Δημοσιεύτηκε στις 30 Αυγούστου 2008
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες τελείωσαν για την Ελλάδα και η γεύση που μας έμεινε στα χείλη ήταν ανάμικτη. Με το άρθρο αυτό, που κλείνει μπασκετικά τους Αγώνες, δεν θα επιχειρήσω να μαντέψω ποια θα είναι η επόμενη ημέρα στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα, αλλά να δούμε με πιο αποστασιοποιημένη πλέον ματιά τα όσα έπαιξαν ρόλο στο φετινό μας γαλανόλευκο καλοκαίρι.
Πριν αρχίσω και μιας και μιλάμε για εθνική ομάδα, θα ήθελα να σχολιάσω κάτι που μου έκανε αλγεινή εντύπωση. Ο Στράτος Περπέρογλου, την ημέρα που η εθνική αποκλείστηκε από την Αργεντινή, φιλοξενούταν στο εξώφυλλο εφημερίδας (της Πράσινης) με δήλωση: “Ήθελα να είμαι στο Πεκίνο, αλλά ο προπονητής έκανε τις επιλογές του”. Για μένα, ένας νέος αθλητής θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να μάθει να σέβεται τους ανθρώπους που βρίσκονται έτη φωτός πάνω από αυτόν. Και ύστερα όλα τα άλλα. Δεν έχει νόημα να γράψω εδώ αν ο Περπέρογλου έπρεπε με βάση την απόδοσή του στην προετοιμασία να είναι στο Πεκίνο, αυτό το είδαμε όλοι. Αλλά καλό θα ήταν, επειδή είναι μικρός ακόμα, να προσπαθήσει να μην παρασύρεται ώστε να μην γίνεται πιόνι στο παιχνίδι που παίζουν ορισμένες φυλλάδες.
Αν δούμε τους Αγώνες με ψυχρή υπολογιστική λογική, η παρουσία της Ελλάδας δεν είναι αποτυχημένη. Με βάση τους αριθμούς, η εθνική δεν έχασε από καμία ομάδα κατώτερή της, ενώ ηττήθηκε από 3 εξίσου δυνατές (ας το αφήσουμε εδώ) αντιπάλους. Μπορεί να μην έκανε την υπέρβαση, αλλά δεν έχασε καμία θέση, αφού δεν έπεσε θύμα έκπληξης. Αυτά με βάση τους αριθμούς.
Με βάση τα γεγονότα, η 5η θέση πάλι δεν πρέπει να μας ξενίζει. Η χρονιά μας ήταν μεταβατική. Σταμάτησαν από την εθνική ο Παπαδόπουλος, ο Ντικούδης, ο Χατζηβρέττας και ο Κακιούζης, οπότε αμέσως έπρεπε η Ελλάδα να βρει νέα αγωνιστική ταυτότητα. Κι αυτό σε κάθε περίπτωση δεν είναι εύκολο, ιδίως όταν τη θέση των παραπάνω παίρνουν παιδιά νεαρά σε ηλικία. Ο Σχορτσιανίτης ήταν σε κακή κατάσταση αφού άρχισε μετά από ένα χρόνο να παίζει μπάσκετ 2 μήνες πριν τους Αγώνες. Ο Διαμαντίδης ήταν φανερά κουρασμένος (είναι λογικό και το είχαμε επισημάνει από το χειμώνα) από τον Δεκέμβρη και αυτό βγήκε στους Αγώνες. Ο Παπαλουκάς είχε την ατυχία με το χαμό της γιαγιάς του πριν ακριβώς τους Αγώνες και έχασε σε αυτοσυγκέντρωση, αλλά ίσως και κίνητρο. Ο Ζήσης προερχόταν από μια χρονιά προπονήσεων και πάγκου στην ΤΣΣΚΑ. Ο Τσαρτσαρής από τον τραυματισμό του το χειμώνα δεν κατάφερε μέχρι το καλοκαίρι να ανακάμψει. Αν θυμάστε, τότε είχαμε πει ότι ήταν ο πρώτος σημαντικός τραυματισμός του Κώστα και κάθε παίκτης αντιδρά διαφορετικά και το διάστημα που χρειάζεται για πλήρη επάνοδο διαφέρει. Ο Τσαρτσαρής φάνηκε ότι χρειαζόταν περισσότερο χρόνο, οπότε ας ελπίσουμε από τη νέα περίοδο να έχει το παλιό καλό του πρόσωπο. Ο Βασιλόπουλος τραυματίστηκε πριν τα πλέι οφς της Α1 και πιέστηκε να επιστρέψει ενώ ακόμη ήταν ανέτοιμος (δεν εννοώ ότι τον πίεσε ο Ολυμπιακός). Αυτό του βγήκε σε ελλιπή προετοιμασία και σε κούραση/ανετοιμότητα το καλοκαίρι, καθώς ο οργανισμός του ζητούσε ξεκούραση. Άρα, αμέσως έχουμε φτάσει στη μισή δωδεκάδα, που είχε άσχημο μομέντουμ, αν θέλετε να το πούμε έτσι. Ακόμη κι ο Πελεκάνος, που ήταν σαφώς πιο καλός απ’ ότι αναμέναμε μετά τη χρονιά που είχε, θα μπορούσε να ήταν σε καλύτερη κατάσταση (εννοώ με καλύτερη χρονιά στην πλάτη).
Εκείνοι που είχαν πολύ καλή χρονιά, φάνηκε και στους Αγώνες, καθώς στο σύνολο του καλοκαιριού ήταν οι καλύτεροι της εθνικής. Εννοώ τον Σπανούλη, τον Μπουρούση, τον Φώτση και τον Πρίντεζη. Σε αυτούς μπορούμε να προσθέσουμε και τον Γλυνιαδάκη που, τηρουμένων των αναλογιών, ανήκει στην κατηγορία αυτή.
Αφήνω και τα γεγονότα, για να μιλήσω για πιο τεχνικά θέματα. Η απουσία του Λάζου από το παιχνίδι της εθνικής φάνηκε. Μπορεί αρχικά όλοι να είπαμε ότι η Ελλάδα θα γινόταν πιο γρήγορη και πιο πιεστική στην άμυνα, αλλά όταν έπρεπε να “ακουμπήσει” στη ρακέτα, όταν στο ματς με την Αργεντινή η περιφέρεια είχε πρόβλημα, δεν υπήρχε ο παίκτης που θα έκανε τη δουλειά του Λάζου. Δηλαδή, να πάρει 5-6 επιθέσεις, να βάλει 1-2 πλάτες, να πάρει 1-2 φάουλ και να ηρεμήσει την ομάδα, πριν δεχτεί μεγάλο σερί. Και το είχαμε επισημάνει αυτό από εδώ…
Φτάνουμε και σε ένα εύλογο ερώτημα, όμως. Καλά όλα αυτά, αλλά γιατί ήμασταν όλοι τόσο αισιόδοξοι πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες; Σε όλες τις δημοσκοπήσεις (όπως και στη δική μας), τα ποσοστά της Ελλάδας για μετάλλιο ήταν πάνω από 70%. Από πού πήγαζε αυτή η αισιοδοξία; Μα προφανώς από το προολυμπιακό. Η εύκολη απάντηση σε αυτό είναι ότι άλλες ομάδες αντιμετώπιζε η Ελλάδα στην Αθήνα, κι άλλες στο Πεκίνο. Άλλο να παίζεις με το Πουέρτο Ρίκο και την Κροατία, κι άλλο με την Ισπανία και την Αργεντινή.
Όμως, διαφωνώ. Και θα φτάσω στον βασικότερο λόγο που η εθνική έμεινε στα ρηχά και τον οποίο εύγλωττα πρώτος στη χώρα διατύπωσε ο BEN. Η ομάδα φορμαρίστηκε για το προολυμπιακό. Αν δούμε τους 12 αγώνες του καλοκαιριού, θα παρατηρήσουμε απεριόριστα περισσότερη ενέργεια, φρεσκάδα και ένταση στα ματς του προολυμπιακού, χαρακτηριστικά, που δεν σχετίζονται με τον αντίπαλο.
Ήταν λάθος αυτό το φορμάρισμα; Προφανώς όχι. Καλώς ή κακώς δεν μπορούσαμε να παίξουμε με τη φωτιά. Ο πρώτος στόχος ήταν η πρόκριση στους Ολυμπιακούς. Μια ήττα-αποκλεισμός στην Αθήνα θα ήταν καταστροφή για την Ελλάδα. Μην ξεχνάτε ότι μιλάμε ουσιαστικά για τουρνουά νοκ άουτ. Η ομάδα έπρεπε να φορμαριστεί για τις 14 Ιουλίου και στη συνέχεια να προσπαθήσει να κρατήσει τη φόρμα της. Δεδομένων όλων των συνθηκών με την κατάσταση των παικτών, το δεύτερο δεν της βγήκε. Αλλά φανταστείτε τι θα συζητούσαμε αν είχαμε αποκλειστεί από τους Ολυμπιακούς. Ήταν τέτοια η κατάσταση που η ομάδα δεν μπορούσε να ρισκάρει. Όσο και να ήθελε, όσο κι αν μετά λέμε ότι ίσως να μπορούσε. Διακυβεύονταν πάρα πολλά.
Και φτάνουμε στο αύριο. Η φουρνιά αυτή της εθνικής, με τους παίκτες που έρχονται από πίσω, εξακολουθεί να είναι η καλύτερη του ελληνικού μπάσκετ. Η διαδοχή των παικτών, λογικά θα γίνει ομαλά μέσα στα επόμενα 4-6 χρόνια (όσων παικτών είναι σε ηλικία να αποχωρήσουν). Στον πάγκο κάθεται ο Παναγιώτης Γιαννάκης, ο άνθρωπος που όσο κανείς άλλος έχει συνδέσει το όνομά του με τις επιτυχίες του ελληνικού μπάσκετ. Με το πρώτο ευρωπαϊκό ως παίκτης, με την καθιέρωση του Άρη, με την πρώτη κούπα του Παναθηναϊκού, με τις καλύτερες χρονιές στην ιστορία του Αμαρουσίου ως προπονητής, με την επιστροφή της εθνικής στην κορυφή. Για μένα, μετακίνηση του Γιαννάκη από τον πάγκο, θα είναι μοιραίο λάθος. Η επιτυχία από την αποτυχία είναι μια ανάσα μακριά. Ο Δενδρινός, ο Ιωαννίδης και ο Πετρόπουλος δεν ήταν κακοί προπονητές. Οι Έλληνες παίκτες πλέον είναι οι καλύτεροι στην Ευρώπη. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να σέβονται περισσότερο από την κινητή ιστορία του ελληνικού μπάσκετ, από “το ίδιο το μπάσκετ” όπως είχε πει κάποτε ο Σιγάλας.
Ο Γιαννάκης πρέπει να μείνει, η ΕΟΚ δεν πρέπει να υποκύψει στις πιέσεις της γνωστής κλίκας δημοσιογράφων και των 2-3 φυλλάδων που έχουν σαφείς προσανατολισμούς. Αυτό θα είναι ήττα για το μπάσκετ. Οι όποιες αιτιάσεις υπάρχουν (βεβαίως φέτος ειπωμένες) για το μπάσκετ της εθνικής, αντικρούονται εύκολα. Η Ελλάδα δεν έχει τους καλύτερους σκόρερ στην Ευρώπη, έχει τους καλύτερους αμυντικούς στην Ευρώπη και τους πιο μυαλωμένους πλέι μέικερ. Άρα, το μπάσκετ της θα είναι ανάλογο. Όπως θα ήταν διαφορετικό αν είχε τον Νοβίτσκι και τον Πέτζα. Ο Γιαννάκης είναι εμβληματική προσωπικότητα στο παγκόσμιο μπάσκετ (όλα μετράνε), είναι πολύ μεγάλος προπονητής, είναι μακράν ο πιο επιτυχημένος στην ιστορία της εθνικής ομάδας. Παρά τις προβλέψεις για το αντίθετο, ο Βασιλακόπουλος είπε πριν από 5 ημέρες… “συνεχίζουμε για το χρυσό στην Πολωνία”. Αυτό είναι ξεκάθαρο ως προς το τι σημαίνει. Επειδή στην Ελλάδα ζούμε, ελπίζω αν κάνει το λάθος να απομακρύνει τον Γιαννάκη, να το κάνει τον Σεπτέμβριο και όχι την άνοιξη ή το καλοκαίρι του 2009, αφήνοντας την ομάδα γυμνή και απροστάτευτη. Στην παρούσα φάση πάντως, για έναν πάγκο όπως αυτός της Ελλάδας, δεν υπάρχει αξιόλογη διάδοχη κατάσταση.