Η Ευρωλίγκα τελείωσε την Κυριακή με τον Παναθηναϊκό να σηκώνει το βαρύτιμο τρόπαιο της καλύτερης ομάδας στην Ευρώπη για τη σεζόν που ολοκληρώθηκε. Με το νέο σύστημα, η Ευρωλίγκα αντιμετώπισε παγίδες και δυσκολίες αλλά σε κάθε τι καινούργιο υπάρχουν εμπόδια. Ας ελπίσουμε τα λάθη, οι παραλείψεις και τα προβλήματα να λύνονται όσο προχωράει ο χρόνος και να μην διαιωνίζονται, όπως συμβαίνει στα μέρη μας. Κατά τα άλλα, την Κυριακή τελείωσε μια άκρως θεαματική χρονιά από την οποία έχουμε πολλά να θυμόμαστε. Ας δούμε τι μας άφησε η Ευρωλίγκα 2010-11:
Ο κόσμος πιο κοντά στο άθλημα
Η χρονιά από πλευράς προσέλευσης κόσμου ήταν πολύ καλή. Δίπλα στις συνήθεις υπόπτους Μακάμπι, Κάχα Λαμποράλ, Μάλαγα, Παρτιζάν, προστέθηκαν ομάδες με πολύ υψηλό μέσο όρο εισιτηρίων. Ο Παναθηναϊκός έμεινε σε πολύ καλά και υψηλά επίπεδα, όπως συνηθίζει άλλωστε τα τελευταία χρόνια, ενώ οι δύο τουρκικές έκλεψαν την παράσταση μαζί με την Ολίμπια Λιουμπλιάνας.
Φενέρμπαχτσε και Ολίμπια ήταν οι δύο ομάδες με μέσο όρο μεγαλύτερο των 12.000 εισιτηρίων στην κανονική περίοδο, μέσος όρος που προφανώς δεν έπεσε στη συνέχεια. Η Εφές άγγιξε τις 10.000 σε κάθε της ματς και γενικά ο κόσμος φάνηκε να αγκαλιάζει τη νέα Ευρωλίγκα.
Στην αντίθετη πλευρά βρίσκονται, όπως πάντα, οι ιταλικές ομάδες, Ρόμα και Αρμάνι δεν ξεπέρασαν τα 3.600 εισιτήρια ανά αγώνα, ενώ απογοητευτικός ήταν και ο μέσος όρος της Μπαρτσελόνα (4.100 ως τα νοκ άου), της ΤΣΣΚΑ Μόσχας (4.100) λόγω της κακής σεζόν. Χαμηλά βρέθηκε και ο Ολυμπιακός, τα 6.000 εισιτήρια ανά ματς στην κανονική περίοδο είναι προφανώς λίγα για ομάδα που πέρσι ήταν φιναλίστ της διοργάνωσης, αλλά και η Ρεάλ Μαδρίτης, που ήταν κάτω από τα 5.500 εισιτήρια ανά ματς στην κανονική περίοδο.
Στο φάιναλ φορ και πάλι δεν υπήρχαν εισιτήρια ούτε για δείγμα, αλλά η Ευρωλίγκα θα πρέπει να βρει άλλο τρόπο διάθεσης, καθώς αυτό που κάνει μάλλον δυσκολεύει παρά διευκολύνει τα πράγματα. Η τωρινή λογική λέει ότι τα πολλά εισιτήρια πάνε σε… μπασκετόφιλους στην αρχή της χρονιάς και στις ομάδες που έχουν προκριθεί στο φάιναλ φορ πάνε από 1.000 περίπου εισιτήρια. Η κίνηση γίνεται με τη σκέψη ότι το μπάσκετ είναι για όλους, το αγκαλιάζουν όλοι και το φάιναλ φορ είναι μια διοργάνωση που υπερβαίνει τις 4 ομάδες που παίζουν εκεί, ένα «happening» το οποίο θα πρέπει κάθε άνθρωπος που αγαπά τα σπορ να το δει. Κάτι σαν το φάιναλ φορ του κολεγιακού πρωταθλήματος μπάσκετ, κάτι σαν τους τελικούς του NBA ή το Superbowl.
Καλή σκέψη, αλλά χωλαίνει. Αυτό θα είχε λογική αν ήταν δομημένο διαφορετικά το ευρωπαϊκό μπάσκετ, αλλά τώρα δεν έχει καμία. Είναι πιθανότατα το μεγαλύτερο σφάλμα της διοργανώτριας, η οποία δυσκολεύει πολύ τις 4 ομάδες και τους φίλους τους. Καλό είναι να βαυκαλιζόμαστε ότι όλη η Ευρώπη αγαπά το μπάσκετ ανεξαρτήτως ομάδας, αλλά αυτοί που όντως το κάνουν αυτό είναι λίγοι. Οι περισσότεροι αγαπούν την ομάδα τους (και καλά κάνουν) και αυτή θέλουν να ακολουθούν.
Με τις τιμές που υπάρχουν σε ένα ταξίδι στο εξωτερικό με αεροπορικά εισιτήρια, διαμονή τουλάχιστον 3 νυχτών και εισιτήρια για το φάιναλ φορ, προσμετρώντας τις οικονομικές συνθήκες που επικρατούν δύσκολα αποφασίζει κάποιος να βγάλει εισιτήρια τον Δεκέμβρη ρισκάροντας να του μείνουν στο χέρι αν αποκλειστεί η ομάδα του. Όμως, το σύστημα της Ευρωλίγκας σε αυτό μας έχει οδηγήσει με αποτέλεσμα η λογική που ακολουθεί να ευνοεί τη «μαύρη αγορά» και την αισχροκέρδεια κάθε Απρίλη.
Θα μπορούσε η Ευρωλίγκα να βρει μια μέση λύση για να μοιράζει τα εισιτήρια καλύτερα. Ας πούμε, του χρόνου το φάιναλ φορ γίνεται στην Κωνσταντινούπολη σε ένα τεράστιο γήπεδο που μπορεί εύκολα να βάλει 13.000 κόσμο. Αντί για… 1.007 εισιτήρια, ας κρατηθούν για τις ομάδες από 2.500 και ας μοιραστούν μόνο τα υπόλοιπα 3.000 στον κόσμο στην αρχή της χρονιάς. Λύσεις υπάρχουν, αρκεί να υπάρχουν ιδέες και διάθεση.
Στατιστικά μια μέτρια χρονιά
Ρίχνοντας μια στατιστική ματιά στην Ευρωλίγκα, βλέπουμε ότι φέτος έλειπε ο παίκτης που ξεχώριζε θεαματικά. Το υψηλότερο ranking ήταν μικρότερο από πέρσι (21.1 πέρσι ο Μάριτς, 19.0 φέτος ο Σαν Εμετέριο), στα ριμπάουντ πέρσι είχαμε καλύτερο μέσο όρο (9.5 πέρσι ο Ουάτσον και 8.4 ο Μάριτς, 7.3 φέτος ο Τουρκσάν και 6.9 ο Τζιστ), , ενώ στις ασίστ φέτος ήταν… καλύτερα τα πράγματα (6.2 φέτος ο Διαμαντίδης, 5.9 πέρσι ο Κουκ), όπως και στο σκοράρισμα (πέρσι ο Κλέιζα είχε 17.1, ενώ φέτος ο Ρακόσεβιτς 17.2).
Σε ομαδικό επίπεδο η διαφορά της καλύτερης επίθεσης είναι πολύ μεγάλη και αυτή που δίνει στην περσινή σεζόν… τη νίκη. Πέρσι ο Ολυμπιακός σκόραρε 86.0 πόντους μέσο όρο, ενώ φέτος η Μακάμπι είχε 81.0 ανά αγώνα. Αυτό δείχνει ότι ήταν λίγο πεσμένο το επίπεδο θεάματος στη διοργάνωση, τουλάχιστον όσον αφορά την κορυφή της, καθώς αν το δούμε πιο γενικά 12 ομάδες πέρσι και άλλες 12 φέτος είχαν πάνω από 75.0 μέσο όρο ανά αγώνα.
Λιγότερα αστέρια
Ίσως αυτή η μικρή πτώση στα «top» των κατηγοριών έχει σχέση με τη μείωση των αστεριών στη διοργάνωση. Η πιο σημαντική αλλαγή είναι η φυγή Κλέιζα και Τσίλντρες για τις Η.Π.Α. και η μη αντικατάστασή τους με άλλους αναλόγου ποιότητας από το NBA φέτος (μιλάω σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, όχι για τον Ολυμπιακό). Όμως υπήρχαν και άλλες «ατυχίες» για το θέαμα της διοργάνωσης. Ο αποκλεισμός της ΤΣΣΚΑ που έβγαλε εκτός Ευρωλίγκας από τον Γενάρη τους Σισκάουσκας, Χριάπα, Σμόντις, Χόλντεν, Λάνγκντον, ή ο τραυματισμός των Μπαζίλε, Μάικλ που στέρησε τη διοργάνωση από δύο από τους καλύτερους παίκτες της, σίγουρα μέτρησαν αρνητικά.
Αυτά όλα ίσως «ξεχαστούν» του χρόνου, αφού, αν γίνει τελικά το λοκ άουτ στο NBA, το πιθανότερο είναι να δούμε τεράστια… εισροή πολύ καλών παικτών στο ευρωπαϊκό μπάσκετ και την Ευρωλίγκα.
«Καλύτερη» κατανομή
Μπορεί να υπήρχαν φέτος λιγότερα μεγάλα αστέρια, αλλά απ’ την άλλη είχαμε καλύτερη «κατανομή» των παικτών στις ομάδες. Η μια πλευρά λέει ότι είχε πέσει το επίπεδο και γι’ αυτό έγινε κάτι τέτοιο, η άλλη λέει ότι με την οικονομική κρίση οι «μικρότερες» κινήθηκαν πιο έξυπνα και δυνάμωσαν πολύ, ενώ οι μεγαλύτερες έμειναν στάσιμες αφού οι καλοί παίκτες είναι λίγο πολύ δεδομένοι και μετρημένοι.
Παραδείγματα έξυπνων μετεγγραφών των «μικρότερων» ή των «λιγότερο μεγάλων» που τους ενδυνάμωσαν πολύ υπάρχουν άπλετα: αυτό του Γιασικεβίτσιους στη Λιέτουβος Ρίτας είναι το κλασσικότερο κι εκείνο που άλλαξε τη μοίρα μιας ομάδας ολοκληρωτικά. Όμως, μπορούμε στην κατηγορία αυτή να βάλουμε και τους Γιάριτς, Καουκένας στη Σιένα (η Σιένα έφτασε φάιναλ φορ παίρνοντας πίσω τον Καουκένας, που ένα χρόνο νωρίτερα δεν μπορούσε να τον πληρώσει όσα του έδιναν οι Ισπανοί), ή ακόμα και τους αστέρες που συγκέντρωσε η Φενέρ, που για το ρόστερ που είχε φέτος πριν από 2-3 χρόνια θα έπρεπε να έχει πληρώσει τα διπλάσια.
Οι ίδιοι και οι ίδιοι και φέτος, ή μήπως όχι;
Όπως κάθε πρωτάθλημα στον κόσμο από το πιο αδύναμο ως το πιο ισχυρό, έτσι κι η Ευρωλίγκα έχει τα φαβορί της. Πέρσι Μπαρτσελόνα, Ολυμπιακός, Παναθηναϊκός, Κάχα Λαμποράλ, Ρεάλ Μαδρίτης, Μακάμπι, ΤΣΣΚΑ Μόσχας και Σιένα θεωρούνταν οι πιο δυνατές ομάδες, κάτι που, βεβαίως, ίσχυε και φέτος.
Ξανά η Ευρωλίγκα κατέληξε σε χέρια ομάδας που την έχει ήδη πάρει (και ξαναπάρει) τον 21ο αιώνα, ενώ στον τελικό έπαιζε με ομάδα που επίσης την έχει κατακτήσει τον 21ο αιώνα.
Όμως, ας δούμε και την άλλη πλευρά του νομίσματος. Στα φετινά προημιτελικά βρέθηκαν 5 από τις 8 ομάδες που είχαν βρεθεί και πέρσι (πέρσι Παρτιζάν, Προκόμ, ΤΣΣΚΑ Μόσχας, φέτος Παναθηναϊκός, Σιένα, Βαλένθια οι διαφορετικές), ενώ αυτό που πραγματικά κάνει αίσθηση είναι ότι φέτος στο φάιναλ φορ δεν είδαμε καμία από τις περσινές ομάδες.
Ολυμπιακός και Μπαρτσελόνα ξεκίνησαν και φέτος ως φαβορί, αλλά δεν έφτασαν εκεί, ενώ Παρτιζάν και ΤΣΣΚΑ Μόσχας έμειναν κάπου στην πορεία, εντελώς φυσιολογικά. Παναθηναϊκός, Μακάμπι Τελ Αβίβ, Ρεάλ Μαδρίτης και Σιένα συνέθεσαν μια εντελώς διαφορετική τετράδα, που σίγουρα ήταν «ευχής έργον» για τη διοργάνωση (το να αλλάξουν και οι 4 του φάιναλ φορ μέσα σε ένα χρόνο). Εν ολίγοις, δηλαδή, η διοργάνωση ανανεώθηκε στην κορυφή της και 4 άλλες ομάδες φέτος ήταν καλύτερες από τις αντίστοιχες περσινές. Μάλιστα, οι 3 από τις 4 του φετινού φάιναλ φορ απέκλεισαν 3 από το περσινό.
Νέος πρωταθλητής
Σε συνέχεια του προηγούμενου η Ευρωλίγκα ευτύχησε φέτος να δει έναν άλλο πρωταθλητή σε σχέση με την προηγούμενη σεζόν. Βέβαια, ο Παναθηναϊκός είναι δυναστεία και όχι καινούργια ομάδα στην κορυφή, αλλά, ακόμα κι έτσι, η εναλλαγή ποτέ κακό δεν κάνει.
Εδώ, σε συνδυασμό με το προηγούμενο κεφάλαιο, μπορούμε να θίξουμε κι ένα άλλο θέμα, αυτό της ανάδειξης νέων ομάδων που θα πρωταγωνιστήσουν. Αυτό, προφανώς, δεν είναι εύκολο, ιδίως σε μια ήπειρο με καθιερωμένα εθνικά πρωταθλήματα, τα οποία, λίγο πολύ, έχουν θέσει τις ισορροπίες των ομάδων με βάση τις δυνατότητές τους εκεί, αλλά για να επιτευχθεί τέτοιου είδους ανάπτυξη, θα πρέπει να αλλάξουν πολλά.
Για να βγει μια νέα ομάδα που θα πρωταγωνιστήσει θα πρέπει να προβληθεί το άθλημα και αλλού (σε χώρες… δευτερότριτες), θα πρέπει να αυξηθούν κατά πολύ τα έσοδα από τη διοργάνωση για τις συμμετέχουσες, ώστε να αξίζει μια άλλη ομάδα να κάνει επενδύσεις, καθώς δεν έχουν όλοι… Γιαννακόπουλους και Αγγελόπουλους να βάζουν από την τσέπη τους 10-20 εκατομμύρια ευρώ πάνω από τα έσοδα της ομάδας κάθε χρόνο. Για να αναπτυχθεί ένα επαγγελματικό άθλημα πρέπει πρώτα και πάνω απ’ όλα να το κάνεις ελκυστικό για τους επενδυτές. Και το ευρωπαϊκό μπάσκετ δεν έχει ούτε κατά διάνοια γίνει τέτοιο ακόμα. Με το θέμα καταπιανόμαστε και παρακάτω, από την πλευρά των βημάτων που έχει κάνει η Ευρωλίγκα για την ανάπτυξη του αθλήματος.
Η χρονιά των στρατιωτών
Μια διαφορά σε σχέση με πέρσι ήταν ότι φέτος είδαμε περισσότερες ομάδες-στρατιωτάκια. Το πιο ελεύθερο και θεαματικό μπάσκετ δεν είχε την τιμητική του, εκτός από την περίπτωση της Μακάμπι, όπου ο Μπλατ συνδύασε το άναρχο στιλ των παικτών του με τη δική του αγάπη για κοντρόλ μπάσκετ. Ομάδες όπως ο περσινός Ολυμπιακός και η Μπαρτσελόνα έλειπαν, ακόμα και η Λαμποράλ κινούταν φέτος σε χαμηλότερους ρυθμούς από άλλες χρονιές και ο Ιβάνοβιτς προσπαθούσε να βάλει τους παίκτες του σε καλούπια.
Μια νέα εποχή στο μπάσκετ ή μια παρένθεση και οι ομάδες εκείνες που θα προτιμούν να κερδίζουν στην επίθεση θα επιστρέψουν; Πάντα ήταν λιγότερες από τις άλλες (εξάλλου το αγνό μπασκετικό ταλέντο σπανίζει), αλλά φέτος ήταν πολύ λίγες. Βέβαια, το αποτέλεσμα δικαιώνει τη μεγαλύτερη εκπρόσωπό τους (παράλληλα εννοείται με την άλλη… σχολή), καθώς η Μακάμπι ήταν στον τελικό της Ευρωλίγκας δείχνοντας ότι υπάρχει κι άλλος δρόμος από την άμυνα για να φτάσεις ως το τέλος της διοργάνωσης. Εκείνος που αγαπά ο κόσμος, το θέαμα και το πιο ελεύθερο παιχνίδι. Για να δούμε πόσοι θα προσπαθήσουν του χρόνου να υιοθετήσουν το δικό της στιλ παιχνιδιού.
Διαιτησία
Και φέτος, όπως και πέρσι, είδαμε αρκετές μέτριες διαιτησίες στην Ευρωλίγκα. Αυτό που έλειπε ήταν η διαιτησία που θα μας βγάλει από τα ρούχα μας, εκείνη που θα κρίνει το ματς κάνοντας… χειρουργείο επί 40 λεπτά, κάτι που δείχνει πως οι διαιτητές έχουν μάθει πώς να περνάνε σχεδόν απαρατήρητοι σε ένα ματς, ως επί το πλείστον.
Βέβαια, είδαμε αρκετά φαλτσοσφυρίγματα, ακόμη και σε σημαντικές φάσεις αγώνων σε όλα τα σημεία της χρονιάς, αλλά αυτά δεν μπορούν να λείπουν. Εξάλλου είναι κοινός τόπος τα τελευταία χρόνια ότι το επίπεδο της διαιτησίας έχει χαμηλώσει.
Σύστημα διεξαγωγής
Το νέο σύστημα διεξαγωγής που εισήχθη φέτος στην ουσία δεν πρόσφερε πολλά πράγματα παρά μια… δεύτερη θέση στη Ρωσία στους ομίλους. Η περίφημη αλλαγή για να πάει η Ευρωλίγκα και σε χώρες που δεν είναι τόσο προηγμένες μπασκετικά ώστε να τις φέρει κοντά στην αφρόκρεμα του αθλήματος (σύστημα που κοπιάρει ουσιαστικά το ποδοσφαιρικό) δεν ήταν και τόσο σημαντική.
Εντάξει, είχαμε δύο προκριματικούς γύρους, είχαμε 16 περισσότερες ομάδες (15 ελέω Αμαρουσίου) να παλεύουν για 2 εισιτήρια αλλά το όλο θέμα μύριζε… προχειρότητα από χιλιόμετρα μακριά.
Το να βάλεις τους GasTerra Flames Χρόνινγκεν να παίξουν 2 ματς με την Ουνίκς Καζάν, ή μια δεύτερη ισραηλινή, μια ομάδα από το Μαυροβούνιο, από τη Σερβία ή όπου άλλου, δεν αλλάζει σε κάτι την προώθηση του αθλήματος. Κανείς δεν θα κάνει επενδύσεις για να παίξει 2 προκριματικά ματς με μια πολύ καλύτερη ομάδα μήπως και περάσει στους ομίλους.
Η Ευρωλίγκα σίγουρα κάνει βήματα προσπάθειας, αλλά μάλλον τα κάνει με λάθος τρόπο. Για του λόγου το αληθές δεν χρειάζεται να κουραστείτε ή να ψάξετε, αρκεί μια βόλτα στο site της διοργάνωσης για να αναζητήσετε τους δύο προκριματικούς γύρους. Στη σελίδα «teams» υπάρχουν μόνο οι 24 των ομίλων, στη σελίδα «schedule» το πρόγραμμα μόνο από την κανονική περίοδο και μετά, στη σελίδα «results» τα αποτελέσματα από την κανονική περίοδο και μετά.
Τα των προκριματικών τα βρίσκει κανείς μόνο στο «format» ξεχασμένα και… μόνα τους. Αν η ίδια η διοργανώτρια δεν προωθεί την αλλαγή που κάνει, δεν τη διαφημίζει, δεν την προβάλλει, πώς θα πείσει τις ομάδες από τις χώρες στις οποίες πάει η αλλαγή να κάνουν επενδύσεις; Αν η ίδια η διοργανώτρια δεν σέβεται την κίνηση που κάνει προς τα εμπρός πώς μπορεί αυτή η κίνηση να αλλάξει κάτι;
Η Ευρωλίγκα ήρθε στο ευρωπαϊκό μπάσκετ σε μια στιγμή που τη χρειαζόταν, σε μια στιγμή που η FIBA είχε φτάσει σε τέλμα. Όμως, δεν πρέπει να επαναλαμβάνονται τα ίδια λάθη, ούτε να εφησυχάζει η διοργανώτρια επειδή οι ομάδες την ακολουθούν προς το παρόν. Το μπάσκετ δεν έχει γίνει παγκόσμιο, το μπάσκετ δεν έχει αναπτυχθεί και προβληθεί όσο θα έπρεπε στην Ευρώπη και χρειάζονται ακόμα πολλά βήματα προς την κατεύθυνση αυτή για να θεωρηθεί ικανοποιητική η ανάπτυξη του αθλήματος.
Ο κλήρος έχει πέσει στην Ευρωλίγκα, η οποία, όμως, προς το παρόν δεν δείχνει ικανή να διαχειριστεί το βάρος της κατάστασης. Για παράδειγμα, στο αθλητικό διαδίκτυο της Γερμανίας δεν υπήρχε ουσιαστική αναφορά για το τρόπαιο του Παναθηναϊκού, ενώ στην Αγγλία η αναφορές ήταν μια-δυο και από δύο σειρές σε κάθε έντυπο. Και μιλάμε για τη σημαντικότερη συλλογική μπασκετική οργάνωση στην Ευρώπη και τη δεύτερη σημαντικότερη παγκοσμίως από άποψη δυναμικότητας. Η Ευρωλίγκα δεν είναι πια «νέα» διοργάνωση.
Έχει περάσει τα 10 χρόνια, έχει καθιερωθεί. Πλέον, μπορεί να κριθεί για τα βήματα που έχει κάνει προς τα μπρος, τα οποία, δυστυχώς, είναι πολύ λίγα σε σχέση με τα όσα αξίζει το άθλημα. Η κάλυψη, οι «φωνές» που ακούγονται (πάντα στα πλαίσια της διοργανώτριας), η προβολή, ο «μαγικός» μικρόκοσμος που πρέπει να δημιουργηθεί, είναι όλα πολύ «λίγα» σε σχέση με αυτό που θα έπρεπε. Αυτά τα «μηνύματα» δεν είναι ούτε καλά, ούτε ελπιδοφόρα. Ας ελπίσουμε ότι κάτι θα αλλάξει τα επόμενα χρόνια και το μπάσκετ θα ανέβει εκεί που του αξίζει…
Νίκος Κουσούλης