Η ιστορία του μπάσκετ είναι γεμάτη από λάθη παραγόντων που έμειναν στην ιστορία. Από περίεργες επιλογές στο ντραφτ, που ποτέ δεν δικαιώθηκαν, με τους σκάουτερς να αρνούνται να πάνε στο… προφανές, μέχρι μετεγγραφές που δεν βγάζουν κανένα νόημα. Βέβαια, λάθη τέτοια υπήρχαν πάντα όσο υπάρχει και το μπάσκετ και η παρακάτω ιστορία είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά.
Μιλάμε για τα τέλη της δεκαετίας του 1940 και τη δεκαετία του 1950, όταν το μπάσκετ στις Η.Π.Α. ακόμη αντιμετώπιζε πολλά θέματα. Τότε, υπήρχαν το BAA (Basketball Association of America) στο οποίο οι Νικς ήταν μια από τις πρώτες ομάδες, και το NBL (National Basketball League) που ήταν θεωρητικά το επίσημο (βεβαίως υπήρχε και το λιγότερο επαγγελματικό ABL). Οι δύο λίγκες τον Αύγουστο του 1949 συγχωνεύτηκαν σε μία, το γνωστό ως και σήμερα NBA.
Μέχρι τότε, οι σχέσεις τους δεν ήταν τόσο ανταγωνιστικές, καθώς φαινόταν να έχουν βρει τρόπο να συνυπάρχουν. Οι περισσότεροι παίκτες συνέχιζαν στις ομάδες των πόλεών τους τότε ή της Πολιτείας τους, οπότε όπου υπήρχε μια ομάδα δεν υπήρχε και ανταγωνισμός ανάμεσα στα δύο πρωταθλήματα. Το NBL είχε πολλές ομάδες στη Δυτική Ακτή και στις Κεντρικές Η.Π.Α., ενώ το BAA είχε ξεκάθαρα τον πρώτο λόγο στην Ανατολική Ακτή. Βέβαια, στην Ανατολική Ακτή υπήρχαν ομάδες και από το NBL και εκεί είναι που εκτυλίσσεται η σημερινή ιστορία.
Ο Άντολφ «Ντολφ» Σέις γεννήθηκε το 1928 στη Νέα Υόρκη και όταν τελείωσε το Λύκειο φοίτησε στο NYU από το 1944 ως το 1948. Εκεί ήταν ο βασικός σέντερ και All-American το 1948, κάνοντας το NYU ένα από τα σημαντικότερα και πιο σεβαστά προγράμματα της εποχής. Με ύψος 2.03 μέτρα και βάρος 90 κιλά ο Σέις ήταν μάλλον σχετικά κοντός για σέντερ ακόμα και εκείνη την εποχή, όχι τόσο δυνατός και με έφεση στο παιχνίδι έξω από τη ρακέτα. Δεν του άρεσε να παίζει πάνω από το στεφάνι, είχε τρομερό σουτ, ενώ είναι ένας από τους λίγους παίκτες στην ιστορία του μπάσκετ που μπορούσαν να σουτάρουν και με τα δύο χέρια (αναλυτικά το γιατί στο τέλος του άρθρου). Παρόλα αυτά θεωρούνταν τεράστιο ταλέντο και οι Νιου Γιορκ Νικς τον επέλεξαν στο νούμερο 4 του ντραφτ του 1948.
Ο Σέις επιλέχθηκε και από το NBL και τους Τράι-Σίτις Μπλάκχοκς, που έδωσαν τα δικαιώματά του στους Σιράκιουζ Νάσιοναλς (που πια έχουν γίνει Φιλαντέλφια Σίξερς). Οι όποιες επιφυλάξεις των Νικς είχαν να κάνουν με το γεγονός ότι ήθελαν να βάλουν τον Σέις στο σέντερ και δεν ήξεραν αν θα μπορούσε να παίξει εκεί. Όμως, τον ήθελαν.
Ο τότε ιδιοκτήτης των Νικς, ο θρυλικός Νεντ Άιρις, είχε αποφασίσει… μόνος του σε ένα σάλαρι καπ για την ομάδα του που δεν θα ξεπερνούσε τα 100.000 δολάρια από τα οποία είχε υπολογίσει 5.000 δολάρια για μισθούς ρούκι παικτών. Περιορισμοί από τη λίγκα δεν υπήρχαν, αλλά ο Άιρις έτσι είχε αποφασίσει.
Την ίδια ώρα οι Σιράκιουζ Νάσιοναλς του NBL, με τον Ντάνι Μπιάζον (ο άνθρωπος που αργότερα εισήγαγε στο μπάσκετ το 24άρι για επίθεση) ιδιοκτήτη, επίσης ήθελαν τον Σέις, οπότε τον ταξίδεψαν στο Σιράκιουζ μαζί με τον πατέρα του και του πρόσφεραν 7.000 δολάρια και μπόνους 500 δολαρίων με την υπογραφή. Επίσης, του είπαν ότι δεν θα είχαν πρόβλημα να τον υπολογίζουν στη θέση του πάουερ φόργουορντ αντί αυτής του σέντερ.
Ο Σέις συνέχισε να μιλά με τους Νικς, οι οποίοι προσπάθησαν να του κάνουν αντιπρόταση για να τον πείσουν. Ο Άιρις δεν θέλησε να πάει πάνω από τα 5.000 δολάρια που είχε… επιβάλλει στον εαυτό του ως όριο, αλλά υποσχέθηκε στον Σέις ότι θα καλύψει τη διαφορά βρίσκοντάς του δουλειά για το καλοκαίρι που δεν είχαν πρωτάθλημα. Όμως, οι Νικς δεν μπόρεσαν να πείσουν τον Σέις για το τι ακριβώς δουλειά θα ήταν αυτή, οπότε ο παίκτης αποφάσισε να πάει στους Νάσιοναλς.
Ένα άλλο στοιχείο που μέτρησε στην απόφασή του ήταν το γεγονός ότι ο Σέις είχε πάρει πτυχίο από ένα καλό πανεπιστήμιο και είχε αξία στο εργασιακό χρηματιστήριο. Ο ίδιος αναφέρει ότι το 1948 είχε πρόταση από την εταιρεία Boeing για να πάει να δουλέψει σε αυτή, στην οποία και απάντησε: «Αφήστε με να παίξω ένα χρόνο μπάσκετ και να βγάλω όσο περισσότερα λεφτά γίνεται, να παίξω ένα χρόνο στο Σιράκιουζ, και μετά έρχομαι να δουλέψω σε μια ‘αληθινή’ εταιρεία».
Ο «ένας χρόνος» έγινε 16 και ο Ντολφ Σέις θεωρείται ο άνθρωπος που ουσιαστικά δημιούργησε τη θέση του σύγχρονου πάουερ φόργουορντ όντας ο πρώτος πραγματικός πάουερ φόργουορντ στο μπάσκετ. Μετά την πρώτη του χρονιά (στην οποία ήταν και ρούκι της σεζόν) τα δύο πρωταθλήματα συγχωνεύτηκαν, οπότε πέρασε τα επόμενα 15 χρόνια της καριέρας του στο NBA.
Στην πρώτη του χρονιά οι Νάσιοναλς πήγαν από το 24-36 στο 40-23, ενώ το 1955 κατέκτησαν το πρωτάθλημα.
Το NBA εισήγαγε all-star games το 1951 και ο Σέις ήταν παρών στα πρώτα 12 ενώ είναι ο παίκτης που σκόραρε το πρώτο καλάθι στην ιστορία των all-star games (και είχε 15 πόντους και 14 ριμπάουντ σε εκείνο το ματς). Τελείωσε την καριέρα του με 18.5 πόντους, 12.1 ριμπάουντ μέσο όρο και 3.1 ασίστ. Το 1970 επιλέχθηκε ως ένας από τους 12 καλύτερους παίκτες στην ιστορία του μπάσκετ που είχαν ήδη σταματήσει την καριέρα τους. Το 1973 εισήχθη στο Hall of Fame, ενώ εννοείται ότι το 1996 επιλέχθηκε ανάμεσα στους 50 καλύτερους όλων των εποχών. Οι Νικς δηλαδή (που από το 1970 και μετά δεν είχαν κανένα όριο στο πόσα θα πλήρωναν τους παίκτες τους και αρκετά χρόνια αργότερα θα έδιναν 100.000.000 δολάρια εξαετή επέκταση στον Άλαν Χιούστον) έχασαν έναν από τους μεγαλύτερους όλων των εποχών για 2.500 δολάρια.
Όταν αποχώρησε από το μπάσκετ το 1964 ο Σέις ήταν πρώτος σκόρερ στην ιστορία του NBA, πρώτος σε παιχνίδια, πρώτος σε λεπτά συμμετοχής, πρώτος σε παιχνίδια πλέι οφς και πρώτος σε εύστοχες βολές. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του ήταν 1ος ριμπάουντερ το 1950-51 (με 16.4 ανά αγώνα), ενώ το 1956-57 ήταν 1ος στο πρωτάθλημα σε λεπτά συμμετοχής (39.6), 1ος σε εύστοχες βολές, 3ος ριμπάουντ και 4ος σκόρερ. Ήταν συνολικά 4 φορές 1ος σε ποσοστό βολών στο πρωτάθλημα, με υψηλότερο το 90.4% του 1958, ενώ ρεκόρ καριέρας είναι οι 50 πόντοι το 1959 εναντίον των Σέλτικς.
Επίσης, έγινε ο πρώτος παίκτης στην ιστορία του NBA που έπαιξε 700 συνεχόμενα παιχνίδια, καθώς δεν έχασε ούτε έναν αγώνα από τις 17 Φεβρουαρίου του 1952 ως τις 26 Δεκεμβρίου του 1961, παίζοντας σε 706 συνεχόμενα παιχνίδια. Το σερί διακόπηκε όταν ο Σέις έσπασε το σαγόνι του και αναγκάστηκε να μείνει εκτός.
Ο Σέις επίσης, έγινε το 1961 ο πρώτος παίκτης στην ιστορία του NBA που έκανε το περίφημο 30.000 PRA, δηλαδή σύνολο 30.000 σε πόντους+ριμπάουντ+ασίστ. Ξεκάθαρα ένας από τους μεγαλύτερους όλων των εποχών στο μπάσκετ, παίκτης φαινόμενο. Για 11 συνεχόμενα χρόνια είχε νταμπλ-νταμπλ μέσους όρους, με τους 24.9 πόντους του 1957-58 να είναι ο καλύτερος μέσος όρος στους πόντους του, ενώ 6 σεζόν είχε πάνω από 20 πόντους ανά αγώνα.
Το 2011 ο Σέις είπε ότι θεωρεί τον Όσκαρ Ρόμπερτσον πιο πλήρη παίκτη όλων των εποχών, αλλά αν έπρεπε να επιλέξει έναν παίκτη απ’ όλη την ιστορία του μπάσκετ για να χτίσει μια ομάδα γύρω του, μετά από σκέψη ανάμεσα σε Ρόμπερτσον, Ράσελ και Τσάμπερλεν (του οποίου ήταν και προπονητής στους Σίξερς) θα επέλεγε τον Τσάμπερλεν των τελευταίων δύο σεζόν του στη Φιλαντέλφια, γιατί τότε θεωρεί ότι το παιχνίδι του ήταν πιο ολοκληρωμένο από ποτέ (πράγματι ο Τσάμπερλεν στην τελευταία του χρονιά στους Σίξερς είχε 8.6 ασίστ, πιο πολλές από ποτέ στην καριέρα του μαζί με 24.3 πόντους και 23.8 ριμπάουντ).
Νωρίς στην καριέρα του ο Σέις έσπασε το δεξί του χέρι, χέρι με το οποίο σούταρε και αναγκάστηκε να παίξει μια ολόκληρη, σχεδόν, σεζόν με γύψο. Έτσι, έμαθε να σουτάρει με το αριστερό, κάτι που πραγματικά έκανε αδύνατη την προσπάθεια να μαρκαριστεί. Ήταν ο τελευταίος (και ένας από τους καλύτερους) που σούταρε τζαμπ-σουτ ξεκινώντας με τα δύο χέρια (και τελειώνοντας με όποιο ήθελε κάθε φορά) πριν το στιλ με το ένα χέρι στο σουτ (και το άλλο για στήριξη) ουσιαστικά επικρατήσει. Μπορούσε να τελειώσει τις φάσεις με όποιο τρόπο ήθελε και με όποιο χέρι ήθελε, κάτι που μπορείτε πολύ εύκολα να καταλάβετε βλέποντας το συνημμένο βιντεάκι (το κομμάτι του Σέις ξεκινά στο 1:16).
Νίκος Κουσούλης