Δημοσιεύτηκε στις 28 Μαΐου 2007
Το μπάσκετ γεννήθηκε… στημένα. Είπαν «φτιάξτε το» και κάποιος το «έφτιαξε» πριν από 115 χρόνια. Δημιουργήθηκε για να έχει ο κόσμος κάτι να κάνει το χειμώνα, όμως οι μεγαλύτερες επιτυχίες που μπορεί ο καθένας να θυμηθεί έχουν έρθει την άνοιξη, το καλοκαίρι κι εσχάτως στις αρχές του φθινοπώρου.
Τα ανοικτά γήπεδα άλλοτε πληθαίνουν, άλλοτε λιγοστεύουν, ανάλογα με τις επιταγές της νεολαίας κάθε εποχή. Βέβαια, στη γειτονιά μου πριν περίπου ένα-δύο χρόνια το γήπεδο μπάσκετ που μάζευε κάθε μέρα πάνω από 40 άτομα έκλεισε. Έγινε γήπεδο τένις! Δεν έχω κάτι με το… συμπαθές αυτό άθλημα, το οποίο βέβαια έχει την ψευδαίσθηση ότι απαιτείται μεγαλύτερη προσήλωση, ηρεμία, ησυχία και αυτοσυγκέντρωση για να παιχτεί απ’ ότι όλα τα υπόλοιπα, αλλά από τότε που το γηπεδάκι έγινε τένις, σχεδόν κανείς δεν πατάει.
Μέχρι να γίνει αυτό το μπασκετικό έγκλημα, είχε κι εκείνο να θυμηθεί πολλά. Όπως κάθε ανοιχτό γήπεδο στις χώρες που το μπάσκετ έχει εξελιχθεί. Το καθένα έχει τους περαστικούς του, τους θαμώνες του, το αστέρι του, τον θρύλο του. Εκείνον που όλοι θέλουν να κερδίσουν, εκείνον που όλοι θυμούνται να παίζει εκεί (ακόμη κι ας μην ήταν πάντα παρών). Εκεί γεννιέται το μπάσκετ κάθε μέρα. Στα ανοικτά γήπεδα. Μετά το τέλος της προπόνησης στις τοπικές ομάδες, μετά τη διακοπή της τηλεοπτικής σύνδεσης με το τάδε γήπεδο της Α1, το μπάσκετ γεννιέται σε ένα ανοικτό γήπεδο.
Εκεί που οι δωδεκάχρονοι κάνουν όνειρα καριέρας, οι δεκαεξάχρονοι δοκιμάζουν τις δυνάμεις τους απέναντι σε μεγαλύτερους, εκεί που τα εκατοντάδες χαμένα ταλέντα του ελληνικού μπάσκετ στήνουν την παράστασή τους, ένα απόγευμα για λίγους. Στο γήπεδο της γειτονιάς, στο γήπεδο του σχολείου πηδώντας τα κάγκελα για να μπεις, στο αυτοσχέδιο γηπεδάκι στην αυλή, στο γκαράζ, στο μπαλκόνι, μέχρι και στην μπασκετίτσα στον τοίχο του δωματίου δίπλα στην αφίσα του Τζόρνταν.
Στην Α1 φτάνει περίπου το 10% των πραγματικών ταλέντων της χώρας. Το υπόλοιπο 90% θα χαθεί κάπου στην πορεία από κάποιον κοντόφθαλμο ή από συγκυρίες (με υπαίτιους). Στην Ελλάδα οι «θρύλοι» των ανοικτών γηπέδων δεν είναι ακόμα θρύλοι. Όμως, σε όποιο γήπεδο και αν πας και ρωτήσεις, το καθένα έχει το δικό του «θρύλο». Όπως τον Ερλ Μάνιγκολτ, τον Λόιντ Ντάνιελς, τον Κορνίλιους Χόκινς, ή τους σημερινούς Τάβορις Μπελ, Εντ Σμιθ, Τοριάν Φοντενέτ. Τον παίκτη που για να σε αναγνωρίσουν στο γήπεδο αυτό θα πρέπει να κερδίσεις. Τον Αντώνη, τον Νίκο, τον Ιάκωβο, τον Παναγιώτη.
Το μπάσκετ δεν μπορεί και δεν πρέπει να γυρίσει στα ανοικτά γήπεδα (δεν παίρνω… ληγμένα για να υποστηρίξω κάτι τέτοιο), αλλά κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι το μπάσκετ υπάρχει λόγω των ανοικτών γηπέδων. Εκεί δοκιμάζεσαι πραγματικά, εκεί κάνεις χιλιάδες σουτ για να εξισορροπήσεις την κραυγαλέα απουσία τους από τις οργανωμένες προπονήσεις των παιδικών ομάδων (όταν είσαι 14 βέβαια δεν σκέφτεσαι έτσι, απλώς σουτάρεις γιατί γουστάρεις και γιατί θες να βελτιωθείς). Εκεί θα χτίσεις αυτό που θα γίνεις αργότερα. Ο επόμενος Γκάλης, Γιαννάκης, Παπαλουκάς, Διαμαντίδης, ή ο επόμενος «θρύλος» της γειτονιάς σου. Εκεί θα «ξαναπαίξεις» τα τελευταία δευτερόλεπτα του κρίσιμου αγώνα που έχασε η ομάδα σου, κι εκεί θα είσαι εσύ που θα την οδηγήσεις στη νίκη.
Μέσα στο καλοκαίρι, που τα νέα θα τρέχουν σε πιο αργούς ρυθμούς (εκτός από τις μετεγγραφές) ίσως κάνω ένα αφιέρωμα στους πιο γνωστούς παίκτες των playgrounds των Η.Π.Α., αν και πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον θα είχε να μιλήσουμε για τους δικούς μας «θρύλους» των ανοικτών γηπέδων. Για τη δική μας καθημερινή γέννηση του μπάσκετ.