Μιας και το NBA είναι ακόμα υπό λοκ άουτ, μας δίνεται η ευκαιρία να θυμηθούμε κάποιες λιγότερο γνωστές, αλλά πολύ σημαντικές στιγμές της ιστορίας του. Σήμερα θα ταξιδέψουμε στο καλοκαίρι του 1950 για να παρακολουθήσουμε το άτυπο ντραφτ αστέρων ανάμεσα σε Νιου Γιορκ Νικς, Φιλαντέλφια Ουόριορς (πλέον Γκόλντεν Στέιτ Ουόριορς) και Μπόστον Σέλτικς, ντραφτ στο οποίο οι Νικς έκαναν τη… χειρότερη επιλογή, αλλά ντραφτ από το οποίο έφυγαν… πανηγυρίζοντας!
Ένα ντραφτ που σημάδεψε τα επόμενα 15 χρόνια του NBA, αλλάζοντας ουσιαστικά την ιστορία του σχετικά με τον πρωταθλητή κάθε περιόδου και δείχνει ότι… άμα σε πάει η τύχη, σου φέρνει στην πόρτα σου τα καλύτερα, ακόμη κι αν τα έχεις απορρίψει.
Η ιστορία ξεκινά από το Σικάγο και τους Σικάγο Σταγκς που ήταν μια από τις ιδρυτικές ομάδες του BAA (Basketball Association of America) το 1946 και μάλιστα έπαιξαν στον πρώτο τελικό το 1947, όπου κι έχασαν από τους Φιλαντέλφια Ουόριορς. Οι Σταγκς είχαν αρκετά καλή ομάδα και τις επόμενες χρονιές, έφταναν στα πλέι οφς κάθε φορά, αλλά ο κόσμος δεν έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ομάδα. Αυτό τους ανάγκασε να διαλυθούν μετά από μόλις μία χρονιά στο NBA, το 1949-50.
Όμως, οι Σταγκς δεν διαλύθηκαν μετά το τέλος της σεζόν, αλλά μετά το ντραφτ του 1950. Ο λόγος ήταν ότι η διοίκησή τους ήθελε να παίρνει παίκτες, ώστε να τους πουλήσει στις υπόλοιπες ομάδες πριν διαλυθεί, για να βγάλει μερικά τελευταία χρήματα.
Μάλιστα, στο ντραφτ του 1950 πήραν τον Φράνκι Μπράιαν, πρώην παίκτη των Άντερσον Πάκερς (της Ιντιάνα) που είχαν διαλυθεί λίγο νωρίτερα κι αυτοί λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος από τον κόσμο. Ο Μπράιαν ήταν εκείνη τη σεζόν στη 2η Καλύτερη Πεντάδα του πρωταθλήματος.
Ο Ζασλόφσκι μήλον της έριδος για όλους
Η διοίκηση των Σταγκς έκανε “μυστικές” επαφές με τις άλλες ομάδες, πουλώντας τους καλύτερους παίκτες της ομάδας ουσιαστικά σε πλειοδοσία. Οι Νιου Γιορκ Νικς, του θρυλικού Νεντ Άιρις, προσπαθούσαν να πάρουν όσους περισσότερους παίκτες των Σταγκς μπορούσαν. Βασικός στόχος ήταν ο Μαξ Ζασλόφσκι, γκαρντ/φόργουορντ που ήταν ήδη 4 φορές στην Καλύτερη Πεντάδα του πρωταθλήματος, ενώ είχε δύο συνεχόμενες χρονιές πάνω από 20 πόντους μέσο όρο (το 1946-47 και το 1947-48). Και μιλάμε για εποχές που συνήθως δυο παίκτες ξεπερνούσαν τους 20 πόντους μέσο όρο στο πρωτάθλημα…
Ο Ζασλόφσκι ήταν μήλον της έριδος για πολλές ομάδες, παρότι είχε τη φήμη του… λίγο παρτάκια, δηλαδή του παίκτη που πρώτα κοιτούσε τα στατιστικά του και τα σουτ του και μετά την ομάδα. Όμως, ήταν τρομερός σκόρερ και όλοι παρέβλεπαν τον χαρακτήρα του.
Τον Ζασλόφσκι ήθελαν και οι Φιλαντέλφια Ουόριορς, οι οποίοι είχαν ανοίξει πλειοδοτικό «πόλεμο» με τους Νικς. Απ’ την άλλη, οι Μπόστον Σέλτικς, που είχαν τερματίσει στην τελευταία θέση της λίγκας, μέσω του προέδρου τους, Ουόλτερ Μπράουν, και του τζένεραλ μάνατζερ, του θρυλικού Ρεντ Άουερμπαχ, «γκρίνιαζαν» στον κομισάριο του NBA, Μορίς Ποντόλοφ, ότι οι παίκτες των Σταγκς θα έπρεπε να μπουν σε ντραφτ και οι Σέλτικς να διαλέξουν πρώτοι, ως χειρότερη ομάδα της λίγκας. Και, βεβαίως, να διαλέξουν τον Ζασλόφσκι.
Το ξεπούλημα ως τους καλύτερους
Το πράγμα ξέφευγε από τον έλεγχο, οπότε ο Ποντόλοφ αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Έδωσε συγκεκριμένη «τιμή» σε κάθε παίκτη των Σταγκς, τιμή την οποία οι άλλες ομάδες θα έπρεπε να πληρώσουν για να τον αποκτήσουν, με σκοπό οι Σταγκς να ξεπληρώσουν τα χρέη τους προς τη λίγκα πριν διαλυθούν. Μετά, ο Ποντόλοφ πρότεινε τον κάθε παίκτη των Σταγκς σε ομάδες οι οποίες εκείνος πίστευε ότι θα ωφελούνταν περισσότερο στην κάθε περίπτωση. Όσο «έδινε» τους χειρότερους παίκτες των Σταγκς, κανείς δεν έφερε αντίρρηση, αλλά όταν έφτασε στους καλύτερους σε κανέναν δεν άρεσε αυτό το σύστημα.
Για τον Φράνκι Μπράιαν (τον τύπο που οι Σταγκς είχαν πάρει από τους Πάκερς) ο ιδιοκτήτης των Τράι-Σίτις Μπλάκχοκς, Μπεν Κέρνερ, επέμενε ότι έπρεπε η ομάδα του να τον πάρει για τους εξής λόγους: πρώτον επειδή ο Μπράιαν και ο Κέρνερ ήταν… φίλοι και, δεύτερον, επειδή οι Μπλάκχοκς χρειάζονταν έναν τέτοιο παίκτη (ο Μπράιαν ήταν 2ος σκόρερ του NBA την περασμένη σεζόν, όλοι χρειάζονταν έναν τέτοιο παίκτη…).
Ο Ποντόλοφ δέχτηκε, αλλά σε αντάλλαγμα ζήτησε οι Μπλάκχοκς να δώσουν για τον Μπράιαν τα δικαιώματα του πικ που πήραν το καλοκαίρι του 1950 στο ντραφτ. Αυτό ήταν το 4ο πικ (3ο στο ντραφτ, αλλά 4ο λόγω της ιστορίας των Ουόριορς με τον Αρίζιν), με το οποίο οι Μπλάκχοκς είχαν επιλέξει έναν θεαματικό All-American γκαρντ με το όνομα… Μπομπ Κούζι.
Η υπόθεση «Κούζι»
Η διοίκηση των Μπλάκχοκς το έκανε, καθώς δεν συμφωνούσε με τον Κούζι, που δεν είχε δεχτεί ως τότε να υπογράψει συμβόλαιο. Ο Κούζι ήταν 3 φορές All-American, έκανε πράγματα που κανείς δεν είχε δει ως τότε στο NBA (πάσες πίσω από την πλάτη, no-look, και διάφορα άλλα) και όταν δήλωσε συμμετοχή στο ντραφτ του 1950, υπήρχε μεγάλη πίεση στους Σέλτικς να τον επιλέξουν στο νούμερο 1, καθώς ήταν ντόπιος, από τη Βοστόνη. Τότε οι Σέλτικς αποφάσισαν να πάρουν σέντερ, τον Τσάρλι Σέαρ (που ολοκλήρωσε την καριέρα του με 8.3 πόντους και 8.4 ριμπάουντ στο NBA).
Μάλιστα, ως απάντηση στην κατακραυγή του τύπου για τη μη επιλογή του Κούζι, ο Ρεντ Άουερμπαχ είχε πει τότε τη θρυλική (και άκρως… ατυχή) φράση: «Θέλουμε έναν ψηλό. Οι κοντοί δεν αξίζουν τίποτα. Υποτίθεται ότι πρέπει να κερδίζω, όχι να παίρνω ντόπιους τύπους στην ομάδα μου».
Ο Κούζι ήθελε τόσο πολύ να παίξει στους Σέλτικς, που ήταν ράκος μετά το ντραφτ. Μάλιστα, πήγε μόνος του στον ιδιοκτήτη των Σέλτικς για να μάθει αν υπάρχει οποιοσδήποτε τρόπος να παίξει στους Σέλτικς, για να πάρει ως απάντηση ένα ξερό «όχι».
Ο Κούζι δεν ήθελε με τίποτα να παίξει στους Μπλάκχοκς, οπότε ζήτησε το αδιανόητο ποσό για την εποχή και για ρούκι των 10.000 δολαρίων για να παίξει εκεί. Οι Μπλάκχοκς πρόσφεραν 6.000 δολάρια, αλλά ο Κούζι αρνήθηκε να παρουσιαστεί στην ομάδα. Οπότε, ο ιδιοκτήτης των Μπλάκχοκς, Κέρνερ, ουσιαστικά ανάσανε όταν έδιωχνε τον Κούζι για τον Μπράιαν.
Το άτυπο ντραφτ
Μετά τη λήξη του θέματος με τον Μπράιαν, ο Ποντόλοφ είχε μείνει με τρεις παίκτες των Σταγκς (δύο συν τον Κούζι). Οπότε, μιας και υπήρχαν οι Νικς, οι Ουόριορς και οι Σέλτικς που ήθελαν περιφερειακό (τον Ζασλόφσκι) αποφάσισε να κάνει ντραφτ με τις τρεις ομάδες για τους τρεις περιφερειακούς, τον Μαξ Ζασλόφσκι, τον «Handy» Άντι Φίλιπς (2η Πεντάδα, 1ος πασέρ στο πρωτάθλημα) και τον Μπομπ Κούζι. Εννοείται ότι οι δύο πρώτοι ήταν τα αστέρια του ντραφτ και ο Κούζι… η επιλογή που περίσσευε και κανείς δεν ήθελε!
Ο Ποντόλοφ έγραψε τα ονόματα των τριών παικτών σε τρία χαρτάκια και τα έβαλε στο καπέλο του ιδιοκτήτη των Σιράκιουζ Νάσιοναλς, Ντάνι Μπιαζόνι, που ήταν εκεί.
Πρώτος επέλεξε ο Νεντ Άιρις των Νιου Γιορκ Νικς και «τρελάθηκε» από τη χαρά του όταν τράβηξε το όνομα του Μαξ Ζασλόφσκι. Οι Σέλτικς διάλεξαν δεύτεροι και απογοητευμένοι είδαν να τραβούν το όνομα του Μπομπ Κούζι, με τον ιδιοκτήτη τους Ουόλτερ Μπράουν, να φεύγει από το δωμάτιο θυμωμένος, καθώς φώναζε ότι του έκλεψαν τον Ζασλόφσκι και δεν του έδωσαν καν το βραβείο της παρηγοριάς (τον Φίλιπ). Τελευταίος επέλεξε ο Έντι Γκότλιμπ των Ουόριορς, προφανώς τον Φίλιπ, φεύγοντας ικανοποιημένος από το άτυπο ντραφτ.
Τι έγραψε η ιστορία
Ο Ζασλόφσκι «άντεξε» δυο χρονιές στους Νικς, πριν τον διώξουν μαζί με άλλους δύο (Τζιμ Λουίζι, Ρόι Μπέλιβο) το 1953 για τον Τζιμ Μπέχτολντ, νούμερο 2 στο ντραφτ του 1952. Κανείς από τους 4 δεν έκανε ιδιαίτερη καριέρα, ο Ζασλόφσκι έπαιξε στο all-star game του 1952. Καμία χρονιά του με τους Νικς δεν ξεπέρασε τους 14.1 πόντους, καμία χρονιά δεν μπήκε στην πρώτη δεκάδα των σκόρερ, καμία χρονιά δεν επελέγη σε κάποια από τις καλύτερες πεντάδες, ενώ ως τότε, καμία από τις 3 προηγούμενες (πριν πάει στους Νικς) δεν είχε πέσει κάτω από τους 16.4 ανά αγώνα και τις 4 προηγούμενες (όλες τις καριέρας του ως τότε) ήταν στην πρώτη τετράδα των σκόρερ του πρωταθλήματος, αλλά και στην Καλύτερη Πεντάδα του πρωταθλήματος! Το 1956 σταμάτησε το μπάσκετ σε ηλικία 31 ετών.
Ο Φίλιπ ήταν ξανά 1ος πασέρ του πρωταθλήματος τις δύο επόμενες σεζόν, στην πρώτη τετράδα των πασέρ ως το 1956, έπαιξε στα 5 πρώτα all-star games (1951-55), ήταν στη 2η καλύτερη πεντάδα το 1952 και το 1953 και εισήχθη στο Hall of Fame το 1961. Σταμάτησε το μπάσκετ το 1958, ενώ στους Ουόριορς έπαιξε ως τα μισά της σεζόν 1952-53.
Ο Μπομπ Κούζι, ο «ντόπιος κοντός» που δεν ήθελε ο Άουερμπαχ, έπαιξε σε 13 συνεχόμενα all-star games, ήταν 10 φορές μέλος της καλύτερης πεντάδας του NBA, 2 φορές μέλος της δεύτερης καλύτερης πεντάδας, 8 φορές 1ος πασέρ του NBA, πήρε 6 πρωταθλήματα, 1 MVP κανονικής περιόδου, 2 MVP σε all-star game, για να εισαχθεί στο Hall of Fame το 1971, ως ένας από τους μεγαλύτερους θρύλους στην ιστορία του αθλήματος.
Νίκος Κουσούλης