Η βραδιά της αποδοχής της φετινής φουρνιάς στο Hall of Fame, είχε και μια ξεχωριστή στιγμή, την είσοδο του Ντον Νέλσον στο μπασκετικό πάνθεον, μια είσοδος που άργησε αρκετά, αλλά ήρθε ως επιστέγασμα αυτού που ο Νέλσον αποκαλεί «τέλεια ζωή». Μπορεί ο ίδιος να μην πίστευε ότι θα μπει ποτέ στο HoF μετά τις 4 πρώτες φορές που η επιτροπή είχε αποφασίσει να τον απορρίψει, και να έλεγε ότι «δεν έχω κάνει τίποτα που να αξίζει για να μπω», αλλά η στιγμή που όλοι οι μπασκετόφιλοι περίμεναν ως το φυσιολογικό επόμενο μιας μαγικής ζωής αφιερωμένης στο μπάσκετ, ήρθε. Και ο Ντον Νέλσον μίλησε για τη ζωή του και τις στιγμές που πέρασε στα παρκέ, με ιστορίες που θα ταξιδέψουν κάθε φίλο της σπυριάρας μπάλας.
Το ταξίδι ως το Hall of Fame
Πώς μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει τον Ντον Νέλσον μετά από 50 χρόνια στο μπάσκετ; Άρχοντα των mismatches; Τον προπονητή που μετατρέπει άθλιες ομάδες σε καλές; Πρωτοπόρο της επίθεσης; Ως τον άνθρωπο που εισήγαγε στο μπάσκετ τον point-forward; Ή τον τρελό επιστήμονα που του άρεσε πάντα το δράμα; Όλα τα παραπάνω;
Ο ίδιος δίνει τη λύση: «Ό,τι κι αν λέει ο κόσμος, είναι όλα σωστά για μένα». Ο προπονητής με τις περισσότερες νίκες σε κανονική περίοδο στην ιστορία του NBA, ο Νέλσον αποχώρησε από τους πάγκους το 2010 με 1335 νίκες (και 1063 ήττες). Πλέον, στα 72 του αναφέρει τον εαυτό του ως τον πιο τυχερό άνθρωπο του κόσμου, αλλά δεν ξεχνά ότι μέχρι και φέτος το καλοκαίρι δεν πίστευε ότι θα μπει ποτέ στο Hall of Fame:
«Σίγουρα εννοούσα τα όσα είχα πει ότι δεν ήλπιζα πια ότι θα μπω. Δεν το περίμενα. Με είχαν απορρίψει 4 φορές, οπότε το είχα βγάλει τελείως από το μυαλό μου. Νομίζω, πάντως, ότι ο Τζέρι Σλόαν με βοήθησε. Μπήκε πριν λίγα χρόνια χωρίς να έχει κερδίσει πρωτάθλημα και νομίζω ότι αυτό άνοιξε την πόρτα και για μένα. Ο Τζιμ Φιτζέραλντ (σ.σ. πρώην ιδιοκτήτης των Μπακς και των Ουόριορς) ήταν εκείνος που ήθελε να το δει πιο πολύ απ’ τον καθένα. Αυτός κάθε χρόνο έστελνε στο Hall of Fame τις αιτήσεις, όλα τα στατιστικά, την ιστορία, ό,τι κοιτούν εκεί. Ο Φιτζ συνέχιζε κάθε χρόνο. Και τελικά, λίγο πριν πεθάνει τον Ιούνιο φέτος, με δέχτηκαν, και αυτό τον χαροποίησε τόσο πολύ. Ήξερε ήδη ότι δεν θα προλάβαινε να παρευρεθεί, αλλά ήταν τόσο χαρούμενος».
Η αρχή από τους Μπακς το 1976
Ο Νέλσον ξεκίνησε την προπονητική το 1976 από τους Μιλγουόκι Μπακς, αλλά χωρίς και να… ψήνεται ιδιαίτερα να το κάνει. «Απέρριψα τη δουλειά 3 φορές, αλλά ο Φιτζ με ανάγκασε να το κάνω. Ο Λάρι Κοστέλο παραιτήθηκε ξαφνικά και εγώ δεν ήμουν έτοιμος να γίνω πρώτος προπονητής. Ήμουν 36 χρονών. Ήθελα να προπονήσω 2-3 χρόνια με τον Λάρι και μετά ο Τζακ Ράμσεϊ ήταν εκείνος δίπλα στον οποίο θα ήθελα να θητεύσω. Πίστευα ότι μετά από 6-7 χρόνια θα ήξερα αρκετά ώστε να γίνω πρώτος προπονητής. Αυτό ήταν το σχέδιό μου. Αλλά την 3η φορά ο Φιτζ είπε ‘Απλώς δοκίμασέ το. Η συμφωνία μας θα είναι να σφίξουμε τα χέρια τίποτα παραπάνω, οπότε δοκίμασέ το για ένα χρόνο και μετά θα πάρουμε άλλον αν δεν σου αρέσει’. Μετά από δύο μέρες είχαμε αγώνα και ήθελαν κάποιον να στέκεται στην άκρη του πάγκου. Και αυτό κάναμε. Το δοκιμάσαμε για ένα χρόνο», λέει τώρα μετά από 31 χρόνια προπονητικής καριέρας.
Βέβαια, δεν ήταν πάντα το όνειρό του να γίνει προπονητής: «Όσο έπαιζα με τους Σέλτικς, δεν το σκεφτόμουν καθόλου, την προπονητική. Πάντα αναρωτιόμουν τι στο καλό θα κάνω όταν αποχωρήσω από το μπάσκετ. Γι’ αυτό και το καλοκαίρι του 1976 δοκίμασα να κάνω το διαιτητή (σ.σ. στο summer league). Δεν ήξερα κανέναν προπονητή εκτός από εκείνους των Σέλτικς. Δεν είχα γίνει φίλος με άλλους προπονητές και έπαιζα τόσο πολύ καιρό στους Σέλτικς που ήταν οι μόνοι προπονητές που ήξερα. Δεν θα ήξερα καν ποιον να πάρω τηλέφωνο για να με βοηθήσει».
Και πώς τον επέλεξαν οι Μπακς; «Ο τότε τζένεραλ μάνατζερ των Μπακς, Ουέιν Έμπρι, είναι εκείνος που το σκέφτηκε. Ο Λάρι ήταν πολύ συντηρητικός και ο Έμπρι σκέφτηκε ότι θα ήθελε έναν τύπο με τον οποίο οι παίκτες θα μπορούσαν να ταυτιστούν. Με ρώτησε αν θα ήθελα να είμαι ο βοηθός του Λάρι. Ήμουν ο τύπος που έψαχνε, πρώην παίκτης, γι’ αυτό και πήρα τη δουλειά».
Ως παίκτης στους Σέλτικς και η ιστορία με τον Ρίτσμοντ
Στους Μπόστον Σέλτικς έπαιξε 11 χρόνια και μαζί τους κατέκτησε 5 πρωταθλήματα. Η φανέλα του με το νούμερο 19 κρέμεται από την οροφή του γηπέδου των Σέλτικς, ενώ ως παίκτης στο NBA είχε 10.3 πόντους, 4.9 ριμπάουντ και 1.4 ασίστ μέσους όρους καριέρας σε 14 χρόνια. Αλλά συνήθως, πέρα από το σουτ του στον 7ο τελικό του 1969 (στεφάνι και μέσα) εναντίον των Λέικερς, ελάχιστα στιγμιότυπα ξέρει ο κόσμος από την καριέρα του ως παίκτη. Αλλά αυτό δεν τον ενοχλεί:
«Εντάξει, ήμουν μέτριος παίκτης ούτως ή άλλως. Απλώς ήμουν πολύ τυχερός να παίξω δίπλα σε μια απίστευτη ομάδα για πολύ καιρό. Αυτό που εγώ έδινα στην ομάδα ήταν ρόλος αναπληρωματικός. Ήμουν απλώς ο παίκτης των 25 λεπτών. Αλλά δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη φορά που ήμουν προπονητής στους Ουόριορς. Παίζαμε στη Βοστόνη και είχαμε πάει για πρωινή προπόνηση στο γήπεδο και σουτάκια. Οπότε πλησίασα τον Μιτς Ρίτσμοντ και του είπα ‘Βλέπεις αυτό το νο.19 που κρέμεται εκεί πάνω;’. Και συνέχισα ‘Ναι, αυτό είναι το νούμερό μου’. Και ο Μιτς απάντησε ‘Έπαιζες μπάσκετ, κόουτς;’».
Το δαχτυλίδι που διέφυγε…
Πέντε τίτλοι με τους Σέλτικς ήταν αρκετοί για να ξεπεράσει το γεγονός ότι σε περισσότερα από 30 χρόνια προπονητικής δεν κέρδισε ούτε ένα δαχτυλίδι ως προπονητής; «Πάντα πίστευα ότι οι ομάδες μου κατάφερναν περισσότερα απ’ όσα μπορούσαν… ή ότι τουλάχιστον τα έδιναν όλα κάθε φορά στα πλέι οφς. Όταν χάναμε χάναμε πάντα από καλύτερη ομάδα εκτός νομίζω από μια φορά, όταν μας κέρδισε το Σιάτλ (σ.σ. στον πρώτο γύρο του 1992). Όταν μας υπολόγιζαν για να κερδίσουμε, κερδίζαμε. Αλλά και τόσες φορές που δεν μας υπολόγιζαν για να κερδίσουμε, εμείς κερδίζαμε. Αφού παίζαμε με βάση τις δυνατότητές μας ή και παραπάνω, δεν είχα κανένα πρόβλημα με αυτό».
«Υπάρχει μια φορά, που οι Σέλτικς μας κέρδισαν στο 7ο παιχνίδι με λίγους πόντους (σ.σ. 119-113 στα πλέι οφς του 1987), αυτό με πείραξε πάρα πολύ. Τα έχασα μετά τον αγώνα, άρχισα να κλαίω σαν μικρό παιδί. Οι παίκτες έρχονταν σε μένα και με παρηγορούσαν, γεγονός που είναι πολύ παράξενο. Αυτή είναι η μόνη φορά στην καριέρα μου που ένιωσα ότι απογοήτευσα την ομάδα μου και θα έπρεπε να έχουμε κερδίσει. Αλλά μάντεψε τι έγινε; Οι Σέλτικς κέρδισαν τους Λέικερς και πήραν το πρωτάθλημα εκείνη τη χρονιά. Πάντα υπάρχει κάποιος καλύτερος από εσένα».
Η φιλοσοφία του Nellie Ball
Έχουμε μιλήσει για τον point-forward που ο Νέλσον εισήγαγε στο μπάσκετ από τη δεκαετία του 1970 και πλέον χρησιμοποιούν όλοι οι προπονητές του κόσμου, αλλά υπάρχει και το περίφημο Nellie Ball, η επιθετική φιλοσοφία του Νέλσον:
«Για μένα σημαίνει κοντή πεντάδα, γρήγορη και συναρπαστική, point-forward, παίκτες να παίζουν εκτός θέσης… όλα αυτά. Είναι κάπως αστείο για μένα όταν οι άλλοι μιλούν για τέτοια πράγματα. Δεν θεωρώ απαραιτήτως ότι είναι ακριβής η εξήγηση. Μπορείς να παίξεις Nellie Ball όταν δεν έχεις πολύ καλή ομάδα, ή όταν έχεις πολλούς καλούς κοντούς παίκτες, αλλά όχι πολλούς καλούς ψηλούς. Όταν έχεις κακές ομάδες, τότε πρέπει να γίνεις δημιουργικός για να κερδίσεις αγώνες που κανείς δεν περιμένει ότι θα κερδίσεις. Ήμουν καινοτομικός όταν έπρεπε να είμαι, αλλά δεν ήμουν καινοτομικός όταν δεν χρειαζόταν. Όταν είχα καλές ομάδες και ψηλές ομάδες, δεν έπαιζα μπάσκετ κοντών. Όταν ήμουν στο Μιλγουόκι και είχαμε τον Μπομπ Λεϊνίρ, τότε έπαιζα μέσα από τη ρακέτα. Αυτό που στην ουσία έκανα ήταν να αξιολογώ την ομάδα και να παίζω με τον τρόπο που πίστευα ότι έπρεπε να παίξουμε για να είμαστε πιο ανταγωνιστικοί. Αν είχα έναν ψηλό σέντερ, τότε δεν θα έπαιζα τόσο γρήγορα. Θα περίμενα τον Λεϊνίρ να κατέβει στην επίθεση, όπως άλλωστε έκανα στο Μιλγουόκι. Αυτές οι ομάδες ήταν στημένες γύρω από την άμυνα και αυτές ήταν και οι καλύτερές μου ομάδες, μιας και μιλάμε για το θέμα».
Οι καλύτεροι παίκτες του και ο Νοβίτσκι
Όσον αφορά στους καλύτερους παίκτες που έχει προπονήσει;
«Ο Σίντνεϊ Μόνκριφ. Ο Νοβίτσκι και ο Νας. Ο Μάλιν, ο Χαρνταγουέι και ο Ρίτσμοντ. Νομίζω ότι αυτοί είναι οι καλύτεροι που είχα ποτέ».
Ο Νέλσον δεν ξεχνά την όλη εμπειρία με τον Ντιρκ Νοβίτσκι στο Ντάλας, την οποία έζησε με τον γιο του, αφού μαζί έστηναν τους Μάβερικς: «Κάθε φορά που έχεις την ευκαιρία να δουλέψεις με τον γιο σου, αξίζει τα πάντα. Το να περνάς όλα αυτά τα πράγματα μαζί του, πρώτα με τον Σαρούνας Μαρτσουλιόνις και όλα τα πράγματα που ο Ντόνι έκανε για να τον αποκτήσουμε, μετά το να βρίσκεις τον Νοβίτσκι και αυτός τελικά να γίνεται ο παίκτης που εμείς πιστεύαμε ότι θα γίνει και η ομάδα να έχει την επιτυχία που είχε… μου κάνεις πλάκα; Δεν θα μπορούσες να γράψεις βιβλίο καλύτερο από τον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκαν τα πράγματα όταν δούλευα με τον γιο μου».
Όσο για τον Ντιρκ, ο Νέλσον λέει ότι χρειάστηκαν ελάχιστες «μυστικές» προπονήσεις για να πειστεί ότι είχε μπροστά του χρυσάφι: «Όταν πρωτοείδα τον Ντιρκ, ήταν ο καλύτερος 17χρονος ή 18χρονος ή ό,τι ήταν τέλος πάντων τότε, που είχα δει ποτέ μου να παίζει μπάσκετ. Αλλά το καλύτερο όλων ήταν ότι ο Ντόνι με κάποιον τρόπο κατάφερε να πάρει στο Ντάλας τις προπονήσεις, να γίνουν στη YMCA της πόλης (σ.σ. μιλάει για την ευρωπαϊκή all-star ομάδα που ο Νοβίτσκι έπαιζε πριν το Nike Hoop Summit του Σαν Αντόνιο το 1998). Και κανένας άλλος δεν επιτρεπόταν να μπει να δει αυτές τις προπονήσεις εκτός από τον Ντόνι κι εμένα. Οπότε για μία ολόκληρη εβδομάδα έβλεπα τον Νοβίτσκι να παίζει. Δεν είχα δει πολλούς παίκτες τόσο νεαρής ηλικίας να παίζουν, αλλά ήταν ο πιο απίστευτος παίκτης που είχα δει ποτέ σε νεαρή ηλικία. Δεν μπορούσα καν να διανοηθώ το τι ήταν ικανός να κάνει στο γήπεδο. Ο Πολ Πιρς ήταν διαθέσιμος στο 9ο πικ του ντραφτ του 1998 και θα ήταν μια καλή επιλογή για εμάς, αλλά και πάλι επιλέξαμε τον Νοβίτσκι, λόγω ύψους και λόγω όλων των πραγμάτων που ήξερα ότι μπορεί να κάνει».
Μια ανάσα από Σέλτικς και Σπερς
Μπορεί ποτέ στην καριέρα του να μην προπόνησε ομάδα πρωταθλητισμού, αλλά δεν είναι ότι δεν είχε την ευκαιρία. Και οι Σέλτικς τη δεκαετία του 1980 τον ήθελαν, αλλά και οι Σαν Αντόνιο Σπερς. Και το δεύτερο ακόμα πονάει: «Το δεύτερο με πονάει ακόμα πολύ. Δεν θα μπορούσα να είχα αφήσει τον Φιτζ και τους Ουόριορς, αλλά ήταν ξεκάθαρο ότι δεν θα μπορούσαμε να συνεργαστούμε άλλο με τον Ουέμπερ. Οπότε παρακάλεσα τον Φιτζέραλντ να κρατήσει τον Κρις και να αφήσει εμένα να φύγω. Ο Γκρεγκ Πόποβιτς κρατούσε ανοικτή τη δουλειά του προπονητή στους Σπερς για μένα (σ.σ. μιλάει για το καλοκαίρι του 1994). Το μόνο που είχα να κάνω ήταν να απελευθερωθώ από το συμβόλαιο με τους Ουόριορς. Ήθελα να με απολύσει το Γκόλντεν Στέιτ, έτσι έδειχναν άλλωστε τα πράγματα, αλλά δεν το έκαναν. Και τελικά με απέλυσαν 4 μήνες μετά, όταν το Σαν Αντόνιο είχε προπονητή. Επίσης, πουλούσαν την ομάδα εκείνη την περίοδο, οπότε είχαν θέματα. Δεν ξέρω πόση επίδραση ακριβώς είχε αυτό, αλλά εγώ έπρεπε να είμαι ο τύπος που θα έφευγε. Κράτα τον παίκτη-αστέρι, πάρε έναν νέο προπονητή που θα κάνει καλύτερη δουλειά στο να τον συγκρατεί και άσε με να πάω παρακάτω. Θα είχα πάει στο Σαν Αντόνιο, με τον Πόποβιτς τζένεραλ μάνατζερ κι εμένα προπονητή και θα προπονούσα ακόμα και σήμερα. Πόσο τέλεια θα είχαμε περάσει με τον Πόποβιτς…».
Μόνο οι όμορφες στιγμές του «πιο τυχερού ανθρώπου»
Όμως, στα 72 του λέει ότι δεν θυμάται πια τις κόντρες (και είναι πολλές, με Ουέμπερ, Κόχαν, Γιούιν, Κιούμπαν) και τα άσχημα που πέρασε στα παρκέ: «Είμαι σε τέτοιο σημείο που δεν θυμάμαι τα άσχημα. Τις ήττες, τα σκαμπανεβάσματα. Θυμάμαι μόνο τα όμορφα. Μάλλον είναι όπως η γέννηση. Όπως λένε οι γυναίκες ότι δεν θυμούνται πόσο δύσκολα ήταν όταν κοιτούν το μωρό τους».
Θα επιστρέψει, δηλαδή, στους πάγκους, για μερικές ακόμα όμορφες στιγμές; «Όχι, τελείωσα. Τελείωσα. Κάηκα. Περνάω τόσο ωραία τώρα που δεν προπονώ, που δεν μπορώ καν να φανταστώ να επιστρέψω σε αυτό ξανά. Ήταν δύσκολο να το πω αυτό που σου λέω. Γι’ αυτό πέρσι προσπάθησα να πάρω τη δουλειά στη Μινεσότα. Αλλά όχι πια. Περνάω υπέροχα. Πέρασα 50 χρόνια στο NBA. Μπορείς να φανταστείς να κάνεις αυτό που αγαπάς περισσότερο απ’ όλα σε ολόκληρο τον κόσμο και να το κάνεις για όλη σου τη ζωή και, εκτός αυτού, να βγάζεις και πολλά λεφτά από αυτό; Είναι απίστευτο. Είμαι ο πιο τυχερός άνθρωπος του κόσμου. Και το ξέρω».
Νίκος Κουσούλης