπως η «Ο Ζούρος θα έπρεπε να τον στείλει σπιτάκι του. Ο Οικονόμου δεν ήταν ο Οικονόμου που ήξερα στον Παναθηναϊκό. Από την Πρωτοχρονιά και μετά έπαψα να ασχολούμαι μαζί του. Το μόνο που ήθελα από τότε ήταν να αναλαμβάνω εγώ το μαρκάρισμά του στις προπονήσεις. Για να του αποδείξω ότι πρέπει να προσπαθεί. Ότι είναι χάλια» του Ράτζα ή το επεισόδιο με την πετσέτα του Ράτζα στο πρόσωπο του Φέμερλινγκ σε δεκάλεπτο αγώνα με την ΑΕΚ είναι χαρακτηριστικά δείγματα ότι ο έλεγχος των αποδυτηρίων είχε χαθεί. Οριστικά. Ο Ζούρος προσπάθησε φέρνοντας μέχρι και αθλητικό ψυχολόγο για να τον βοηθήσει με την κατάσταση στα αποδυτήρια, αλλά οι αστέρες αντέδρασαν.
Ο Ζούρος σίγουρα αδικήθηκε από την πρώτη του δουλειά. Ήταν άπειρος, δεν είχε το σθένος και τη δύναμη να αντιδράσει στα διάφορα περιστατικά, ούτε και την εμπειρία για να βρει το σωστό τρόπο να ελέγξει τους παίκτες του (χαρακτηριστική η αντιμετώπιση του θέματος Ράτζα-Φέμερλινγκ). Και αυτό το αποδεικνύει η συνέχεια της καριέρας του. Ο ενάμισης χρόνος στον Ολυμπιακό ήταν σχεδόν καταστροφικός γι’ αυτόν κι ελάχιστοι προπονητές θα μπορούσαν να ανακάμψουν. Το όνομά του στην Ελλάδα είχε δεχτεί ισχυρότατο πλήγμα, η φήμη του ήταν σε ακόμα χαμηλότερο σημείο και το προσωνύμιο «Κομπιούτερ» ακουγόταν μόνο ειρωνικά από εκείνους που ήθελαν να τον «χτυπήσουν» περισσότερο.
Κι όμως, στη φράση του Ιωαννίδη ότι ο Ζούρος θα είναι ο επόμενος μεγάλος Έλληνας προπονητής κανείς δεν τολμάει να γελάσει τώρα. Φωνές μέσα από την ομάδα και οι οπαδοί του Ολυμπιακού αμφισβητούσαν τον Ζούρο από την πρώτη ημέρα. Έτσι, τον Γενάρη του 2002, όταν απολύθηκε από τον Ολυμπιακό για να αντικατασταθεί από τον Σούμποτιτς, ελάχιστα έμεναν να κάνει στην Ελλάδα. Ουσιαστικά, όλες οι πόρτες είχαν κλείσει. Κι όμως. Ο Ζούρος δεν δέχτηκε να σβηστεί έτσι απλά από το υψηλότερο επίπεδο.
Έφυγε από την Ελλάδα για το Λίβανο. Εκεί έμεινε ένα χρόνο στη Σαγκές Μπεϊρούτ με την οποία έφτασε στον τελικό Κυπέλλου στο Λίβανο, πήρε το πρωτάθλημα Λιβάνου και το Asian Club Championships και κέρδισε τον τίτλο του προπονητή της χρονιάς το 2004. Εντάξει, θα πείτε… «Λίβανος είναι, μην τρελαίνεσαι». Σίγουρα, αλλά ήταν το πρώτο δείγμα και μαζί με αυτό το εισιτήριο πίσω στην Ελλάδα.
Ξανά θα έπρεπε να αποδείξει από την αρχή ότι άξιζε προσοχής. Ήταν δύσκολα στην αρχή και όταν έφυγε από τον Άρη τον Δεκέμβρη του 2005 για τη Ρασίνγκ (πλέον Παρί-Λεβαλουά) έμοιαζαν ακόμα πιο δύσκολα. Κι όμως, βρήκε τις συνθήκες που ήθελε στον Πανελλήνιο από τα μισά της σεζόν 2007-08 κι έλαμψε.
Τρία απίστευτα επιτυχημένα χρόνια, δείχνοντας τι μπορεί να κάνει όταν τον αφήσουν να «κάνει παιχνίδι». Ο Πανελλήνιος τερμάτισε 5ος, 5ος και 4ος (υψηλότερη θέση στο πρωτάθλημα από το… 1977-78) με τον Ζούρο, ενώ το 2009-10 είχε την πιο επιτυχημένη σεζόν της ιστορίας του στην Ευρώπη. Για πρώτη φορά στην ιστορία του συλλόγου ο Πανελλήνιος έφτασε σε προημιτελικά ευρωπαϊκής διοργάνωσης, καταφέρνοντας τελικά να παίξει και στο φάιναλ φορ του Eurocup. Αυτή η επιτυχία πιστώνεται ξεκάθαρα στον Ζούρο, που έφερε τον Πανελλήνιο στις 4 καλύτερες ομάδες της διοργάνωσης και αναδείχτηκε προπονητής της χρονιάς στο Eurocup.
Το καλοκαίρι του 2010 έφυγε από τον Πανελλήνιο και από τον Γενάρη είναι ο πρώτος Έλληνας προπονητής που κάθεται στον πάγκο ξένης ομάδας στην Ευρωλίγκα, της Ζαλγκίρις.
Ο Ζούρος στην εθνική
Το ξεκίνημα της καριέρας του ήταν απίστευτο πισωγύρισμα για τον Ζούρο, αλλά το ξεπέρασε. Ωρίμασε, απέκτησε εμπειρίες κι έχει πλέον γίνει ένας καταπληκτικός προπονητής (καθόλου τυχαίο ότι ο Πανελλήνιος το χειμώνα του 2009 έπαιζε το καλύτερο μπάσκετ στην Ελλάδα).
Στον πάγκο της εθνικής θα βρει μια ομάδα στρωμένη, μια ομάδα που έχει γαλουχηθεί στις επιτυχίες, μια ομάδα που θέλει ανανέωση και ξανά ψυχολογία μετά το περσινό στραπάτσο. Θα πρέπει να δείξει ότι μπορεί να δουλέψει στις ειδικές συνθήκες της εθνικής (λίγος χρόνος, 5-6 ματς για να κριθείς) και έχει ένα πολύ δύσκολο έργο. Μπορεί ο Καζλάουσκας να απέτυχε παταγωδώς πέρσι, αλλά οι προσδοκίες δεν μειώνονται. Το έργο Γιαννάκη είναι νωπό, όπως και η επιτυχημένη ανανέωση που είχε κάνει ο «Δράκος». Και αφού πέτυχε μια φορά η ανανέωση, στις συνειδήσεις όλων οφείλει να πετύχει ξανά.
Για όλους η εθνική δεν είναι η κουρασμένη και «αστεία» ομάδα του Μουντομπάσκετ του 2010, αλλά η υπερομάδα του 2005, του 2006, του 2007. Μια από τις 3-4 καλύτερες του κόσμου. Και σίγουρα με βάση αυτό θα κριθεί ο Ζούρος υποσυνείδητα. Όμως, ας μην ξεχνάμε πού έφερε ο Λιθουανός την εθνική πέρσι, πώς ήταν το περίφημο κλίμα, με τους παίκτες να γκρινιάζουν όλη την ώρα, να πλακώνονται στα φιλικά και, γενικά, την εθνική να μοιάζει με το χειρότερό μας εφιάλτη.
Κι όσο εύκολο είναι να «επιστρέψεις» από μια 11η θέση, άλλο τόσο δύσκολο είναι να ανακάμψεις από μια τέτοια χρονιά, την ώρα κιόλας που η ανανέωση να είναι απαραίτητη (η λογική λέει ότι τουλάχιστον Διαμαντίδης, Τσαρτσαρής και Παπαλουκάς δεν θα είναι στο ρόστερ και θα πρέπει να δοθεί η μπαγκέτα στη νέα γενιά). Η περσινή αποτυχία ξύπνησε μνήμες και μια δεύτερη εξίσου κακή χρονιά θα φέρει την εθνική πολύ πίσω. Αυτός ήταν κι ένας από τους δύο βασικούς λόγους που ο Καζλάουσκας αποχώρησε χωρίς καν σκέψη (ο άλλος ήταν ότι η ομάδα δεν πλησίασε ούτε κατά διάνοια στο 100% των δυνατοτήτων του επί ημερών του). Ο Ζούρος έχει πάρα πολλή δουλειά, αλλά έχει αποδείξει ότι είναι μαχητής, ότι δεν δέχεται την αποτυχία και ότι έχει αδιαμφισβήτητες ικανότητες.
Ο Ζούρος ήταν η πιο λογική και σωστή επιλογή. Τον Γιαννάκη φρόντισαν ΕΟΚ και Ολυμπιακός να τον «κάψουν» χωρίς λόγο για αρκετά χρόνια, ο Καζλάουσκας έκανε τους πάντες αρκετά πιο δύσπιστους απέναντι σε ξένους προπονητές, οι φήμες περί Μπλατ δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ (εξάλλου είχε συμβόλαιο), ο Μεσίνα που αποτελεί το… φετίχ της ΕΟΚ ποτέ δεν έδειξε να ενδιαφέρεται, και ο Ζούρος είναι σε υψηλότερο επίπεδο από κάθε άλλο υποψήφιο με τις συγκυρίες να τον ευνοούν. Και καλά… έκαναν!
Είναι το καλύτερο δυνατό timing γι’ αυτόν, βρίσκεται σε απίστευτη κατάσταση όσον αφορά την καριέρα του, έχει αναγκάσει ακόμη και τους πιο ορκισμένους «εχθρούς» και «αμφισβητίες» του να καταπιούν τη γλώσσα τους και το μόνο που μένει είναι να το κάνει και σε επίπεδο εθνικών. Μπορεί η καριέρα του να ξεκίνησε… ανάποδα, μπορεί ο δρόμος για την κορυφή να ήταν γεμάτος λακκούβες, αλλά ποιος θα πει τώρα ότι η «προφητεία» του Ιωαννίδη δεν δικαιώνεται; Ας ελπίσουμε με αυτόν να έρθει και η ανάκαμψη της εθνικής μας.
Νίκος Κουσούλης