Η νίκη στο ντέρμπι ήρθε μάλλον εύκολα: μπορεί να μην υλοποιήθηκαν οι φαντασιώσεις της «πράσινης» κερκίδας για 30άρες και άνω, αλλά ο Παναθηναϊκός πήρε το ροζ φύλλο χωρίς ούτε να απειληθεί, ούτε να παίξει τίποτα σπουδαίο. Κι αν έλειπε κι εκείνη η νωθρότητα στο φινάλε, ίσως να είχε κριθεί από τώρα η πρωτιά στην κανονική περίοδο. Δυστυχώς όμως, αυτό δεν μπορεί να είναι αρκετό για μια ομάδα με φιλοδοξίες κορυφής. Ο «εξάστερος» δεν είναι στα καλύτερά του και απλώς πέρασε με άνεση έναν μάλλον χαμηλό πήχη. Για την ώρα.
Αν το δούμε από απόσταση, η γενική εικόνα είναι οριακά θετική για τον Παναθηναϊκό που λίγο-πολύ είχε τον έλεγχο της κατάστασης στη μεγαλύτερη διάρκεια του παιχνιδιού, ενώ πέτυχε αρκετούς από τους επιμέρους στόχους του στον τομέα της τακτικής. Αφενός, κατάφερε να κρατήσει τον Ολυμπιακό μακριά από το εύκολο καλάθι. Η ρακέτα γέμισε και ο αντίπαλος υποχρεώθηκε σε υπερβολικά πολλά τρίποντα, κυρίως στο πρώτο ημίχρονο. Ένα δεύτερο στοιχείο που πήγε πολύ καλά ήταν ο δραστικός περιορισμός των μεγάλων ατού του αντιπάλου.
Όσον αφορά τον Παπαδόπουλο η συνταγή πέτυχε σχεδόν απόλυτα: ο διεθνής σέντερ ήταν ουσιαστικά non factor για ένα ημίχρονο και άρχισε να επηρεάζει το ματς από το 21΄-22΄ και μετά, όταν ήδη είχε φορτωθεί τρία φάουλ – άσχετα αν με την κλάση του δημιούργησε πολλά προβλήματα ώσπου να χρεωθεί το τέταρτο. Τελικά, θα τον θυμόμαστε περισσότερο για το σερί βολών που εκτέλεσε (και σπατάλησε) στο τελευταίο λεπτό. Όσον αφορά τον Σπανούλη (νο.1 παίκτης του Ολυμπιακού whatsoever), ο Ομπράντοβιτς κατάφερε να τον κρατήσει αρκετά κάτω από τα φετινά στάνταρ του. Ο Λαρισαίος δεν βρήκε ευκαιρίες για τις φάσεις «ένας με έναν» που είναι το ψωμί του, και γενικώς κρατήθηκε μακριά από τη ρακέτα με αποτέλεσμα να μην κάνει τη συνήθη θραύση στις ασίστ (και τα λάθη, χα χα χα!).
Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να μείνουν οι Πειραιώτες μακριά από τις (λιγοστές φέτος) ευκολίες τους στο επιθετικό κομμάτι και να καλούνται στο δεύτερο ημίχρονο να ανατρέψουν διψήφια διαφορά. Οι πιο έμπειροι από τους παίκτες τους (Λάζος, Άντιτς, Σπανούλης) ανέβασαν την απόδοσή τους, υπήρχε και ο Πρίντεζης που ήταν από την αρχή καυτός (ο Ντούντα τον ψιλοξέχασε στη δ΄περίοδο και τον ευχαριστούμε πολύ) αλλά το συνολικό αποτέλεσμα δεν έπεισε. Σε κάθε περίπτωση, οι φιλοξενούμενοι βρέθηκαν ξανά να χάνουν με διψήφια διαφορά και το (πράγματι επισφαλές εν όψει ΣΕΦ) τελικό 74-70 οφείλεται καθαρά στις αλλεπάλληλες βλακείες των «πράσινων» κατά το τελευταίο λεπτό: χαμένα ριμπάουντ, σαστισμένη παρουσία, κακές επιθέσεις.
Με το κάκιστο κλείσιμο που έκανε στο ντέρμπι ο Παναθηναϊκός αδίκησε τον εαυτό του. Μια πιο καθαρή διαφορά θα έκοβε τα φτερά του μεγάλου αντιπάλου, ενώ τώρα υπάρχει μια αχτίδα φωτός για τη ρεβάνς στο Φάληρο. Κακά τα ψέματα, ο Ολυμπιακός αυτού του Νοεμβρίου δεν πείθει για ομάδα υψηλής κλάσης και ήταν μεγάλη ευκαιρία για τους «πράσινους» να δείξουν από νωρίς ποιος είναι το αφεντικό. Απέναντί τους έχουν μια ομάδα νεανική, χαμηλού ειδικού βάρους, μια ομάδα που χρειάστηκε 35 αγωνιστικά λεπτά για να βρει το δεύτερο τρίποντό της στο παιχνίδι, έχοντας στο μεταξύ χτίσει νέο ΟΑΚΑ. Είναι σίγουρο ότι οι πρωταθλητές Ευρώπης μπορούν να παίξουν πολύ καλύτερα και είναι ακόμα πιο σίγουρο ότι η ομάδα που παρουσιάστηκε απέναντι σε Μπάμπεργκ και ΟΣΦΠ λίγη σχέση έχει με εκείνη που αντιμετώπισε την ΤΣΣΚΑ πριν δέκα μέρες.
Κόντρα στον Ολυμπιακό οι «πράσινοι» βρήκαν τις ευκαιρίες να σκοράρουν με ικανή συχνότητα, ενώ η υπεροχή σε ποιότητα ήταν αρκετή για να τους βγάλει στον αφρό όταν ο αντίπαλος άρχισε να δαγκώνει. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν συγκεκριμένα, «κραχτά» προβλήματα που κάνουν την κατάσταση δύσκολη. Ο Παναθηναϊκός των τελευταίων εβδομάδων εμφανίζει μεγάλα κενά στις θέσεις των ψηλών και αυτά έρχονται να προστεθούν στη δεδομένη έλλειψη λύσεων για τη θέση «3». Είτε λόγω απουσιών (Τσαρτσαρής, Περπέρογλου), είτε λόγω κακής φόρμας (Μπατίστ, Μάριτς), είτε λόγω μη προσαρμογής στο σύστημα (Σμιθ, Π.Καλάθης, Λόγκαν), τα χέρια του Ομπράντοβιτς είναι δεμένα.
Ο Σέρβος έφτιαξε ένα εύπλαστο, πολυδιάστατο ρόστερ, αλλά αυτές τις μέρες τα σχήματα που μπορεί να παρατάξει στο παρκέ είναι εντελώς συγκεκριμένα. Ελλείψει άλλου γνήσιου 3αριού ο Σάτο δεν κατεβαίνει καθόλου στο «2», ενώ ο Καϊμακόγλου δύσκολα βρίσκει ευκαιρίες να παίξει εκείνος στο «3» και να χτυπήσει από το λόου-ποστ. Αυτός είναι και ο λόγος που το ροτέισον της ομάδας έχει κλείσει επικίνδυνα και υπάρχουν 5-6 παίκτες που μοιράζονται τα περισσότερα λεπτά, με αποτέλεσμα να βγαίνει κούραση στα καθοριστικά σημεία και να παρατηρούνται τόσα λάθη. Ακόμα πιο δύσκολα είναι τα πράγματα στην άμυνα, όπου η διαχρονική συνταγή «Διαμαντίδης-Μπατίστ-Τσαρτσαρής» έχει εκ των πραγμάτων τεθεί εκτός… λίστας.
Το ροτέισον των σέντερ είναι τελείως επίφοβο: ο Βουγιούκας από λύση νο.3 έχει γίνει μακράν ο πιο αξιόπιστος και δικαίως παίρνει τα περισσότερα λεπτά, αφού ο μεν Μπατίστ έχει το χάλι του (0/2 με αντίπαλο τον Κώστα Παπανικολάου, έλεος!) κι ο δε Μάριτς, με λιγοστές εξαιρέσεις, παίζει σαν μαστουρωμένος και δεν επιβάλλει την παρουσία του στο ζωγραφιστό. Αντίστοιχα, στο «4» υπάρχει ο Σμιθ που δεν καταλαβαίνει καθόλου πώς πρέπει να κινείται στο παρκέ (ο αθλητικός Πρίντεζης τον έκανε γιο-γιο) και ο Καϊμακόγλου που είναι τεχνίτης και πάντα σε εγρήγορση, όμως καλείται τώρα να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά, αν και στο σχεδιασμό της ομάδας ήταν χωρίς αμφιβολία η τρίτη επιλογή για τη θέση. Το να παίζουν περισσότερο ο Ίαν και ο Καϊμακόγλου μπορεί να είναι μπασκετικά δίκαιο, δεν είναι όμως καθόλου μπασκετικά φιλόδοξο: ο Παναθηναϊκός έχει έναν τίτλο να υπερασπιστεί και, δυστυχώς, με αυτούς τους παίκτες για μπροστάρηδες δεν έχει καμία τύχη απέναντι στις τοπ ευρωπαϊκές ομάδες.
Όλα αυτά τη στιγμή που στην Ευρωλίγκα ο ανταγωνισμός φουντώνει και ακολουθούν δύσκολα παιχνίδια (την Πέμπτη στη Μάλαγα π.χ.) που θα κρίνουν την κατάταξη στον όμιλο. Οι «πράσινοι» θα πρέπει για λίγο καιρό ακόμα να πορευθούν με τις «αναπηρίες» τους, καθώς ούτε ο Τσαρτσαρής θα θεραπευθεί μεθαύριο, ούτε οι Μάριτς-Μπατίστ θα αρχίσουν ξαφνικά να πετάνε. Το τεχνικό τιμ καλείται να επινοήσει μεθόδους «καμουφλάζ» και παράλληλα να εντείνει το φροντιστήριο στον Σμιθ, άντε και στον Πατ Καλάθη που όσο περνάει ο καιρός τόσο μοιάζει με «ρουσφέτι» για τον μικρό αδερφό.
Μέχρι τότε το οξυγόνο θα έρχεται από την περιφέρεια όπου η ποιότητα αφθονεί: τόσο ο Σάρας, όσο και ο Λόγκαν είναι παίκτες με πλούσιο μπασκετικό ρεπερτόριο και μπορούν πραγματικά να αλλάζουν τη ροή ενός παιχνιδιού, πρέπει όμως να σταθεροποιηθεί ο ρόλος και η παρουσία τους στο παρκέ. Όσο περισσότεροι ανεβάσουν στροφές, τόσο το καλύτερο – by the way, ο Διαμαντίδης μοιάζει λίγο πιο φορτωμένος απ’ όσο θα έπρεπε αυτή την εποχή και μάλλον θα του χρειάζονταν λίγες παραπάνω ανάσες. Το επίπεδο τριγύρω είναι τέτοιο που με ρόστερ 6-7 παικτών δεν βλέπεις φάιναλ-φορ ούτε με σφαίρες.
Γιώργος Σκιάς