Μετά το σόου στο πρώτο παιχνίδι με την Μακάμπι, πάτησα τον όρκο τιμής του καλού blogger και είπα να λουφάξω, να μη στείλω κείμενο (ήταν και τόσο βαρετό εκείνο το ματς…) και να γράψω κατευθείαν μετά το πέρας και της δεύτερης αγωνιστικής. Όπως και η μεγάλη πλειοψηφία φιλάθλων και δημοσιογράφων, ανέμενα μια δεύτερη επικράτηση του Παναθηναϊκού, έστω κι αν ερχόταν με πολύ πιο δύσκολο τρόπο. Φανταζόμουν, ο αφελής, ότι η δουλειά μου θα γινόταν πολύ πιο ευχάριστη με ένα 2-0 στην τσέπη και το ταξίδι στην Πόλη εξασφαλισμένο. Μα η ζωή είχε άλλα σχέδια…
Διότι οι «πράσινοι» – κατά την προσφιλή τους φετινή συνήθεια – γνώρισαν ακόμα μία εντός έδρας ήττα και μάλιστα από ομάδα που είχαν ισοπεδώσει δύο ημέρες νωρίτερα. Την Πέμπτη οι Ισραηλινοί παρουσιάστηκαν μεταμορφωμένοι και επικράτησαν 100% δίκαια, εκμεταλλευόμενοι το χαμηλό drive των γηπεδούχων και, ενδεχομένως, κάποιο κακό διάβασμα από τον πάγκο – ναι, ναι, ακόμα και ένας Ομπράντοβιτς δεν είναι άσφαλτος (=αναφορά στο ελληνικό trash). Επί της ουσίας, ο «εξάστερος» βρίσκεται πλέον σε μεγάλα ζόρια, αφού θέλει να κάνει τουλάχιστον μία νίκη στο κατηφορικό Nokia Arena, προκειμένου να επαναφέρει την κατάσταση στα μέτρα του.
Το πρόβλημα
Στη φετινή Ευρωλίγκα η Μακάμπι έχει μόνο μία εντός έδρας ήττα και αυτή ήταν από την πολύ πολύ ανώτερη Μπαρτσελόνα, που κι εκείνη δυσκολεύτηκε αρκετά. Το τέως «Γιαντ Ελιάου» έχει πάντα τη δική του δυναμική: στα δύο ματς που πραγματικά καίγονταν οι γηπεδούχοι (με Εφές στον πρώτο γύρο και με Καντού στο τοπ 16) οι αντίστοιχες νίκες ήρθαν με χαρακτηριστική άνεση. Μπορεί ο Παναθηναϊκός να μην είναι ούτε Καντού, ούτε Εφές, αλλά σίγουρα τα πράγματα δεν είναι καθόλου απλά, ειδικά αν κάνει ξανά μια εμφάνιση σαν αυτή του δεύτερου παιχνιδιού.
Ξεκίνημα μαγικό
Γιατί την Τρίτη όλα πήγαν κατ’ ευχήν και όλοι μας θαυμάσαμε την εξαιρετική εικόνα που έδειξαν οι πρωταθλητές Ευρώπης – πιθανότατα στο καλύτερο φετινό τους παιχνίδι. Οι γηπεδούχοι είχαν μεγάλο προβάδισμα ως προς την «ενέργεια» και τα χαμηλά σχήματα του Ομπράντοβιτς εξέθεσαν πλήρως τις αδυναμίες των Ισραηλινών. Το βασικό στοιχείο που με εντυπωσίασε ήταν το πόσο έτοιμοι έμοιαζαν οι παίκτες που δεν έδειξαν κανένα άγχος και είχαν την απόλυτη συγκέντρωση που πάντα ζητά από αυτούς ο κόουτς. Ακόμα και οι πιο ράθυμοι σαν τον Λόγκαν και τον Μάριτς έπεφταν πάνω στην μπάλα σαν καμικάζι, ενώ Διαμαντίδης, Μπατίστ και Γιασικεβίτσιους χάριζαν στιγμές μπασκετικής μαγείας. Από πλευράς Μακάμπι υπήρχε κόπωση, αλλά και σάστισμα μπροστά στην τρομερή εμφάνιση των «πράσινων». Επομένως, πολύ απλά το παιχνίδι έγινε σόου, με τον Ζοτς να ανοίγει το ροτέισον σε αδιανόητα για πλέι-οφ επίπεδα. Δεύτερος παίκτης σε χρόνο συμμετοχής ήταν ο Λόγκαν, ενώ ο Σάτο έπαιξε μόνο 15μισι λεπτά – ποιος θα το πίστευε;
Αλλαγή σελίδας
Από την πλευρά του ο Ομπράντοβιτς μας είχε προειδοποιήσει ότι το δεύτερο παιχνίδι δεν θα είχε την παραμικρή σχέση (δεν ήθελε δα και φιλοσοφία, για να το υποθέσει κανείς). Δυστυχώς, αυτή την προειδοποίηση οι παίκτες του μάλλον δεν την εισέπραξαν όπως έπρεπε και αυτό φάνηκε αμέσως. Συνολικά, στο παιχνίδι της Πέμπτης, οι «πράσινων» ήταν πίσω σε ταχύτητα αντίδρασης, ενώ οι φιλοξενούμενοι μπήκαν στο γήπεδο για να τα δώσουν όλα, πεισμωμένοι από κάποιες 30άρες διαφορές που «μάζεψαν» στην πρεμιέρα. Στο πρώτο ημίχρονο, παρά το μικρότερο μέσο όρο ύψους, είχαν ποσοστό 46% στο επιθετικό τους ριμπάουντ και κατέστρεψαν έτσι κάθε προσπάθεια του Παναθηναϊκού να κοντρολάρει το ρυθμό.
Είναι δυνατόν;
Το βράδυ ήταν πολύ δύσκολο για το «τριφύλλι» με την παραδοσιακά καλή του άμυνα να υποφέρει σε ΟΛΗ διάρκεια του αγώνα. Με την πρώτη ματιά στο φύλλο της στατιστικής φαίνεται η ισορροπία που είχε η Μακάμπι στην επιθετική της παραγωγή: στα τέσσερα δεκάλεπτα και στο πεντάλεπτο της παράτασης σκοράρει περίπου με τον ίδιο ρυθμό και με τον ίδιο τρόπο. Με τέτοια σταθερότητα από τον αντίπαλο, ο ΠΑΟ θα έπρεπε να σκοράρει σαν τρελός για να κρατήσει το προβάδισμα, είχε όμως τρομερά σκαμπανεβάσματα και το ματσάκι έγινε θρίλερ.
Υπολογισμένο ρίσκο
Για την ομάδα του Μπλατ η στρατηγική περιελάμβανε πολλές απομονώσεις, πολλά ντράιβ και, ως προς την άμυνα, γέμισμα της ρακέτας μέχρι αηδίας ώστε να χάσει ο αντίπαλος την πρόσβαση στο εύκολο καλάθι. Ο Παναθηναϊκός αναγκάστηκε να σουτάρει περισσότερα τρίποντα από δίποντα, γεγονός που οδήγησε σε βαθμιαία πτώση στην εντός παιδιάς ευστοχία (50% στο πρώτο ημίχρονο, 39% στο δεύτερο συν την παράταση). Την παρτίδα έσωσαν (ή έστω κόντεψαν να σώσουν) οι πολλές (και εύστοχες) βολές των γηπεδούχων, αλλά και τα μεγάλα σουτ που μπήκαν στην 4η περίοδο. Διαφορετικά, η εικόνα του ματς έδειχνε 100% Μακάμπι, άσχετα αν στο συνολικό ranking οι «πράσινοι» υπερτερούν με 108-91.
Χωρίς νεύρο
Το πρόβλημα για τον Παναθηναϊκό ήταν ότι δεν μπήκε στο παιχνίδι με διάθεση να κάνει τη ζωή του πιο απλή. Υπήρχε μια τάση υπερβολής στην ομαδικότητα, σαν κάποιοι να προσπαθούσαν να διώξουν την ευθύνη. Όταν παίκτες με καλό χέρι, σαν τον Σάτο και τον Λόγκαν, αρνούνται ένα ελεύθερο τρίποντο και πασάρουν στον διπλανό τους, είναι εμφανές ότι κάτι λείπει. Δηλαδή ποιος θα σουτάρει; Ο Καλάθης; Σούταρε ο καημένος αλλά έχασε και τα τέσσερα που επιχείρησε σε σετ επιθέσεις – έβαλε μόνο ένα τρίποντο σε αιφνιδιασμό.
Λίγη αριθμητική
Το επιθετικό πρόβλημα του Παναθηναϊκού ήταν τρομερό. Σκορ από τους πλαϊνούς δεν πήρε – Σάτο και Λόγκαν έχουν μαζί 1/6 προσπάθειες. Διάδρομοι για να φτάσουν οι κοντοί στο καλάθι δεν υπήρχαν – εξαιρετική αλληλοκάλυψη από τη Μακάμπι. Αριθμητικώς: 0/4 λέι-απ σε 45 λεπτά αγώνα από τους κ.κ. Διαμαντίδη, Καλάθη, Λόγκαν, Σάρας και Σάτο ως σύνολο. Να τονίσω και ότι οι τρεις δημιουργοί αναγκάστηκαν να σουτάρουν 19 τρίποντα – τουλάχιστον πέτυχαν τα οκτώ. Κάπως έτσι επαφές κοντά στο καλάθι κέρδισαν κυρίως οι ψηλοί που σούταραν τις 27 από τις 33 βολές της ομάδας. Πάλι καλά που είχαν ικανοποιητικά ποσοστά, ειδικά στο ζόρικο δεύτερο ημίχρονο.
Ρολίστες
Η ανέλπιστη επιθετική ένεση ήρθε από τη θέση «4», όπου Καϊμακόγλου και Τσαρτσαρής πέτυχαν 32 πόντους με 5/8 τρίποντα. Αυτό δεν θα το βλέπουμε πάντα, αλλά σίγουρα ήταν αρκετό για να κρατήσει την ομάδα στο παιχνίδι. Προφανώς και η παράταση ήρθε από άλλους, όπως και η προσπάθεια για τη νίκη επίσης ήρθε από άλλους. Έτσι έχουν τα πράγματα: υπάρχουν παίκτες ρόλου και παίκτες που τελειώνουν το παιχνίδι. Μόνο που στο συγκεκριμένο ματς η Μακάμπι βρήκε πολλούς θετικούς (επιθετικά, αμυντικά και γενικώς) παίκτες ρόλου, ενώ ο Παναθηναϊκός πέρα από τα δύο 4άρια τα περίμενε όλα από τους φύσει πρωταγωνιστές του.
Τι έγιναν οι ψηλοί, Ζοτς;
Σε μεγάλο ποσοστό φταίνε οι άλλοι παίκτες που δεν έδειξαν κάτι στον όποιο χρόνο πήραν. Φταίει όμως και ο Ομπράντοβιτς που δεν προσπάθησε να βρει κάποια εναλλακτική λύση στις στιγμές που η ομάδα του έμενε χωρίς επιθετικές ανάσες. Ήμαρτον δηλαδή. Έφτασε ο Καϊμακόγλου να σκοράρει 14 συνεχόμενους πόντους, ελλείψει άλλου. Το πιο δυσεξήγητο από όλα ήταν η εξαφάνιση των Βουγιούκα-Μάριτς που (με τον Σχορτσανίτη στον πάγκο με φάουλ) θα μπορούσαν να κάνουν θραύση, έχοντας το σωματομετρικό πλεονέκτημα. Για τον μεν Βουγιούκα δέχομαι ότι το τελευταίο διάστημα έχει χάσει τη φόρμα του, αλλά ο Μάριτς φαίνεται φιλότιμος και στο πρώτο παιχνίδι ήταν πολύ καλός.
Ομαδικότητα χωρίς ασίστ!
Βέβαια το πρόβλημα του Ζοτς ήταν η άμυνα όπου οι Ισραηλινοί, ό,τι πεντάδα και να κατέβαζαν, δεν έχαναν την ευστοχία τους. Είναι πολύ περίεργη, πολύ μη ευρωπαϊκή, αυτή η ομάδα που μπορεί και σκοράρει εύκολα, χωρίς κατακλυσμό ασίστ. Ο Μπλατ είχε θέσει στόχο (και το πέτυχε) να ελέγξει ριμπάουντ και λάθη, αλλά από κει και πέρα η δουλειά έγινε με το ταλέντο των παικτών που έβαλαν πολλά δύσκολα καλάθια, είτε ήταν ζόρικα μπασίματα, είτε μαρκαρισμένα τρίποντα. Καλάθι-καλάθι οι φιλοξενούμενοι έχτισαν ψυχολογία και βρήκαν ανέλπιστους πρωταγωνιστές – σκεφτείτε ότι ο ξεχασμένος Παπαλουκάς ήταν ουσιαστικά εκείνος που τους κράτησε ως την παράταση τη στιγμή που οι δικοί μας είχαν πάρει φωτιά.
Θόλωσε το μυαλό
Στο έξτρα πεντάλεπτο φαινόταν ότι θα τα βολεύαμε, μέχρι τη στιγμή που η εκλεκτή μας πεντάδα (Διαμαντίδης, Σάρας, Σάτο, Καϊμακόγλου, Μπατίστ) άρχισε να χάνει λάδια, λόγω κόπωσης. Τα παλικάρια έπαιζαν διαρκώς στα τελευταία 11 λεπτά και φαίνεται ότι στο τέλος τα… έφτυσαν με αποτέλεσμα κακές επιλογές και άστοχα σουτ. Ο Μπλατ είχε την τόλμη και την προνοητικότητα να καθίσει κάτω ακόμα και τους καλύτερους παίκτες του, για να έχουν λίγες έστω ανάσες. Για τον Ζοτς μόνη εναλλακτική λύση, όλη αυτή την ώρα, ήταν ο αρνητικός Καλάθης που έμπαινε-έβγαινε για τις άμυνες, μήπως και περιοριστεί η «τρύπα» του Γιασικεβίτσιους που είχε αναπόφευκτα εκτεθεί από τον Ντέβιν Σμιθ.
Ο κορυφαίος
Αλλά για μια στιγμή! Μπορεί να λέμε ό,τι λέμε, αλλά την Πέμπτη ο Σάρας ήταν η μισή ομάδα. Όσο έπαιζε (και έπαιξε περισσότερο από κάθε άλλη φορά), ο ΠΑΟ πετύχαινε 2,3 και δεχόταν ακριβώς 2 πόντους ανά λεπτό. Στο χρόνο που πέρασε στον πάγκο η άμυνα χειροτέρεψε (2,3 πόντοι ανά λεπτό), ενώ η επίθεση πήγε κατά διαόλου (1,5 πόντοι ανά λεπτό). Και αν στο τέλος η επιλογή του να πάει σε ατομική ενέργεια «έκαψε» τον Παναθηναϊκό, δεν θα του κρατήσω καμία κακία. Αυτά είναι λεπτομέρειες. Αν η ομάδα έφτασε να διεκδικεί ως το τέλος ένα παιχνίδι στο οποίο έπαιξε τόσο άσχημα, το οφείλει στον βετεράνο Λιθουανό.
Μην τρελαθούμε…
Ό,τι έγινε, έγινε. Το ζητούμενο είναι να διορθωθούν τα λάθη και να πάμε τη σειρά σε πέμπτο παιχνίδι. Θεωρώ ότι ο Παναθηναϊκός μπορεί να κάνει μια τουλάχιστον νίκη στο Τελ Αβίβ, αρκεί να βελτιώσει την άμυνά του και να πάρει περισσότερα πράγματα από τους εφεδρικούς του παίκτες. Θέλω να δω περισσότερη ένταση, αλλά θέλω να δω και σκορ από τους παίκτες που έχουν επιθετικές αρετές – την Πέμπτη οι «επιθετικογενείς» Λόγκαν, Σμιθ και Βουγιούκας βούλιαξαν στη μετριότητα ή σάπισαν στον πάγκο. Από την άλλη πλευρά, δεν πιστεύω πως η Μακάμπι είναι σε θέση να παίξει πολύ καλύτερα απ’ ότι έπαιξε στο ΟΑΚΑ. Η αίσθησή μου είναι ότι είδαμε τα όρια της ομάδας του Μπλατ.
Διότι εντάξει, αλλά -να λέμε και του στραβού το δίκιο- έχουν γίνει και μερικά ψιλοακραία πράγματα. Θέλω να πω, όταν ένας καλός αμυντικός έχει μπροστά του τον Οχαγιόν είναι λογικό να του δώσει το περιθώριο να σουτάρει τρίποντο, δεδομένου ότι μέχρι χτες είχε μόλις 3/15 σε όλη τη διοργάνωση, εν ολίγοις ο τύπος αποφεύγει να σουτάρει και καλά κάνει. Ωστόσο, αυτός ο παίκτης μάς έβαλε δύο τρίποντα (2/3) και μάλιστα σε φάσεις που είχε μπροστά του τοπ αμυντικούς (Σάτο και Διαμαντίδη). Ξαναγίνεται;
Γιώργος Σκιάς