Ο Μπάιρον Σκοτ (Byron Scott, 51, 1.95) είναι ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα που κόσμησαν ποτέ το ελληνικό πρωτάθλημα. Βασικό μέλος των Λος Άντζελες Λέικερς του showtime ο Σκοτ έπαιξε μια σεζόν στην Ευρώπη και η τύχη τον έφερε στα μέρη μας, όπου φόρεσε τη φανέλα του Παναθηναϊκού, για να τον οδηγήσει στο πρώτο πρωτάθλημα της νέας εποχής, χτίζοντας τις βάσεις της αυτοκρατορίας των 13 τίτλων σε 14 χρόνια.
Ο Σκοτ, με το «μεταξένιο» τζαμπ σουτ, μπορεί να μην διαφημίστηκε όσο θα έπρεπε και όσο θα άξιζε (κάτι η έλευση του Ουίλκινς 2 χρόνια νωρίτερα, κάτι ο Ράτζα, κάτι οι εποχές όπου το NBA δεν ήταν τόσο «μέσα στα σπίτια των Ελλήνων»), αλλά είναι πολύ δύσκολο να πέσει κάτω από την τρίτη θέση, αν θέλουμε να μιλήσουμε για τα μεγαλύτερα ονόματα που έπαιξαν ποτέ στη χώρα μας!
Γεννημένος στη Γιούτα, ο Σκοτ μεγάλωσε στην Καλιφόρνια, πηγαίνοντας Λύκειο στο Μορνινγκσάιντ, που βρισκόταν κάτω από τη σκιά του Forum (τότε έδρας των Λέικερς). Όταν τελείωσε το Λύκειο ψηφίστηκε All-American, ενώ πανεπιστήμιο πήγε στο Αριζόνα Στέιτ, όπου έπαιξε για 3 σεζόν ως το 1983 (με κενό τη σεζόν 1981-82). Από την αρχή βασικός και αναντικατάστατος (έπαιζε 32 λεπτά στην πρώτη του σεζόν για να φτάσει σχεδόν τα 37 στην 3η), είχε 13.6 πόντους στην πρώτη του χρονιά με 50% εντός παιδιάς, για να φτάσει στην 3η του σεζόν τους 21.6 πόντους, με 5.4 ριμπάουντ και 4.2 ασίστ, σουτάροντας με 51% εντός παιδιάς!
Δεν συνέχισε για 4η χρονιά στο κολέγιο, το άφησε δηλώνοντας συμμετοχή στο ντραφτ του NBA του 1983. Επελέγη από τους Σαν Ντιέγκο Κλίπερς στο νούμερο 4 (Ραλφ Σάμπσον, Στιβ Στιπάνοβιτς, Ρόντνι ΜακΚρέι πιο πάνω), με τον Τζεφ Μαλόουν να είναι στο 10 και τον Κλάιντ Ντρέξλερ στο 14. Εκείνοι, 3 μήνες αργότερα (10 Οκτώβρη) τον αντάλλαξαν στους Λος Άντζελες Λέικερς για τον Νορμ Νίξον, τον Έντι Τζόρνταν και δύο ντραφτ πικς.
Στους Λέικερς έπαιξε 10 συνεχόμενες σεζόν ως το 1993 (11 συνολικά, αφού επέστρεψε το 1996) και κατέκτησε 3 τίτλους NBA. Ήταν μέλος του περίφημου Showtime, πενταδάτος δίπλα στον Μάτζικ Τζόνσον, τον Καρίμ Αμπντούλ-Τζαμπάρ και τον Τζέιμς Ουόρθι.
Και, προφανώς, δεν ήταν τυχαία εκεί που ήταν. Στη ρούκι σεζόν του είχε 10.6 πόντους, 2.2 ριμπάουντ, 2.4 ασίστ και 1.1 κλεψίματα σουτάροντας με 48,4% εντός παιδιάς. Τα πράγματα μόνο καλύτερα θα γίνονταν γι’ αυτόν τις επόμενες 9 σεζόν στους Λέικερς.
Ο Σκοτ ήταν στα μάτια όλων ένα πυρηνικό επιθετικό όπλο και καθόλου τυχαία. Μια ματιά στα κατορθώματά του φτάνει για να πείσει και τον πλέον σκεπτικό. Μέχρι που έφυγε από τους Λέικερς σούταρε περίπου 50% εντός παιδιάς, νούμερο τουλάχιστον θεαματικό για παίκτη του ύψους του στο πολύ σκληρό NBA της εποχής του. Συγκεκριμένα καμία χρονιά του στους Λέικερς δεν έπεσε κάτω από το 45%, ενώ το 1987-88 σούταρε με 53% εντός παιδιάς (έχοντας μάλιστα και την πιο παραγωγική σεζόν του με 21.7 πόντους μέσο όρο)! Και μιλάμε για 53% στο NBA της δεκαετίας 1985-95, έτσι; Τότε που έπεφταν κορμιά σε κάθε φάση. Όχι στις αστείες σημερινές άμυνες…
Ο Σκοτ ήταν επίσης ένας από τους καλύτερους σουτέρ τριών πόντων στο NBA, τέσσερις φορές στην καριέρα του τερμάτισε στο Top-10 σε ευστοχία, με αποκορύφωμα το 1984-85 όταν και με το 43.3% ήταν ο πιο εύστοχος παίκτης στο NBA (το 1986-87 είχε ακόμα υψηλότερο ποσοστό, 43.6%).
Τα ποσοστά του στα τρίποντα ήταν ακόμη υψηλότερα στα πλέι οφς, και πάντα καθοριστικά για τους Λέικερς. Μια απλή ματιά στο 47.6% των πλέι οφς του 1985 και στο 43.6% των πλέι οφς του 1988 φτάνει για να μας πείσει. Λεπτομέρεια; Και τις δύο αυτές σεζόν οι Λέικερς κατέκτησαν τον τίτλο του πρωταθλητή.
Από το 1986 ως το 1989, δηλαδή 25-27 ετών, ο Σκοτ είχε 19.4 πόντους μέσο όρο (σε 237 αγώνες συνολικά) και ήταν (σε ισοβαθμία με Ρον Χάρπερ και Αϊζάια Τόμας) στην 7η θέση ανάμεσα σε όλους τους γκαρντ του NBA όσον αφορά στην παραγωγικότητα. Δηλαδή, πολύ ψηλά, στην ίδια κατηγορία μαζί με τον Τζόρνταν, τον Μάτζικ, τον Ντρέξλερ, τον Τζεφ Μαλόουν και τον Μπλάκμαν.
Το 1984 ψηφίστηκε στην καλύτερη ρούκι πεντάδα, με τους Λέικερς κατέκτησε το πρωτάθλημα το 1985, το 1987 και το 1988. Το 1988 μάλιστα είχε 19.6 πόντους μέσο όρο μαζί με 4.2 ριμπάουντ στα πλέι οφς (καλύτερη χρονιά του στα πλέι οφς ήταν η επόμενη με 19.9 πόντους και 4.1 ριμπάουντ).
Στην κανονική περίοδο καλύτερη σεζόν του από πλευράς παραγωγικότητας ήταν το 1987-88, όταν είχε 21.7 πόντους, 4.1 ριμπάουντ, 4.1 ασίστ και 1.9 κλεψίματα. Εκείνη τη σεζόν ήταν 1ος σκόρερ, 1ος σε κλεψίματα και 3ος πασέρ των Λέικερς! Γενικά, στις 10 σεζόν του με τους Λέικερς είχε 16.0 πόντους μέσο όρο, με 3.1 ριμπάουντ και 3.0 ασίστ, σουτάροντας με 49.2% εντός παιδιάς, παίζοντας 31.4 λεπτά ανά αγώνα.
Μπορεί να μην επιλέχθηκε ποτέ για να παίξει σε all-star game (προφανώς ευθύνεται το γεγονός ότι σε λάμψη ήταν το 4ο όνομα της πιο λαμπερής ομάδας του NBA), αλλά ήταν ένας από τους αστέρες της λίγκας. Αυτή τη στιγμή, στην ιστορία των Λέικερς στα πλέι οφς είναι στην πρώτη δεκάδα όλων των εποχών σε σύνολο αγώνων, λεπτά συμμετοχής, πόντους (8ος με 2.223), εύστοχα σουτ εντός παιδιάς, εύστοχες βολές, κλεψίματα (4ος με 204) και εύστοχα τρίποντα (4ος με 116).
Το 1993-94 μεταπήδησε από τους Λέικερς στους Ιντιάνα Πέισερς, στους οποίους έπαιξε για δύο σεζόν έχοντας με πάρα πολύ καλά νούμερα, 10.2 πόντους, 1.8 ριμπάουντ και 1.6 ασίστ μέσο όρο (32-33 ετών) παίζοντας 18.5 λεπτά ανά αγώνα.
Το 1995-96 αγωνίστηκε στους Βανκούβερ Γκρίζλις, στη μοναδική σεζόν της καριέρας του που δεν έπαιξε σε πλέι οφς η ομάδα στην οποία έπαιζε (13/14 ήταν στα πλέι οφς).
Το 1996-97, στα 35 του, οι Λέικερς του ζήτησαν να επιστρέψει στο Λος Άντζελες για να λειτουργήσει ως μέντορας στη νέα τους ομάδα με Κόμπι Μπράιαντ και Σακίλ Ο’ Νιλ. Το έκανε, έπαιζε 18 λεπτά ανά αγώνα, είχε 39% στα τρίποντα, 6.7 πόντους, 1.5 ριμπάουντ και 1.3 ασίστ, κλείνοντας στο «σπίτι του» τη λαμπρή καριέρα του στο NBA, με 3 δαχτυλίδια στα χέρια του.
Συνολικά, στην καριέρα του στο NBA έπαιξε σε 1073 αγώνες κανονικής περιόδου έχοντας 14.1 πόντους, 2.8 ριμπάουντ, 2.5 ασίστ και 1.1 κλεψίματα μέσο όρο, με 37% στα τρίποντα, 83.3% στις βολές και 48.2% εντός παιδιάς.
Ο ερχομός στην Ελλάδα
Το καλοκαίρι του 1997, ο Μπάιρον Σκοτ αποκάλυψε ότι… ψαχνόταν. Ήθελε άλλη μια εμπειρία πριν πει «αντίο» στα παρκέ. Να παίξει στην Ευρώπη: «Η μόνη μου σκέψη ήταν να πάω στην Ελλάδα για μία χρονιά, αφού πρώτα ολοκλήρωνα την εμπειρία μου από το NBA. Ήθελα να βρεθώ εκτός Αμερικής και μου δόθηκε η ευκαιρία να το κάνω με τον Παναθηναϊκό. Στη συνέχεια θα έκανα αυτό που πάντα ονειρευόμουν. Θα γινόμουν προπονητής».
Έτσι και έπραξε. Οι αδελφοί Γιαννακόπουλοι στην προσπάθειά τους να φέρουν στον Παναθηναϊκό το πολυπόθητο πρωτάθλημα Ελλάδας έκαναν άλλη μια απίστευτα ηχηρή μετεγγραφή (μετά από αυτή του Ντομινίκ Ουίλκινς). Έφεραν στα 36 του χρόνια τον Μπάιρον Σκοτ στην Ελλάδα. Και όποιος πει ότι ο Σκοτ ήρθε για να κολλήσει ένσημα, ας καταπιεί τη γλώσσα του τώρα, πριν προχωρήσουμε στα στατιστικά κατορθώματα του Αμερικανού.
Μαζί του στον Παναθηναϊκό θα είχε συνοδοιπόρο του έναν γνώριμο από το NBA, τον «εχθρό» Ντίνο Ράτζα, ενώ όταν αποφάσισε να έρθει θα έπρεπε να «χωνέψει» το γεγονός ότι η νέα του ομάδα φορούσε τα χρώματα των μισητών Σέλτικς: «Να πω την αλήθεια είχα ένα πρόβλημα στην αρχή με το γεγονός ότι η ομάδα που θα έπαιζα φορούσε άσπρα και πράσινα. Αυτό έκανε λίγο δύσκολα τα πράγματα όταν πρωτοπήγα, ενώ εκτός από τα χρώματα είχε και για σήμα το τριφύλλι! Το χειρότερο από όλα όμως, ήταν πως εκεί βρήκα τον Ντίνο Ράτζα, ο οποίος ήταν με τους Μπόστον Σέλτικς! Είχα πολλές αμφιβολίες στην αρχή, όμως τελικά ήταν μία εξαιρετική εμπειρία. Παίξαμε πολύ ωραίο μπάσκετ και κάναμε όμορφα πράγματα».
Στην Α1 δεν άργησε καθόλου να δώσει τα διαπιστευτήριά του. Πρώτο ματς της χρονιάς, Παναθηναϊκός-Ηρακλής 83-59 και ο Σκοτ είχε (ρεκόρ καριέρας στην Ελλάδα) 30 πόντους, 2 ριμπάουντ, 2 ασίστ, 1 κλέψιμο και 7 κερδισμένα φάουλ, με 10/11 βολές, 7/9 δίποντα και 2/4 τρίποντα.
Μέσα στη σεζόν είχε πολλά παρόμοια highlights, όπως οι 27 πόντοι με 5 ασίστ, 5 κλεψίματα, 5 κερδισμένα φάουλ στο 86-65 κατά της Δάφνης, τα 5 συνεχόμενα μας με πάνω από 20 πόντους (9η με 13η αγωνιστική), κατά τη διάρκεια των οποίων είχε δυο φορές από 24 (με ΠΑΟΚ και Σπόρτιγκ), ενώ σε ένα σερί 18 αγώνων έβαλε πάνω από 10 πόντους στην κανονική περίοδο της Α1. Αλλά το καλύτερο το είχε φυλάξει για το τέλος.
Στην Α1 είχε 18.3 πόντους, 3.1 ριμπάουντ, 2.2 ασίστ, 1.4 κλεψίματα και 4.2 κερδισμένα φάουλ σουτάροντας με 80% στις βολές, 53% στα δίποντα και 40% στα τρίποντα. Εκείνη τη σεζόν, ο ΠΑΟΚ έκανε καταπληκτική πορεία, κατάφερε να αποκλείσει τον Ολυμπιακό στα ημιτελικά του πρωταθλήματος και παρατάχθηκε απέναντι στον Παναθηναϊκό στον τελικό.
Οι «πράσινοι» είχαν αποκλείσει το Ηράκλειο στην πρώτη φάση με 2-1, με τον Σκοτ να έχει 22.3 πόντους και 4.3 ασίστ ανά αγώνα με 4.3 κερδισμένα φάουλ στη σειρά, και την ΑΕΚ με 2-1 στα ημιτελικά, με τον Σκοτ να είναι σχετικά μέτριος τελειώνοντας μάλιστα το 3ο ματς με 2 πόντους.
Αλλά στους τελικούς απέναντι στον ΠΑΟΚ, οι οποίοι έληξαν με 3-2 για τον Παναθηναϊκό και σηματοδότησαν τον πρώτο του τίτλο μετά το 1984, ο Σκοτ πήρε τον Παναθηναϊκό από το χεράκι. Είχε διψήφιο αριθμό πόντων σε κάθε ένα από τα 5 ματς, συνολικά είχε 17.0 πόντους και 2.0 ασίστ, όντας 1ος σκόρερ και 1ος πασέρ του Παναθηναϊκού στη σειρά, MVP των τελικών.
Στο πρώτο ματς, όπου ο Παναθηναϊκός άνοιξε το σκορ, είχε 22 πόντους. Αυτό, όμως, που τον έκανε τον απόλυτο πρωταγωνιστή των τελικών ήταν το 5ο παιχνίδι. Ο Σκοτ χρειάστηκε 18,5 λεπτά για να βάλει τον πρώτο του πόντο στον αγώνα και μαζί του αγκομαχούσε όλος ο Παναθηναϊκός, αλλά μετά ήταν ασταμάτητος. Έβαλε συνολικά 23 πόντους με 11/13 βολές και 6/8 δίποντα, 19 πόντους στο δεύτερο ημίχρονο. Παράλληλα, στο τελευταίο παιχνίδι της καριέρας του μάρκαρε και τον Πέτζα Στογιάκοβιτς, τον οποίο περιόρισε στους 14 πόντους. Όχι κι άσχημα:
Βέβαια, μία εβδομάδα νωρίτερα, στο 3ο ματς της σειράς κράτησε τον Στογιάκοβιτς στους 10 πόντους, ενώ από το 22ο λεπτό ως το 35ο έβαλε 13 από τους 19 πόντους της ομάδας του (9 συνεχόμενους) χαρίζοντας στον Παναθηναϊκό το 2-1.
Στο Σαπόρτα
Ο Παναθηναϊκός εκείνη τη σεζόν έπαιζε στο Σαπόρτα και όχι στην Ευρωλίγκα («χάρη» στην καταστροφική σεζόν του Μάλκοβιτς που προηγήθηκε), όπου έφτασε ως τον ημιτελικό για να αποκλειστεί από τη Μιλάνο.
Ο Σκοτ είχε 13.4 πόντους, 2.4 ριμπάουντ, 2.1 ασίστ και 1.1 κλεψίματα στη διοργάνωση, παίζοντας 25 λεπτά ανά αγώνα. Καλύτερά του παιχνίδια από πλευράς στατιστικών εναντίον της Άβτοντορ (23 πόντους, 4 ριμπάουντ, 3 ασίστ, 3 κλεψίματα), της Μπουντιβέλνικ (25 πόντοι, 3 ριμπάουντ, 4 ασίστ, 4 κλεψίματα) και ο επαναληπτικός με την Μπάγερ στο γύρο των «32» (22 πόντοι, 3 ριμπάουντ).
Μετά το τέλος της σεζόν, έχοντας το… 4ο δαχτυλίδι πρωταθλητή όπως συνήθιζε να λέει, ανακοίνωσε την αποχώρησή του από τα παρκέ, ξεκινώντας μια δεύτερη, εξίσου μεγάλη καριέρα στους πάγκους του NBA.
Ως προπονητής
Ξεκίνησε την καριέρα του ως προπονητή από τους Σακραμέντο Κινγκς το 1998-99, δύο χρόνια θήτευσε βοηθός στον πάγκο τους. Ειδικεύτηκε στο να διδάξει τους παίκτες το σουτ από την περιφέρεια, με αποτέλεσμα τις δύο σεζόν οι Κινγκς να έχουν ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά από το τρίποντο.
Η πρώτη του δουλειά με την ιδιότητα του πρώτου προπονητή ήταν στους Νιου Τζέρσεϊ Νετς. Κι αν την πρώτη του σεζόν οι Νετς ήταν κακοί (26-56 το ρεκόρ τους) η κατάσταση ήταν τελείως διαφορετική στη συνέχεια. Με το που βρήκε τα σωστά υλικά (έλευση Τζέισον Κιντ) έφτιαξε μια καταπληκτική ομάδα που πήγε δύο συνεχόμενες χρονιές (2001-02 και 2002-03) στους τελικούς του NBA, όπου ηττήθηκε από Λέικερς και Σπερς αντίστοιχα. Τα ρεκόρ του ήταν 52-30 και 49-33 τις δύο χρονιές αυτές. Από τους Νετς απολύθηκε τον Ιανουάριο του 2004 μετά από ένα ξεκίνημα 22-20 που απογοήτευσε τη διοίκηση (πάντως οι Νετς ήταν πρώτοι στην division τους όταν απολύθηκε), με φήμες να λένε για κόντρα με τον Κιντ, φήμες που ο Σκοτ αρνήθηκε ότι έχουν υπόσταση.
Το 2004 έγινε προπονητής στους Νιου Όρλιν Χόρνετς, στην πιο δύσκολη στιγμή της ιστορίας τους. Δεν έφτανε το γεγονός ότι η ομάδα ήταν μετρίως μέτρια (18-64 στην πρώτη του σεζόν), τον Αύγουστο του 2005 ο τυφώνας Κατρίνα χτύπησε τη Νέα Ορλεάνη και η ομάδα αναγκαζόταν να παίζει τα εντός έδρας παιχνίδια της τα δύο επόμενα χρόνια στην Οκλαχόμα Σίτι και όχι στην πόλη της. Έτσι, το 2005-06 οι Χόρνετς είχαν 38-44 και το 2006-07 είχαν 39-43, τρεις συνεχόμενες σεζόν κάτω από το 50% δηλαδή για τον Σκοτ.
Όμως, όλα αυτά θα τελείωναν το 2007-08, όταν ο Σκοτ οδήγησε μια ομάδα με Πολ, Ντέιβιντ Ουέστ, Πέτζα Στογιάκοβιτς, Τσάντλερ σε ένα τρελό ταξίδι, 56-26 ρεκόρ, για να κερδίσει δίκαια τον τίτλο του προπονητή της χρονιάς στο NBA! Στα πλέι οφς οι Χόρνετς απέκλεισαν στον πρώτο γύρο τους Μάβερικς, και στον δεύτερο γύρο αποκλείστηκαν με 4-3 από τους πρωταθλητές Σπερς, χάνοντας στην έδρα τους το 7ο παιχνίδι.
Το 2008-09 οδήγησε τους Χόρνετς σε 49-33, αλλά αποκλείστηκαν από τους Νάγκετς στον πρώτο γύρο των πλέι οφς, ξεκινώντας από την 7η θέση της Δύσης. Απολύθηκε από τους Χόρνετς στην αρχή της σεζόν 2009-10, ενώ δούλεψε για λίγο ως αναλυτής στο ESPN.
Πλέον, έχει αναλάβει να ηγηθεί της προσπάθειας για αναγέννηση των Κλίβελαντ Καβαλίερς στη μετά ΛεΜπρον Τζέιμς εποχή, σίγουρα το πιο δύσκολο έργο της καριέρας του. Στην πρώτη σεζόν (2010-11) είδε την ομάδα του να χάνει 26 συνεχόμενους αγώνες (το χειρότερο σερί ηττών) και να τερματίζει με 19-65, ενώ τη δεύτερη σεζόν, οι Καβαλίερς έκαναν 21 νίκες, σε χρονιά 66 αγώνων (και όχι 82). Ο Σκοτ έχει ξανά στα χέρια του έναν πλέι μέικερ-αστέρα.
Την πρώτη φορά με τον Κιντ πήγε στους τελικούς, τη δεύτερη φορά με τον Πολ αναδείχτηκε προπονητής της χρονιάς, ενώ από πολλούς θεωρείται και ο λόγος που ο Πολ είχε τέτοια βελτίωση. Το νέο στοίχημα λέγεται Κάιρι Έρβινγκ και ο Σκοτ δείχνει ήδη να το κερδίζει, με το ταξίδι του στον μαγικό κόσμο του NBA να έχει μάλλον αρκετά κεφάλαια ακόμη μπροστά του.
Φιλανθρωπικό έργο
Ο Σκοτ έχει ιδρύσει έναν μη κερδοσκοπικό οργανισμό, το Byron Scott Children’s Fund, με τον οποίο έχει συγκεντρώσει και προσφέρει τα τελευταία 10 χρόνια περισσότερα από 6 εκατομμύρια δολάρια σε διάφορες φιλανθρωπίες για παιδιά.
Νίκος Κουσούλης