Δεν είναι μυστικό ότι η ΕΟΚ αυτή την περίοδο ετοιμάζεται να ανακοινώσει τον επόμενο προπονητή για τον πάγκο της εθνικής Ελλάδας. Μετά την αποχώρηση του Παναγιώτη Γιαννάκη το 2008 ήρθε ο Γιόνας Καζλάουσκας που έφερε την εθνική ένα βήμα πίσω με την παταγώδη αποτυχία το 2010 (11η θέση στο Μουντομπάσκετ), για να τον διαδεχθεί ο Ηλίας Ζούρος, με τον οποίο η Ελλάδα χώθηκε ακόμα πιο βαθιά σε εποχή κρίσης.
Σίγουρα, οι δικαιολογίες πολλές. Αποχώρηση βασικών παικτών, παικτών που είχαν χτίσει την εθνική των μεγάλων επιτυχιών του Γιαννάκη, ανανέωση που βγήκε λάθος. Όμως, ακόμη κι αν καταφέραμε να χωνέψουμε την 6η θέση στο Ευρωμπάσκετ του 2011 βαυκαλιζόμενοι απουσίες και εθελοτυφλώντας για πίστωση χρόνου, ο αποκλεισμός από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου από τη Νιγηρία δεν μπορεί να χωνευτεί από κανέναν μπασκετόφιλο Έλληνα.
Είναι πιθανότατα το χειρότερο αποτέλεσμα που έχει φέρει η Ελλάδα στην ιστορία της, αν αναλογιστούμε τον αντίπαλο, το πού βρίσκεται η Ελλάδα στο παγκόσμιο μπασκετικό στερέωμα και την κρισιμότητα του αγώνα (και χωρίς να φτάσω καν στο -83 των Νιγηριανών από τους Αμερικανούς λίγες εβδομάδες αργότερα, που ξεγύμνωσε τελείως την απόδοση της δικής μας εθνικής στον κρισιμότερο αγώνα του καλοκαιριού).
Ο Ζούρος προφανώς και θα απολυόταν μετά από αυτό το αποτέλεσμα, ακόμα κι αν είχε κερδίσει το Ευρωμπάσκετ την περασμένη σεζόν, αυτό ήταν δεδομένο, ενώ με βάση την εικόνα της εθνικής για δύο χρόνια, ήταν και δικαιολογημένο. Αυτό που Γιαννάκης κατάφερε το 2004 με απίστευτη μαεστρία, να κάνει, δηλαδή, μετάβαση από την προηγούμενη στην επόμενη γενιά, για να έρθουν οι μεγαλύτερες επιτυχίες της εθνικής μας, το 2009 με Καζλάουσκας και, κυρίως (λόγω ηλικιών των παικτών), το 2011 με Ζούρο, δεν κατέστη δυνατό.
Και μπορεί να «γκρινιάζουμε» για τη νέα γενιά του ελληνικού μπάσκετ, αλλά μην ξεχνάμε ότι αποτύχαμε πλήρως τη χρονιά που είχαμε 2 ελληνικές ομάδες στο φάιναλ φορ, που η πρωταθλήτρια Ευρώπης ήταν από την Ελλάδα και, μάλιστα, ομάδα με ελληνικό κορμό και 5 διεθνείς να παίζουν πάνω από 15 λεπτά στην Ευρωλίγκα στο ρόστερ της, τη χρονιά που ο MVP του φάιναλ φορ ήταν ο ηγέτης της εθνικής, παίκτης που μάλιστα βρέθηκε σε αδιανόητα καλή κατάσταση το καλοκαίρι. Και, όμως, η εθνική απέτυχε παταγωδώς. Οπότε η αλλαγή στον πάγκο ήταν επιβεβλημένη.
Η ομοσπονδία, όπως συνηθίζει, ανακοίνωσε την αλλαγή, αλλά όχι και τον νέο προπονητή, κάτι που θα γίνει, όπως, διαρρέει, αυτές τις ημέρες. Ποιος θα είναι αυτός; Στους κόλπους της ομοσπονδίας έχουν ακουστεί, βασικά, 7 ονόματα από το καλοκαίρι και μετά και, λογικά, ο επόμενος προπονητής της εθνικής θα είναι ένας από αυτούς τους επτά. Άλλοι συγκεντρώνουν περισσότερες πιθανότητες, άλλοι λιγότερες, άλλοι είναι μια πιο ανώδυνη επιλογή, άλλοι και μόνο στο άκουσμα του ονόματός τους ξεσηκώνουν ατελείωτες συζητήσεις. Ας δούμε τους 5+3 επικρατέστερους τεχνικούς για τον πάγκο της εθνικής, με δυο λόγια για τον καθένα:
– Αντρέα Τρινκιέρι: Ο 45χρονος Ιταλός προπονητής της Καντού είναι μακράν η πιο «ανώδυνη» επιλογή για τον πάγκο της εθνικής. Κανένα προηγούμενο με… κανέναν στην Ελλάδα, καμία βεντέτα, άφθαρτος και αμόλυντος από τα όσα έχουν τραβήξει άλλοι της λίστας. Επιπλέον, είναι και… μοδάτος, αφού εκπροσωπεί τη νέα γενιά του ευρωπαϊκού μπάσκετ, έχει δείξει αποτελέσματα, ανεβάζοντας ένα μέτριο ρόστερ της Καντού στην Ευρωλίγκα και φτιάχνοντας μια πολύ σκληρή ομάδα εδώ και 2-3 χρόνια. Γενικά, στην ομοσπονδία, αρέσει ο Τρινκιέρι και, ας μην κρυβόμαστε, είναι η «ευκολότερη» λύση στο να περάσει θετικά ή χωρίς εντάσεις σε όλους στην ομοσπονδία. Μετράει, βεβαίως, και το μπάτζετ, η ΕΟΚ θέλει προπονητή με πολύ μικρό μισθό σε σχέση με αυτά που συνηθίζουν να παίρνουν οι μεγάλοι προπονητές. Αυτή τη στιγμή ακούγεται ως το φαβορί, αλλά δεν ξέρω κατά πόσο θα εξακολουθήσει να είναι μέχρι τέλους, καθώς υπάρχουν και ενστάσεις.
Και ποιες είναι αυτές; Εντάξει, δεν θέλει και πολλή σκέψη. Καλός προπονητής, αλλά δεν έχει κατακτήσει τίποτα, δεν έχει κάνει ομάδες πρωταθλητισμού, η εθνική δεν είναι η ομάδα που θα θέλει να πηγαίνει για να τερματίζει 5-8 και να χαίρεται γιατί ήταν σκληρή και δύσκολο να χάσει. Είναι ομάδα που θα θέλει να κερδίζει. Ομάδα που θα θέλουμε να κερδίζει. Αλλιώς να μην ασχοληθούμε καθόλου. Και κατά πόσο μπορεί ο Τρινκιέρι να τη φέρει στην κορυφή είναι συζητήσιμο.
Απ’ την άλλη, θα μου πείτε, αν δεν τον δοκιμάσεις, πώς θα ξέρεις; Αλλά θα απαντήσω, ποια η διαφορά του Τρινκιέρι από τον Ζούρο; Ο Ζούρος, ίσα ίσα, είχε αποδείξει και περισσότερα σε συλλογικό επίπεδο πριν επιλεγεί.
– Ντέιβιντ Μπλατ: Ο 54χρονος Μπλατ μάλλον είναι η πιο δύσκολη λύση για την εθνική, αλλά και αυτή που θα έπρεπε να είναι η πρώτη. Πάρα πολλές φορές έχει εκφραστεί θετικά για να αναλάβει την εθνική μας, ιδίως σε όσους τον έχουν ακούσει να μιλάει off the record (ξέρετε, αυτά τα off the record που τα λες στη νύφη για να τα ακούσει η πεθερά), ενώ έχει αποδείξει τη μεγάλη αξία του και σε συλλογικό και σε εθνικό επίπεδο.
Δεν είναι τυχαίο ότι η Ρωσία με αυτόν στο τιμόνι της ανέβηκε στην κορυφή της Ευρώπης, θεωρείται ένας από τους (αν όχι ο) καλύτερους προπονητές σε τουρνουά περιορισμένου χρόνου στον κόσμο (δηλαδή σε τουρνουά 2-3 εβδομάδων), πράγμα επίσης πάρα πολύ σημαντικό. Γιατί υπάρχουν πολλοί καλοί προπονητές που δεν μπορούν να δείξουν τα καλύτερα αποτελέσματα σε τέτοια τουρνουά και, άρα, δεν ταιριάζουν σε εθνικές ομάδες.
Απ’ την άλλη, κακά τα ψέματα, το μπάτζετ του Μπλατ υπερβαίνει κατά πολύ τα λεφτά που έχει ως τώρα δηλώσει η ομοσπονδία ότι είναι διατεθειμένη να πληρώσει. Αν ο Μπλατ επιλεγεί, θα έχει η ΕΟΚ κάνει μεγάλη υπέρβαση στο αρχικό σχέδιο και, μεταξύ μας, δεν το βλέπω να γίνεται, ξέροντας τους ανθρώπους που είναι στο θώκο του ελληνικού μπάσκετ. Απ’ την άλλη, με βάση όλες τις παραμέτρους, ο Μπλατ αυτή τη στιγμή είναι η καλύτερη λύση για τον πάγκο της εθνικής, γιατί τα έχει όλα. Επιτυχίες, γαλόνια, κύρος, εμπειρία, θέλει να δουλέψει με Έλληνες παίκτες, ενώ ταιριάζει και στη νοοτροπία μας και την μπασκετική, αλλά και γενικότερα.
– Φώτης Κατσικάρης: Ο 46χρονος Έλληνας προπονητής είναι αυτή τη στιγμή το πρώτο φαβορί από τις… εγχώριες λύσεις. Έχει το τεράστιο θετικό ότι δεν έχει “φθαρεί” στο ελληνικό πρωτάθλημα καθώς έχει περάσει τα περισσότερα χρόνια του εκτός Ελλάδας, ενώ (πλην των… Αρειανών) ελάχιστοι έχουν θέμα με τη θητεία του στους ελληνικούς πάγκους, θέμα τέτοιο που να τους πειράξει να τον δουν στον πάγκο της εθνικής.
Έχει το τεράστιο θετικό (για την ΕΟΚ) ότι μπορεί να συνδυάσει το ελληνικό και το ισπανικό μπάσκετ, ενώ είναι Έλληνας που μπορεί να το συνδυάσει και όχι κάποιος ξένος προπονητής. Έχει καθιερωθεί στην Ισπανία, τον σέβονται οι Έλληνες παίκτες, είναι ξεκάθαρα πιο οικονομικός από τον Μπλατ.
Βέβαια, δεν έχει ούτε κατά διάνοια τις επιτυχίες και τα μίλια του Μπλατ στους πάγκους, είναι μια επιλογή πιο κοντά σε τύπου Ζούρος, Τρινκιέρι, παρά σε Μπλατ και αυτό αποτελεί ρίσκο, καθώς δεν έχει ποτέ προπονήσει ομάδα με απαιτήσεις αντίστοιχες αυτών που θα συναντήσει στον πάγκο της εθνικής. Αυτή τη στιγμή ακούγεται έντονα, αλλά πιο λίγο από τον Τρινκιέρι. Όμως, το γεγονός ότι είναι Έλληνας ίσως αποτελέσει το λόγο που στο τέλος θα επιλεγεί, αλλά το θέμα με τους προπονητές που είναι σε σύλλογο της ACB και τους θέλουν εθνικές ομάδες υφίσταται. Ο ίδιος το ξέρει ότι μια καλή θητεία στη δική μας εθνική, θα τον καθιερώσει πολύ ψηλότερα από εκεί που μπορεί να τον πάει η Μπιλμπάο και αυτό αποτελεί κίνητρο γι’ αυτόν.
– Παναγιώτης Γιαννάκης: Συζήτηση για εθνική ομάδα χωρίς τον Γιαννάκη δεν μπορεί να υπάρξει. Το 2008 έφυγε ουσιαστικά για λόγους που δεν είχαν καμία σχέση με τα αγωνιστικά. Η κόντρα του με τον Βασιλακόπουλο και τους κοντινούς του δημοσιογράφους, κόντρα που ξεκίνησε από το 2005 όταν ο Γιαννάκης άρχιζε να στέκεται ανάμεσα στην ομοσπονδία και τους παίκτες ως κυματοθραύστης, προστατεύοντας τους δεύτερους και συγκρουόμενος με την πρώτη και τους δημοσιογράφους της, έμελλε το 2008 να του στοιχίσει τη θέση στον πάγκο της ομάδας.
Και μετά, όλοι είδαμε κατά πόσο αγωνιστικά αυτή η επιλογή του Βασιλακόπουλου βοήθησε την εθνική ή την οδήγησε σε σκοτεινά μονοπάτια και έφερε άσχημες μνήμες. Καλώς ή κακώς, όλες σχεδόν οι επιτυχίες της εθνικής έχουν συνδυαστεί με τον Γιαννάκη, είτε όταν έπαιζε είτε μετά που την ανέλαβε. Αυτό κάτι δείχνει, προφανώς ότι η νοοτροπία του πάγκου της εθνικής του ταιριάζει γάντι.
Από αυτή την άποψη ο Γιαννάκης πάντα θα είναι η καλύτερη λύση για τον πάγκο της ομάδας. Είναι εγνωσμένης αξίας, έχει στα γαλόνια του τις μεγαλύτερες επιτυχίες της εθνικής μας, οι παίκτες τον σέβονται απεριόριστα, όλος ο εκτός Ελλάδας μπασκετικός κόσμος τον θεωρεί (και απολύτως δικαιολογημένα) θρύλο και τον αντιμετωπίζει ανάλογα. Ο Γιαννάκης είναι ο απόλυτος στρατιώτης της εθνικής, έχει δηλώσει ότι όποτε τον θέλει η ομάδα θα είναι εκεί, δεν χρειάζεται να διακόψει το συμβόλαιό του με τη Λιμόζ για να έρθει στην εθνική, ενώ για τα οικονομικά ούτε λόγος, ας μην γινόμαστε αστείοι, η ηθική και η αξιοπρέπεια του Γιαννάκη είναι τέτοιες που θα έφτανε στο σημείο να αναλάβει και τζάμπα τον πάγκο της εθνικής.
Απ’ την άλλη, μέσα στην ΕΟΚ έχει ορκισμένους φίλους αλλά και ορκισμένους εχθρούς, πολλοί από τους οποίους είναι σε υψηλόβαθμες θέσεις. Ο ρομαντισμός με τον οποίο ο Γιαννάκης αντιμετωπίζει το μπάσκετ δεν συνάδει με τη νοοτροπία του Έλληνα και αυτό το έχει συναντήσει πολλές φορές μπροστά του στην καριέρα του, όταν χανόταν ο κοινός τόπος επικοινωνίας με οπαδούς και διοικήσεις, επειδή δεν υπήρχε κοινή αντίληψη για τον χώρο (αν με ρωτάτε, βέβαια, ο υγιής τρόπος για να αντιμετωπίζεις το μπάσκετ είναι του Γιαννάκη, όχι των άλλων, όμως καλώς ή κακώς η Ελλάδα έχει ελάχιστους μπασκετάνθρωπους μπασκετόφιλους και πολλούς μπασκετάνθρωπους μπασκετοπαδούς). Με την (μπασκετική, μην παρεξηγηθώ) αφέλειά του να θεωρήσει ότι το μπάσκετ στην Ελλάδα είναι πιο μεγάλο από οπαδικές προτιμήσεις, βρίσκει απέναντί του πολλούς οπαδούς διαφορετικών χρωμάτων, που αποδεικνύουν την ελάχιστη μπασκετική τους γνώση με την έχθρα τους προς τον Γιαννάκη.
Όμως, για να έρθει ο Γιαννάκης ξανά στον πάγκο της εθνικής, θα πρέπει η ΕΟΚ να «φάει χυλόπιτα» από αρκετούς άλλους. Πρώτα απ’ όλα, η επιστροφή του, κι ας μην το πει ο ίδιος ποτέ, θα σημαίνει ότι ο Βασιλακόπουλος παραδέχτηκε το άκυρο της επιλογής του το 2008. Δεύτερον, θα γίνει κόντρα σε πολλούς μέσα στην ομοσπονδία, που ακόμα και τώρα κάνουν λόμπι εναντίον της επιστροφής Γιαννάκη (και ορισμένοι είναι ο βασικός λόγος που έχουν ακουστεί κάποια από τα ονόματα που «παίζουν», στην προσπάθειά τους να ρίξουν τον Γιαννάκη πιο κάτω στη λίστα).
Γνώμη μου; Όσο υπάρχει αυτό το κλίμα, καλό θα ήταν να μην επιστρέψει ο Γιαννάκης, αυτό δεν θα βοηθήσει την εθνική, η οποία θα πρέπει να περιμένει «πόλεμο» από ορισμένα μέσα, τα γνωστά, αυτά που της έκαναν πόλεμο και την τετραετία 2005-08, την πιο επιτυχημένη της ιστορίας της. Αν επιστρέψει ο Γιαννάκης, ουσιαστικά η εθνική θα βάζει μόνη της στον εαυτό της δύσκολα, οπότε καλό θα ήταν να μείνει στην άκρη ακόμα. Απ’ την άλλη; Για μένα δεν υπάρχει ποτέ καλύτερη λύση για τον πάγκο της κάθε εθνικής από τον (εκάστοτε) άνθρωπο που έχει δηλώσει (και αποδείξει ότι το εννοεί) στρατιώτης της, που την έχει φέρει στην κορυφή, που την πονά και την αγαπά πιο πολύ και από τον εαυτό του. Και αυτός για την Ελλάδα είναι μόνο ο Γιαννάκης.
– Δημήτρης Ιτούδης: Είναι η… generation next του ελληνικού μπάσκετ. Έχει θητεύσει πολλά, πάρα πολλά, χρόνια δίπλα στον Ομπράντοβιτς και αυτό λέει πολλά και για τα πόσα έχει μάθει και πόσο έχει εξελιχθεί, αλλά και προφανώς ότι δεν είναι τυχαία η εμπιστοσύνη του Ομπράντοβιτς. Απ’ την άλλη, δεν ήταν ποτέ πρώτος προπονητής. Αυτό κι αν είναι ρίσκο.
Ο Σφαιρόπουλος έκανε το βήμα, το τόλμησε. Ο Ιτούδης είτε περιμένοντας τον Παναθηναϊκό, είτε επειδή του άρεσε αυτό που έκανε, είτε για οποιονδήποτε άλλο λόγο, απέρριψε πολλές προτάσεις τα τελευταία χρόνια, ακόμα και από πρωτοκλασάτες ομάδες της Ευρώπης. Και αυτό πρέπει να προβληματίσει την ΕΟΚ.
Είναι οικονομικός, «ψάχνεται» πάρα πολύ, εξελίσσεται συνεχώς, αλλά από εκεί και πέρα δεν παύει να είναι ένας προπονητής που ποτέ του δεν έχει πάρει πρώτο ρόλο ως τώρα. Είναι δυνατόν να τον επιλέξεις ως λύση για την εθνική ομάδα περιμένοντας άμεσα αποτελέσματα; Δεν λέει κανείς ότι δεν θα τα φέρει, ότι δεν μπορεί να τα φέρει, αλλά είναι ξεκάθαρα και μακράν η επιλογή με το υψηλότερο αγωνιστικό ρίσκο.
Κι όσο ενδιαφέρον θα είχε ένα πείραμα με τον Ιτούδη στον πάγκο, για το αν μπορεί να λειτουργήσει λίγο ως «Ομπράντοβιτς» καταφέρνοντας να περάσει στο παιχνίδι του στοιχεία του μέντορά του, την ελληνική νοοτροπία, συν τη νέα γενιά της προπονητικής, δεν παύει να είναι αυτό ακριβώς: ένα πείραμα. Και θεωρώ ότι μετά από 3 χρόνια φαγούρας η εθνική δεν θα αντέξει άλλο ένα πείραμα. Ιδίως αν αποτύχει. Ο Ιτούδης δεν έχει αποδείξει τίποτα στην καριέρα του, καθώς δεν έχει καριέρα ως πρώτος προπονητής.
Και, πάνω απ’ όλα, υπάρχει το θέμα με τον Σπανούλη, καθώς οι δυο τους έχουν κόντρα. Θα μου πείτε «σοβαρολογείς;». Κι όμως, η ΕΟΚ έχει αποδείξει ότι είναι παντελώς ανίκανη να λύνει αυτές τις απλές καταστάσεις, τις οποίες θα έπρεπε να μπορεί να τις επιλύει χωρίς καν να ασχολείται κανείς μας, τόσο εύκολα. Όμως, αυτό δεν γίνεται. Και δεν μπορείς να πάρεις προπονητή στην εθνική που να έχει κόντρα με τον καλύτερο Έλληνα παίκτη.
Οι υπόλοιποι…
– Χοάν Πλάθα: Δεν θα το συζητούσαμε καν, αν δεν υπήρχε το κόλλημα της ΕΟΚ με την Ισπανία. Τα μεγάλα μυαλά του ελληνικού μπάσκετ έχουν δει ότι η εθνική μας δεν μπορεί να κερδίσει την Ισπανία, άρα ποια είναι η λύση; Ένας Ισπανός προπονητής, καθότι όλα τα άλλα τα έχουμε λύσει. Θα πάντρευε και το ελληνικό με το ισπανικό για να βοηθήσει την επίθεσή μας (σαν αυτά που λέγαμε για τον Κατσικάρη δηλαδή), ήρθε και η καλή σεζόν του Πλάθα με τη Ζαλγκίρις και, αίφνης, όλοι ξεχάσαμε τα κατορθώματα του Πλάθα με τη Ρεάλ, που πάνω στο ξεπέταγμα της έριξε την πιο σκληρή σφαλιάρα αποτυχίας. Ανατριχιάζω και μόνο στη σκέψη (για να γίνω γραφικός στην περιγραφή) ότι θα επιλεγεί πάνω από τους άλλους, αλλά με τον Πέπου Ερνάντεθ (ο επί πενταετία περίπου «μπαμπούλας» στους διαδρόμους της ΕΟΚ για το ποιος ξένος θα έρθει στην εθνική) να έχει ξεφτίσει ως αξία στο χρηματιστήριο και, άρα, να μην ασχολούνται μαζί του στην ΕΟΚ, ο Πλάθα είναι… επικίνδυνος. Βέβαια, υπάρχει και ο τρόπος που χειρίστηκε το θέμα που τον κάνει ακόμα πιο αουτσάιντερ.
– Γιάννης Σφαιρόπουλος: Επιλογή που βρίσκεται ένα βήμα πιο μετά τον Ιτούδη και ένα βήμα πριν τον Ζούρο, τον Τρινκιέρι ή τον Κατσικάρη. Αγωνιστικά, όχι από πλευράς προτίμησης. Από τους πιο αξιόλογους Έλληνες τεχνικούς της νέας γενιάς, με θητεία στον πάγκο της εθνικής, κάτι που σίγουρα μετρά υπέρ του. Απ’ την άλλη, πέρσι ήταν δίπλα στον Καζλάουσκας και η ΤΣΣΚΑ απέτυχε στην Ευρωλίγκα (ναι, για ένα σουτ «απέτυχε»…), ενώ η πρόσληψή του στον Πανιώνιο δεν του έχει αποφέρει ακόμα κάτι, καθώς δεν έχει προλάβει να περάσει χρόνος. Είναι κι αυτός πείραμα και στη λογική ότι η εθνική χρειάζεται τώρα κάτι πιο έτοιμο, πιο δυνατό, δεν μπορεί (όπως και ο Ιτούδης) να προτιμηθεί.
– Ντούσκο Ιβάνοβιτς: Είμαι σίγουρος ότι τουλάχιστον οι μισοί όταν είδατε το όνομα φέρατε στο μυαλό σας τον Ιβάνοβιτς αναψοκοκκινισμένο, να ουρλιάζει στους παίκτες του στη διάρκεια ενός αγώνα. Αυτό είναι το… ατού του. Αυτό ταιριάζει με τη νοοτροπία του Έλληνα. Ο Ιβάνοβιτς είναι πολύ κοντά στη δική μας λογική, στη λογική του «αν χάσεις το επόμενο σουτ καταστράφηκε ο κόσμος» που έχει ο Έλληνας στον αθλητισμό. Απ’ την άλλη, τα χνώτα του πολύ (μα πολύ) δύσκολα θα ταιριάξουν με εκείνα των ανθρώπων της ΕΟΚ και σίγουρα είναι μια επιλογή που αν της βγει της εθνικής θα τη φέρει στην κορυφή, αλλά και που μπορεί να τη διαλύσει μέσα σε φωνές, πίεση, άγχος, ουρλιαχτά και καυγάδες με παίκτες. Γιατί ο Ιβάνοβιτς νερό στο κρασί του δεν βάζει και αν δεν βάλουν οι παίκτες (που πρέπει να είναι στρατιώτες) οι κόντρες στις ομάδες του είναι αναπόφευκτες.
Μένουν άλλοι; Ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς ακούστηκε κάποια στιγμή, τα στοιχεία δείχνουν πιο πολύ ως κόλπο… δημοσιότητας ή στη λογική του «ας πετάξουμε ένα όνομα να δούμε πώς θα αντιδράσει». Ο επόμενος προπονητής της εθνικής, λέει η λογική, θα είναι ένας από τους πιο πάνω 8, εκτός κι αν γίνει η έκπληξη (αν είναι άλλος πάει να πει ότι προέκυψε αυτή την εβδομάδα, γιατί ως τώρα δεν έχει ακουστεί άλλος). Ποιος θα είναι; Ίσως να μάθουμε και πριν καν βγει το 2012. Ο καθένας έχει τη δική του προτίμηση, τη δική του «ανώδυνη» λύση και το δικό του «απαγορευτικό». Περισσότερα μάλλον μετά την επιλογή της ΕΟΚ.
Νίκος Κουσούλης