Δημοσιεύτηκε στις 4 Ιουνίου 2008
Όπως διαβάσατε χτες, ο Λάζαρος Παπαδόπουλος ανακοίνωσε την απόφασή του να αποχωρήσει από την εθνική ομάδα και να μην συμμετέχει στο προολυμπιακό τουρνουά και τους Ολυμπιακούς Αγώνες (αν προκριθεί η Ελλάδα). Το Age of Basketball το είχε υπονοήσει εδώ και καιρό ότι θα συνέβαινε (θυμάστε ότι το έγραφα κατά τη διάρκεια των πλέι οφς ότι η Ελλάδα φέτος θα έχει πρόβλημα στους ψηλούς…), μέχρι που ήρθε η απόλυτη επιβεβαίωση (δυστυχώς). Οι απόψεις για τον Λάζο ως παίκτη είναι φυσιολογικό να διίστανται, όπως και για κάθε μπασκετμπολίστα. Όμως υπάρχουν κάποια πράγματα που μιλούν από μόνα τους.
Ας πούμε, ξέρουμε όλοι κάποιον ο οποίος μας φαίνεται ότι δεν ξέρει μπάσκετ, από τη στιγμή που όλο τον χρόνο δεν κατάφερε να εκμεταλλευτεί τον Παπαδόπουλο ούτε μια φορά. Μιλάω για τον Πλάθα, του οποίου οι (ολίγον τι) ηλίθιες προπονητικές τακτικές καταδίκασαν τη Ρεάλ σε πλήρη αποτυχία στην πιο σημαντική χρονιά της σύγχρονης ιστορίας της. Τι δεν κατάφερε ο Πλάθα; Αυτό που είχαν καταφέρει όλοι οι προηγούμενοι προπονητές του Παπαδόπουλου: να έχουν στη ρακέτα έναν σέντερ στον οποίο μπορεί η ομάδα να ακουμπήσει σε όλη τη διάρκεια του ματς. Ας του στείλει κάποιος κασέτες από την εθνική, την Ντιναμό, τον Παναθηναϊκό, τον Ηρακλή, να δει τι λέμε. Ο Πλάθα απέτυχε παταγωδώς και έδειξε την ανεπάρκειά του στον πάγκο μιας τόσο μεγάλης ομάδας.
Όμως, προσωπικά άλλο με καίει, κάτι που έγραψα τουλάχιστον 4 φορές κατά τη διάρκεια του περασμένου μήνα. Η εθνική ομάδα, η οποία ξαφνικά μοιάζει γυμνή κάτω από τα καλάθια. Αν αναλογιστούμε το γεγονός ότι η εθνική ομάδα είναι μια καλοκουρδισμένη μηχανή, καταλαβαίνουμε ότι κάθε γρανάζι της παίζει τεράστιο ρόλο. Πέρσι τραυματίστηκε ο Φώτσης και ομολογώ ότι τα είχα “βάψει μαύρα” καθώς πίστευα ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να κάνει την υπέρβαση. Δυστυχώς δικαιώθηκα, με την 4η θέση να είναι σαφώς τιμητική, αλλά να αφήνει πικρή γεύση στα χείλη της πρωταθλήτριας Ευρώπης, αφού δεν έκανε το βήμα παραπάνω, με τον Φώτση να λείπει ξεκάθαρα.
Η μόνη διαφορά με φέτος είναι ότι ο Παπαδόπουλος δεν τραυματίστηκε την τελευταία στιγμή, αφήνοντας άθελά του (όπως ο Φώτσης) την ομάδα μισή, αλλά ανακοίνωσε την (απολύτως σεβαστή και δικαιολογημένη για όσους ξέρουν το παρασκήνιο) απόφασή του πριν καν την προεπιλογή. Άρα υπάρχει χρόνος. Παίκτες υπάρχουν;
Η Ελλάδα έχει μάθει να έχει στο παρκέ έναν σέντερ, ο οποίος παίζεται μόνιμα με νταμπλ τιμ από τους αντιπάλους, η μπάλα περνάει από τα χέρια του σε κάθε επίθεση, έχει απίστευτη διαύγεια όταν πρέπει να μοιράσει την μπάλα (δεν μετράνε μόνο οι πόντοι στο μπάσκετ, αλλιώς ο Διαμαντίδης δεν θα είχε συμβόλαιο…) στην περιφέρεια στον ξεμαρκάριστο παίκτη, είναι φερέγγυος, δεν σταματιέται εύκολα και στην καλή του βραδιά μπορεί εύκολα να βάλει 20 πόντους και να κερδίσει 7-8 φάουλ. Αυτό δεν υπάρχει στην Ελλάδα πια. Δυστυχώς θα πρέπει να προσαρμόσει ο Γιαννάκης (ελπίζουμε ο Γιαννάκης και όχι κάτι άλλες ανέκδοτες λύσεις που ακούγονται από την πλευρά της ομοσπονδίας ως σκέψεις) το αγωνιστικό στιλ της εθνικής, μετά από 3 χρόνια με φοβερές επιτυχίες (πρωταθλήτρια Ευρώπης, δευτεραθλήτρια κόσμου). Η απόσταση που χωρίζει την επιτυχία από τη μαύρη πενταετία 1999-2004 είναι πάρα μα πάρα πολύ μικρή (αυτό όσον αφορά την επιλογή του προπονητή).
Να δούμε λίγο τους ψηλούς στους οποίους μπορεί να βασιστεί η εθνική; Ο Γιαννάκης (που είχε μιλήσει με τον Λάζο, αλλά αυτά άλλη φορά), ήδη έχει αρχίσει στον Ολυμπιακό να προσπαθεί να παίζει όπως έπαιζε με τον Λάζο με τον κατεξοχήν ανώτερο ψηλό στην Ευρώπη. Όμως, ο Σχορτσιανίτης μπορεί να έχει την ευκολία να κερδίζει 7-8 φάουλ σε 10 λεπτά (ποιος άλλος ψηλός στην Ευρώπη μπορεί;), όμως φέτος θα αντέχει να παίζει 10-15 λεπτά το πολύ. Είναι ακόμη ανέτοιμος, έχει πρόβλημα στην πάσα στον ξεμαρκάριστο στην περιφέρεια, τον οποίο δεν βρίσκει όλες τις φορές, ενώ ακόμη δεν έχει ανακτήσει πλήρως την αλτικότητά του και την ευχέρεια να τελειώνει τις φάσεις. Μετά πάμε στον Γιάννη Μπουρούση, ο οποίος έχει κάνει μεγάλα άλματα προόδου τα τελευταία δύο χρόνια, αλλά ακόμα είναι “περιφερειακός σέντερ”. Η ομάδα δεν μπορεί να ακουμπήσει πάνω του κάτω από τα καλάθια, δεν έχει κινήσεις με πλάτη, κι ενώ στην άμυνα είναι ο καλύτερος Έλληνας ψηλός αυτή τη στιγμή, στην επίθεση μπορεί να απειλήσει μόνο με τρίποντο και λέι απ. Τι άλλο υπάρχει; Σκεφτείτε το… Μόνο ο Ιάκωβος Τσακαλίδης και ο Ίαν Βουγιούκας. Ο Μαυροκεφαλίδης δεν είναι σέντερ ούτε κατά διάνοια, παρά το ύψος του, Παναθηναϊκός (Τσαρτσαρής, Ντικούδης είναι τεσσάρια και ήδη στην εθνική – ιδίως ο πρώτος), Άρης, Μαρούσι (μην το πείτε καν αυτό που σκέφτεστε…), Ολύμπια, ΑΕΚ, ΠΑΟΚ δεν έχουν σέντερ, ο Πανιώνιος έχει τον Γιάννη Γιαννούλη, που πια δεν είναι στα καλύτερα της καριέρας του, οπότε προφανώς απορρίπτεται. Άρα, γυρνάμε στον Τσακαλίδη και τον Βουγιούκα. Ο Τζέικ σε μια χρονιά με πολλούς τραυματισμούς, δεν δείχνει έτοιμος να σηκώσει τέτοιο βάρος. Στην άμυνα βοηθάει πάρα πολύ και τρομάζει τους πάντες, αλλά γι’ αυτό υπάρχει (σε λίγο μικρότερο ποσοστό) και ο Μπουρούσης. Στην επίθεση δεν μπόρεσε να βρει ρυθμό και να αποδείξει ότι μπορεί η ομάδα να ακουμπήσει την μπάλα πάνω του. Ο Βουγιούκας είναι άλλη περίπτωση. Έπαιζε μεν στον ΑΓΟΡ, αλλά έκανε μια εκπληκτική χρονιά. Έχει τρομερή βελτίωση σε σχέση με παλιότερα, έδειξε ότι κατέχει τη θέση με εκπληκτικές κινήσεις στη ρακέτα, του λείπει ακόμη η πάσα στην περιφέρεια μετά το νταμπλ-τιμ και αυτή τη στιγμή φαντάζει ως η καλύτερη λύση, αν και είναι ανέτοιμος για ματς σε τέτοιο επίπεδο. Η κλήση του στην προεπιλογή δεν θα πρέπει να φαντάζει σε κανέναν έκπληξη.
Τι “ξέχασα”; Τον Κώστα Κουφό. Ο σέντερ που είδαμε όλοι πέρσι να “βγάζει μάτια”, που εμείς εδώ βαφτίσαμε “νέο Σαμπόνις”, είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση. Ξεκινάω με τα αγωνιστικά. Ο Κουφός είναι 19 χρονών και έχει παίξει μπάσκετ μόνο στην Εφήβων και το σχολείο. Αυτό σημαίνει μόνο απέναντι σε παιδάκια. Δεν έχει αντιμετωπίσει ποτέ σέντερ και παίκτες που θα κληθεί (αν είναι στην ομάδα) να αντιμετωπίσει στο προολυμπιακό και την Ολυμπιάδα. Μιλάμε για σέντερ από το NBA, για παίκτες που έχουν εκατοντάδες παιχνίδια στην πλάτη τους. Αυτό δεν είναι λίγο, μην το υποτιμήσετε. Θα είναι τεράστιο το σοκ για τον Κουφό αν παίξει για πρώτη φορά στο προολυμπιακό και τους Ολυμπιακούς. Σκεφτείτε μόνο τι θα κληθεί δυνητικά να αντιμετωπίσει: Γιάο, Γιαφτόκας, Ιλγκάουσκας (μάλλον), Χάουαρντ, Κάμαν (μάλλον), Σπλίτερ, Βαρεζάο, Νενέ (μάλλον), Νεστέροβιτς, Σμόντις, Σαβρασένκο (μάλλον), Κιριλένκο, Νοβίτσκι, Γκασόλ, Σκόλα, Ομπέρτο, κτλ, την αφρόκρεμα δηλαδή των σέντερ. Προφανώς δεν είναι έτοιμος για κάτι τέτοιο.
Αφήστε που έχει ξεσπάσει “πόλεμος” στην ομοσπονδία, η οποία θέλει να επιβάλει στον Γιαννάκη την παρουσία του Κουφού στην ομάδα. Το πρόβλημα του Δράκου, με το οποίο συμφωνώ απόλυτα, είναι ότι ο Κουφός θέλει να ενταχθεί στην ομάδα στις 27 Ιουνίου, δηλαδή μετά το ντραφτ.
Εν ολίγοις πρωτοκλασάτοι επαγγελματίες, όπως ο Διαμαντίδης, ο Τσαρτσαρής, ο Βασιλόπουλος, ο Φώτσης, ο Παπαλουκάς, ο Ζήσης, κτλ, να ξεκινήσουν προετοιμασία από την αρχή κι ένα παιδάκι που δεν έχει αγωνιστεί ποτέ σε επαγγελματικό επίπεδο να χάσει τη μισή προετοιμασία της ομάδας. Εκτός του ότι δεν είναι δίκαιο, εγώ δεν νομίζω ότι ο Κουφός θα καταφέρει να καλύψει το χαμένο έδαφος. Αυτός μάλλον είναι ο μεγαλύτερος γρίφος που καλείται να λύσει ο Παναγιώτης Γιαννάκης μετά την αποχώρηση του Λάζου.
Ο Παπαδόπουλος έφυγε και αίφνης η εθνική κινδυνεύει να βιώσει στο πετσί της πολύ σκληρά την απουσία του. Έχει έναν σέντερ χωρίς επιθετικές κινήσεις (Μπουρούσης), έναν που δεν αντέχει για περισσότερα από 10-15 λεπτά κι ένα τεράστιο ταλέντο, αλλά παιδί (Κουφός). Πρέπει είτε να βρεθεί λύση ως δια μαγείας, είτε να αλλάξει το αγωνιστικό στιλ της ομάδας, το οποίο εδώ και τρία χρόνια επιθετικά βασιζόταν απόλυτα στον Παπαδόπουλο κι εκείνος αντεπεξήλθε με απόλυτη επιτυχία.