Παράξενα της ζωής. Ο Φεβρουάριος ήταν μια μικρή κόλαση για την ομάδα του Ομπράντοβιτς, με κακές εμφανίσεις και όχι λιγότερο απελπιστικές ήττες, όσες φορές αντιμετώπισε αντιπάλους συγκροτημένους και φορμαρισμένους. Κι όμως, μπαίνει ο Μάρτιος και το στοίχημα έχει ήδη κερδηθεί! Όχι μόνο πέρασαν οι «πράσινοι» στους «8», της Ευρωλίγκας, όχι μόνο απέφυγαν το σκόπελο της Μπαρτσελόνα, αλλά, το κυριότερο, αναγκάζουν τώρα την μπασκετική Ευρώπη να στέκεται στις μύτες και να κρατάει την ανάσα. Και πώς να γίνει αλλιώς;
Διότι, τώρα που το πράγμα σοβαρεύει και μετράει όσο τίποτα ο χαρακτήρας κάθε ομάδας, ο Παναθηναϊκός (παίζει, δεν παίζει καλά) αποτελεί σταθερή αξία και αυτονόητο φαβορί για φάιναλ-φορ και… βλέπουμε. Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο οι διάφοροι ειδήμονες μπασκετογράφοι (δεν μπορούν παρά να) εστιάζουν στο εντελώς insane ρεκόρ του Ζοτς (και συνακολούθως του ΠΑΟ) σε καταστάσεις νοκ άουτ. Με την επαγγελματικότατη νίκη στο Καζάν, η ομάδα κέρδισε το παιχνίδι τόσο ουσιαστικά όσο και επικοινωνιακά. Κι όλα καλά κι όλα ωραία – πού να παίζαμε και μπάσκετ.
Γιατί μπάσκετ της προκοπής εξακολουθεί να μην έχει παίξει ο Παναθηναϊκός – η σταθερότητα στην απόδοση μεταξύ παιχνιδιών, αλλά και η κυριαρχία πάνω σε ένα παιχνίδι με ομάδα υψηλού επιπέδου είναι στοιχεία που εξακολουθούν να μας λείπουν. Δεν θέλω να ακυρώσω τη νίκη στη Ρωσία, αλλά είναι ορισμένα σημεία που, εφόσον θέλω να είμαι έντιμος, πρέπει να τα φωτίσω.
Είναι περίπου αυταπόδεικτο ότι ο πιο καθοριστικός παράγοντας, ώστε να πάρει το «τριφύλλι» το αποτέλεσμα που κυνηγούσε, ήταν η εμπειρία και αυτό που λέμε «φανέλα». Φτάνοντας στην 6η αγωνιστική ο Παναθηναϊκός είχε αποδώσει πολύ κατώτερα του αναμενομένου (δύο εντός έδρας ήττες ήταν αυτές), ενώ αντίθετα η Ούνιξ είχε κινηθεί στα όρια του παιχνιδιού της (μη γελάτε με την έκφραση, μπαίνω κι εγώ στο συρμό και μεταφράζω ελεύθερα το “at the top of one’s game” – όχι, παίζουμε!). Κι όμως, πολύ φυσικά, όταν ο κόμπος έφτασε στο χτένι, οι Ρώσοι ήταν σχεδόν αυτοκαταστροφικοί (έκλεισαν το τοπ-16 με τρεις απανωτές ήττες) και, μέσα στην έδρα τους, αντίκρυσαν έναν Παναθηναϊκό που ήξερε τι ήθελε και πώς να το κατακτήσει.
Υπάρχει και η άλλη πλευρά του νομίσματος. Καλή-χρυσή η ομάδα του Πασούτιν, αλλά δεν έχει ρόστερ για κορυφές Ευρωλίγκας ούτε ως προς την ποιότητα, ούτε ως προς το βάθος. Και αν το έλλειμμα ποιότητας υπερκαλύφθηκε από την εξαιρετική απόδοση συγκεκριμένων παικτών (επανέρχομαι παρακάτω), το θέμα του βάθους δεν καλυπτόταν με τίποτα. Στο ροτέισον του Πασούτιν οι τρεις θέσεις της περιφέρειας επανδρώνονται με πέντε βετεράνους. Την Τετάρτη τούς έλειψε και ο (φυσικός ηγέτης, τέσσερα χρόνια στο σύστημα) Λάιντεϊ, συνεπώς αναγκάστηκαν να «στίψουν» τους υπόλοιπους (40 λεπτά ο Ντόμερκαντ, 37 ο γερο-Μακ Κάρτι). Αυτοί οι δύο έκαναν μεγάλο ματς – στον δεύτερο ειδικά βγάζω το καπέλο για την ενέργεια που έβγαλε – αλλά ήταν φυσικό επακόλουθο να χάσουν τις δυνάμεις τους όσο κυλούσαν τα λεπτά.
Είναι απλό: ο ΠΑΟ μοίρασε τα 120 λεπτά της περιφέρειας σε έξι παίκτες, ενώ η Ούνιξ σε τέσσερις και μάλιστα ψιλο-αρχαίους. Με την ελληνική ομάδα να κατεβαίνει στο παρκέ με σοβαρότητα και να παίρνει τα ηνία από νωρίς, θα ήταν πολύ δύσκολο να σπάσει αυτό το διπλό. Πόσο μάλλον που και οι διαιτητές επέδειξαν υπέρμετρο σεβασμό προς το φαβορί. Η πολύ σκληρή άμυνα του δευτέρου ημιχρόνου, με λίγη καλή θέληση θα είχε αποφέρει στους γηπεδούχους κάμποσα φάουλ και ελεύθερες βολές. Ξέρετε πόσες σούταραν στο δεύτερο 20λεπτο; Μόλις δύο! Στην αντίπερα όχθη, τα μέτρα ήταν τελείως διαφορετικά κι έτσι οι γηπεδούχοι λίγο-πολύ στερήθηκαν το inside game: οι κ.κ. Βερεμένκο και Τζαουάι είχαν μαζί 7/10 δίποντα, αλλά και 9 φάουλ. Υπήρχαν στιγμές που ο Ντόμερκαντ βγήκε από τα ρούχα του, αλλά αυτά έχει η ζωή στον κόσμο της Ευρωλίγκας. Μια πρωτοεμφανιζόμενη ομάδα κατάφερε να περάσει στα πλέι-οφ – ας μη ζητάει και περισσότερα. Οι έρμοι οι Ρώσοι πανηγύρισαν κιόλας με την ψυχή τους, πού μυαλό για παράπονα;
Επειδή άγγιξα ευαίσθητα θέματα, δεν θέλω να περάσω και ως πράκτορας ξένων συμφερόντων. Οι πρωταθλητές Ευρώπης έκαναν ακριβώς αυτό που έπρεπε για να πάρουν το αποτέλεσμα που ήθελαν. Δική τους είναι και η νίκη και η πρωτιά, απλώς ορισμένες περιστάσεις λειτούργησαν υπέρ τους και καθόλου δεν τους χάλασε. Αυτό που εγώ κράτησα είναι η καλή ψυχολογία που μεταφράστηκε σε (επιτέλους!) θετικότατα ποσοστά σε τρίποντα και βολές. Η άμυνα επίσης λειτούργησε καλά σε επίπεδο προσανατολισμών. Στο ΟΑΚΑ ο Βερεμένκο μας είχε καταστρέψει, στο Καζάν οι συνεργασίες του μπλοκαρίστηκαν με βοήθειες – έτσι βέβαια βρήκε πολλά ελεύθερα τρίποντα ο Ουίλκινσον, αλλά ευτυχώς ο οίστρος του έσβηνε προϊόντος του χρόνου. Επίσης, ο Ομπράντοβιτς έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να αρνηθεί την μπάλα στον καυτό Ντόμερκαντ: Καλάθης και Διαμαντίδης τον έπαιξαν όσο καλύτερα γινόταν και το ότι πέτυχε 19 αντί π.χ. 30 πόντων σίγουρα είναι επιτυχία.
Το κακό για την ομάδα μας είναι ότι δεν είχε σκορ κοντά στο καλάθι: ο Βουγιούκας ήταν σε τραγική βραδιά – κάπως έσωσε την κατάσταση ο θετικός Μάριτς. Αλλά το πρόσωπο που ξεχώρισε (και έδωσε τις απαντήσεις του, μετά την πανάθλια εμφάνιση κόντρα στην Αρμάνι) ήταν ο Γιασικεβίτσιους. Ζωή να έχει ο Λιθουανός, έκανε αυτό που έπρεπε: πέρασε στο πρώτο ημίχρονο και με συγκέντρωση στο 110% σκότωσε τους Ρώσους από νωρίς. Με τα αλλεπάλληλα καλάθια του (ο αθεόφοβος είχε 2/2 τρίποντα, αν και ως τότε σούταρε με 19% σε όλη τη διοργάνωση!) άνοιξε τη διαφορά και έβαλε τους… απέναντι γέρους να κυνηγάνε – με αποτέλεσμα να κλατάρουν στο τέλος. Αν ο Σάρας παίζει έτσι, λίγο αλλά με συμπυκνωμένη ποιότητα, θα μείνει στα παρκέ κάμποσα χρονάκια ακόμα. Κι εμείς θα υποκλινόμαστε.
Τελικά, οι δύο κακές ήττες μας μέσα στο ΟΑΚΑ, πρακτικά, δεν κόστισαν καθόλου. Όσο μπορούμε και ρεφάρουμε στα εκτός έδρας, ούτε γάτα, ούτε ζημιά. Υπάρχει όμως κάτι που με ανησυχεί πολύ: ο φετινός Παναθηναϊκός δεν διακρίνεται για τη δύναμη χαρακτήρα που είχε κατά κόρον πέρυσι. Δηλαδή, όταν ένα παιχνίδι μάς στραβώνει από τα πρώτα λεπτά, δυσκολευόμαστε να συνέλθουμε και τα λεπτά κυλούν αυξάνοντας την απογοήτευση. Αυτό είναι κάτι που συνέβη τρεις φορές το τελευταίο διάστημα (με Ούνιξ μέσα, Αρμάνι μέσα και βέβαια στο ντέρμπι του ΣΕΦ). Φαίνεται, ότι στα δύσκολα είμαστε υπερβολικά εξαρτημένοι από το περιφερειακό σουτ και αυτό είναι πάντα δίκοπο μαχαίρι. Στην κανονική περίοδο της Ευρωλίγκας οι σουτέρ μας πετούσαν φωτιές, όμως το τελευταίο δίμηνο συνήθως βρίσκουμε σίδερο (εξαίρεση τα ματς στο Καζάν και στην Πόλη).
Κάτι άλλο πολύ ενδιαφέρον είναι ότι έχουμε αναπτύξει μια τάση να τρώμε πολύ τρίποντο. Πέρα από Αρμάνι, Ούνιξ και Ολυμπιακό, ήταν ακόμα και η ταπεινή Καβάλα που μας έριξε πρόσφατα ένα σχετικό 50% έξω από την καμπύλη. Στο μπασκετικό credo του Ομπράντοβιτς το αντίπαλο τρίποντο είναι το πρώτο πράγμα που πρέπει να περιορίζεται και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο Σέρβος έχει φλερτάρει με κάμποσα εγκεφαλικά από τα Χριστούγεννα και δώθε. Το πρόβλημα είναι χοντρό: οι σέντερ μας (και ο Μάικ, πλέον) είναι βαριά παιδιά και με τον Φώτση απόντα μας λείπει το close out από τους ψηλούς, χώρια που στα γκαρντ παίρνουν εσχάτως μπόλικο χρόνο ο αργός Σάρας και ο κοντός Λόγκαν. Έτσι είναι η ζωή: κερδίζεις κάτι, χάνεις κάτι άλλο.
Το θέμα είναι ότι φτάσαμε στο σημείο που κρίνονται οι στόχοι και η απόδοση του «εξάστερου» δεν εμπνέει εμπιστοσύνη. Η όποια εμπιστοσύνη πηγάζει από τον πρότερο έντιμο βίο και την αναμφισβήτητη κεκτημένη ταχύτητα μιας ομάδας που συνηθίζει να κερδίζει τα στοιχήματά της, χρόνια τώρα. Εδώ σερνόμαστε, ακόμα δεν έχουμε δείξει τίποτα, κι αυτή τη στιγμή όλος ο κόσμος τρέμει για το περίφημο «τβέντι-τβεντιφόρ» (ή όπου έχει φτάσει τελοσπάντων) του μαέστρο Ζοτς. Κάτι θα σημαίνει κι αυτό.
Γιώργος Σκιάς
υγ. το επόμενο διάστημα θα παίζουν πολλά σημαντικά στην αγωνιστική επικαιρότητα του Παναθηναϊκού και θα προσπαθήσω να είμαι λίγο πιο συνεπής ως blogger. Καλώς εχόντων, θα τα πούμε ξανά πριν και μετά τον τελικό Κυπέλλου, αλλά και πριν τη σειρά με τη Μακάμπι – το λέω από τώρα, βαριά φανέλα οι Ισραηλινοί, σκληρή έδρα, προπονηταράς κλπ, αλλά σε σύγκριση με την Μπαρτσελόνα, φαντάζουν λαχείο. Τα λέμε.