Πολύ αργότερα είπαν ότι το όλο θέμα άρχισε ως αστείο. Ήταν Ιανουάριος του 1896 και μόλις είχε γίνει στο Μεκάνικ Χολ στην Boston Athletic Association (BAA) ο αγώνας των 1000 γιαρδών με νικητή τον 23χρονο Άρθουρ Μπλέικ. Η κούρσα είχε τρομερό ανταγωνισμό και μετά τη νίκη του Μπλέικ ο Άρθουρ Μπέρναμ, μέλος του συμβουλίου της B.A.A., έσπευσε να τον συγχαρεί.
Ο Μπλέικ γέλασε και είπε: «Είμαι πολύ καλός για τη Βοστόνη. Πρέπει να πάω και να τρέξω στο Μαραθώνιο στην Αθήνα στους Ολυμπιακούς Αγώνες». Ο Μπέρναμ σταμάτησε να γελάει, τον κοίταξε και τον ρώτησε: «Θα πήγαινες στ’ αλήθεια αν είχες την ευκαιρία;», με τον Μπλέικ να απαντά: «Αν θα πήγαινα λέει…».
Εκείνη τη στιγμή γεννήθηκε η πρώτη Ολυμπιακή ομάδα των Η.Π.Α., η B.A.A. αποφάσισε ότι θα πρέπει να στείλει ομάδα στους αγώνες, την πρώτη Ολυμπιακή ομάδα των Η.Π.Α..
Η BAA είχε ιδρυθεί το 1887 από πρώην αξιωματούχους του Εμφυλίου Πολέμου και πολλές τοπικές διασημότητες, όπως ο Ιρλανδός ακτιβιστής ποιητής Τζον Μπόιλ Ο’ Ράιλι. Με αρκετό πλούτο και πολλούς ανοιχτόμυαλους ανθρώπους μέσα σε μία δεκαετία είχε φτάσει να γίνει ένας από τους πιο σημαντικούς και ισχυρούς αθλητικούς οργανισμούς στις Η.Π.Α..
Τον Ιανουάριο του 1896 όλοι σχεδόν στις Η.Π.Α. είχαν ακούσει για το σχέδιο αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων, το οποίο προωθούσε ο Βαρόνος Πιερ ντε Κουμπερτέν. Ο 34χρονος ντε Κουμπερτέν δεν ήταν άγνωστος στο αθλητικό κοινό της Βοστόνης. Μάλιστα, σε ένα συνέδριο καθηγητών φυσικής αγωγής το 1889 είχε παρουσιάσει κάποιες ιδέες. Ο ντε Κουμπερτέν ως ιστορικός ήξερε για τους αρχαίους Ολυμπιακούς Αγώνες, μαγεμένος από την αίγλη και τη σημασία τους. Ως διεθνιστής ήθελε να φέρει τον κόσμο σε επαφή μέσα από τον αθλητισμό, ως εορτασμό του κλασσικού «νους υγιής εν σώματι υγιή».
Το 1892 στη Σορβόννη παρουσίασε τις ιδέες του, με τα πάθη του, την κουλτούρα, την ιστορία, τον Ελληνισμό, τον διεθνισμό, τα δημόσια σχολεία της Αγγλίας, όλα να έχουν συμπτυχθεί στην καταπληκτική, απίστευτα ρηξικέλευθη ιδέα του:
«Είναι ξεκάθαρο ότι ο τηλέγραφος, ο σιδηρόδρομος, το τηλέφωνο, τα ερευνητικά συνέδρια και οι εκθέσεις έχουν κάνει για την ειρήνη πολλά περισσότερο απ’ όσα όλες οι συνθήκες και οι διπλωματικές συναντήσεις. Στην πραγματικότητα, νομίζω ότι ο αθλητισμός θα κάνει ακόμα περισσότερα. Αφήστε μας να εξαγάγουμε τους κωπηλάτες μας, τους δρομείς μας και τους αναβάτες μας: αυτό θα είναι το ελεύθερο εμπόριο του μέλλοντος. Όταν θα έρθει η ημέρα να γίνει αυτό πραγματικότητα… η πρόοδος προς την ειρήνη θα έχει λάβει μια νέα παντοδύναμη ώθηση. Όλα αυτά μας ωθούν σε αυτό που θα πρέπει να θεωρήσουμε το δεύτερο μέρος του προγράμματός μας. Ελπίζω ότι θα μας βοηθήσετε… να κυνηγήσουμε το νέο μας έργο. Αυτό που εννοώ είναι το εξής, σε μια βάση που να ταιριάζει στη σύγχρονη ζωή, θα επανεγκαταστήσουμε έναν καταπληκτικό και μεγαλοπρεπή θεσμό, τους Ολυμπιακούς Αγώνες».
Φανταστείτε όλα αυτά ο ντε Κουμπερτέν τα έλεγε το 1892. Πράγματα που ούτε στα παρυφές του 21ου αιώνα δεν θεωρούνταν αυτονόητα. Ακόμη και η υπόθεση Μπόσμαν θα μπορούσε κανείς να πει ότι έχει τις ρίζες της στις «εξαγωγές αθλητών» για τις οποίες μιλούσε ο ντε Κουμπερτέν 100 χρόνια πριν.
Οι ιδέες του δεν βρήκαν αμέσως υποστηρικτές, πρώτα ήρθε ο προβληματισμός, αλλά ο Γάλλος Βαρόνος ακούραστα δούλευε επί 4 χρόνια για να καταφέρει οι πρώτοι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες να λάβουν χώρα τον Απρίλιο του 1896 στην Αθήνα.
Δεν υπήρχε επίσημη Ολυμπιακή ομάδα Η.Π.Α. τα 1896. Τα μέλη της ομάδας επιλέκτων της B.A.A. θα αποτελούσαν τους περισσότερους αθλητές της αποστολής. Όμως, δεν είδαν όλοι με θετικό βλέμμα τη συμμετοχή των Η.Π.Α. στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Το New York Athletic Club είχε κερδίσει ένα χρόνο νωρίτερα το London Athletic Club σε αγώνες που προσέλκυσαν χιλιάδες θεατές στο στίβο, και θεώρησε… παρακμή να συμμετάσχει στους «φτωχικούς» Αγώνες του ντε Κουμπερτέν.
Και η κοινή γνώμη ήταν διχασμένη. Χαρακτηριστική η «συμβουλή» των New York Times προς τους αθλητές: «Ο Αμερικανός ερασιτέχνης αθλητής θα πρέπει γενικά να ξέρει ότι με το να πάει στην Αθήνα αναλαμβάνει ένα πανάκριβο ταξίδι σε μια τριτοκοσμική πρωτεύουσα όπου θα τον φάνε οι μύγες»!
Όμως, υπήρχαν κι αυτοί, όπως ο Μπλέικ και ο Μπέρναμ, που είδαν κάτι άλλο στους Αγώνες, είδαν την ιστορία να γράφεται ξανά. Οπότε η B.A.A. στήριξε την ιδέα και έφτιαξε μια all-star ομάδα που αποτελούνταν από τους: Άρθουρ Μπλέικ (μεσαίες και μακρινές αποστάσεις), Τομ Μπερκ (σπρίντερ και μεσαίες αποστάσεις), Έλερι Κλαρκ (άλμα εις ύψος), Τόμας Π. Κέρτις (εμποδιστής), Γ. Χ. Χόιτ (επικοντιστής).
Την ομάδα θα συνόδευε στην Αθήνα ο Τζον Γκρέιαμ, προπονητής της ομάδας στίβου της B.A.A., Άγγλος δρομέας που είχε μεταναστεύσει στις Η.Π.Α. και είχε θητεύσει υπό τον Δρ. Ντάντλεϊ Σάρτζεντ του Χάρβαρντ. Ο Σάρτζεντ ήταν πρωτοπόρος, έφτιαξε τις εγκαταστάσεις του Χάρβαντ και της B.A.A., ενώ θεωρούταν προπονητής με ρηξικέλευθες ιδέες. Έτσι, ο Γκρέιαμ είχε διδαχθεί τις πιο πρωτοποριακές για την εποχή ιδέες για την εκγύμναση αθλητών από τον Σάρτζεντ.
Μαζί με την ομάδα επιλέκτων της B.A.A. στους Ολυμπιακούς του 1896 αποφάσισαν να συμμετάσχουν και διάφοροι άλλοι, όχι όμως αθλητές στίβου. Ο Τζον Πέιν και ο Σάμνερ Πέιν, αδέρφια, μέλη του κλαμπ, μαζί με τον Τσαρλς Τζάκσον Πέιν, τον πατέρα τους, που ήταν διοικητής μονάδας αφοραμερικανών στον εμφύλιο.
Ο Τζον ήταν άσος στη σκοποβολή και ήθελε να πάρει μέρος στα σχετικά αγωνίσματα. Ταξίδεψε για την Αθήνα μόνος του, ανεξάρτητα από την αποστολή της B.A.A., γιατί πήγε πρώτα από το Παρίσι, για να πείσει τον αδερφό του Σάμνερ, που δούλευε σε έναν οπλοτεχνουργό, να τον ακολουθήσει στην Αθήνα.
Οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους της 14μελούς αποστολής των Αμερικανών που αγωνίστηκε το 1896 αποτελούνταν από φοιτητές του Πρίνστον, μαζί με έναν ανεξάρτητο αθλητή από την Ανατολική Βοστόνη, τον Τζέιμς Μπ. Κόνολι, που αγωνίστηκε στο άλμα άνευ φοράς (πλέον τριπλούν).
Ο Έλερι Κλαρκ ήταν ακόμα φοιτητής στο Χάρβαρντ κατά τη διάρκεια των Αγώνων και χρειάστηκε να πάρει 8 εβδομάδες άδεια από τον κοσμήτορα της σχολής για να ταξιδέψει στην Αθήνα. Ο κοσμήτορας δέχτηκε το αίτημα του Κλαρκ και «όταν είπε ναι ούρλιαξα τόσο δυνατά που ακούστηκε στη μισή Βοστόνη» είπε ο Κλαρκ.
Απ’ την άλλη, ο Κόνολι είχε τελείως διαφορετική αντιμετώπιση στην προσπάθειά του να πάρει άδεια από το Χάρβαρντ για να πάει στους Αγώνες. Ο πρόεδρος της επιτροπής του έκανε τη ζωή δύσκολη. Στην αυτοβιογραφία του το 1944 ο Κόνοι θυμάται το διάλογο:
«Νιώθεις ότι πρέπει να πας στην Αθήνα;»
«Ναι κύριε, έτσι νιώθω.»
«Τότε αυτό πρέπει να κάνεις. Θα παραιτηθείς και όταν γυρίσεις θα κάνεις και πάλι αίτηση στο κολέγιο και θα σκεφτώ αν θα σε ξαναπάρουμε πίσω.»
«Δεν πρόκειται να παραιτηθώ και δεν πρόκειται να ξανακάνω αίτηση όταν επιστρέψω. Τελείωσα με το Χάρβαρντ σας αυτή τη στιγμή. Καλή σας ημέρα!»
Όμως, δεν ήταν όλα εύκολα στην προσπάθεια της ομάδας να πάει στην Αθήνα. Λίγο πριν αναχωρήσει για τους Αγώνες ο Μπάρναμ συνειδητοποίησε ότι δεν θα μπορούσε να μαζέψει τα χρήματα που απαιτούνταν. Η B.A.A. είχε φίλους σε πολιτικές θέσεις, με… βαθιές τσέπες κι έτσι μαζεύτηκαν τα χρήματα, από τον πρώην κυβερνήτη της Μασαχουσέτης, Όλιβερ Έιμς, μέσα σε 3 ημέρες.
Η ομάδα της B.A.A. έφτασε στην Αθήνα και κυριάρχησε στα αγωνίσματα στίβου, πήρε 6 από τις 11 πρωτιές σε αυτά. Μάλιστα, ο Κόνολι έγινε ο πρώτος αθλητής που κέρδισε την πρωτιά σε αγώνισμα στους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες, αφού το άλμα άνευ φοράς (σημερινό τριπλούν) ήταν νωρίς στο πρόγραμμα.
Στα αξιοσημείωτα των αγώνων, το γεγονός ότι οι Αθηναίοι στις εξέδρες λάτρεψαν το κολεγιακό στιλ πανηγυρισμών των μελών της B.A.A. και το μιμούνταν κάθε φορά που τους έβλεπαν στο στίβο!
Όλη η ομάδα της B.A.A., όλη η αμερικανική ομάδα αν προτιμάτε, ήταν στο Καλλιμάρμαρο για να δει τον τερματισμό του Μαραθωνίου, που κέρδισε ο Σπύρος Λούης, το τελικό αγώνισμα των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896. Η ομάδα εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από τη δραματική εξέλιξη του αγώνα, που επέστρεψε στις Η.Π.Α. με την ιδέα για έναν παρόμοιο αγώνα εκεί. Ο Τομ Μπερκ (είχε κερδίσει 100 και 400 μέτρα στην Αθήνα) και ο Γκρέιαμ ηγήθηκαν της προσπάθειας και τον Απρίλιο του 1897 έγινε πραγματικότητα ο 1ος B.A.A. Μαραθώνιος. Πλέον, είναι γνωστός ως «Boston Marathon» και κάθε χρόνο προσελκύει πάνω από 25.000 δρομείς, όντας πια ένα από τα γηραιότερα ετήσια αθλητικά γεγονότα στις Η.Π.Α..
Νίκος Κουσούλης