Δημοσιεύτηκε στις 21 Νοεμβρίου 2008
Το αθλητικό παπούτσι είναι σημαντικό κομμάτι για τον μπασκετμπολίστα, αλλά συχνά η επιλογή και η χρήση του υποτιμάται. Είναι σημαντικό, όμως, το παπούτσι να εκπληρώνει ορισμένες προδιαγραφές. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι οι βιομηχανίες παραγωγής αθλητικών παπουτσιών εκπροσωπούνται από εταιρείες – κολοσσούς που ξοδεύουν εκατομμύρια και κλείνουν συμβόλαια με γνωστούς αθλητές για την προώθηση των προϊόντων τους.
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
Μέχρι τη δεκαετία του 1960, στο μπάσκετ κυριαρχούσαν τα λεγόμενα Chuck Taylor ή All-Star παπούτσια της Converse, τα οποία παραμένουν το μοντέλο με τις περισσότερες πωλήσεις όλων των εποχών, με περισσότερα από 500 εκατομμύρια ζευγάρια να έχουν αγοραστεί. Το μπασκετικό παπούτσι πέρασε σε νέο επίπεδο με δύο σημαντικές διαφοροποιήσεις: την εισαγωγή του δέρματος στην κατασκευή τη δεκαετία του ’60 και την προσθήκη της αερόσολας το 1983.
Επανάσταση στο μάρκετινγκ των παπουτσιών, φυσικά, έφερε η συνεργασία εταιρειών με δημοφιλείς μπασκετμπολίστες. Ξεκινώντας από τους Λάρι Μπερντ και Μάτζικ Τζόνσον, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι σταθμό στην ιστορία του μπασκετικού παπουτσιού θα αποτελούσε ο Μάικλ Τζόρνταν. Ως ρούκι εμφανίστηκε με παπούτσι με τη δική του υπογραφή και υποχρεώθηκε να πληρώνει πρόστιμο σε κάθε αγώνα επειδή το παπούτσι του ήταν «πολύ πολύχρωμο» και «δε συμβάδιζε με τα χρώματα της ομάδας». Το Air Jordan με τους «απογόνους του» κυριάρχησε στα ράφια και στις προτιμήσεις αθλητών και παιδιών σε όλο τον κόσμο.
Ο ανταγωνισμός των μεγάλων εταιρειών (NIKE, Adidas, Puma, Reebok, And1, Fila) σε συνδυασμό με τη χρήση του ανταγωνισμού μεταξύ των καλύτερων παικτών του NBA στις διαφημιστικές καμπάνιες οδήγησαν στην κατασκευή των εξαιρετικών σημερινών μοντέλων.
ΤΟ ΜΠΑΣΚΕΤΙΚΟ ΠΑΠΟΥΤΣΙ
Το παπούτσι που πρέπει να φοράει ένας επαγγελματίας μπασκετμπολίστας, αλλά και τα παιδιά που ασχολούνται με το άθλημα καθώς και όσοι συνηθίζουν να παίζουν ερασιτεχνικά πρέπει να πληροί ορισμένες βασικές προδιαγραφές: το ανώτερο τμήμα να είναι μαλακό και να «κρατάει» το πόδι σταθερό κατά τις διάφορες κινήσεις. Μπορεί να είναι ψηλό (πάνω από τον αστράγαλο), ενδιάμεσο ή χαμηλό, αλλά γεγονός είναι ότι το 70% των επαγγελματιών επιλέγουν παπούτσι με ψηλό ανώτερο τμήμα. Το φερμουάρ, αν και πρακτικό, δεν είναι καλή λύση για ενήλικες αφού δε βοηθά στη σταθεροποίηση του ποδιού.
Το κάτω μέρος του παπουτσιού πρέπει να προσφέρει ένα σταθερό, επίπεδο πάτημα και να δημιουργεί μια ευρεία βάση για να αποφεύγονται οι αποκλίσεις του αστραγάλου από τη φυσιολογική του θέση. Η αερόσολα βοηθά στο να απορροφούνται οι κραδασμοί. Η υδρόσολα θα πρέπει να επιλέγεται καλύτερα εάν υπάρχει προηγούμενη εμπειρία με ανάλογο παπούτσι, αφού δε δημιουργεί «βολικό» αίσθημα για όλους. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι πλέον υπάρχουν ακόμη και παπούτσια για εξωτερικό ή εσωτερικό, κλειστό, γήπεδο.
ΤΙ ΠΑΠΟΥΤΣΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΠΙΛΕΓΕΙ ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ;
Γενικά, οι γυναίκες που παίζουν μπάσκετ καλό είναι να επιλέγουν ειδικά μοντέλα σχεδιασμένα για γυναίκες, παρά τα τυπικά αντρικά παπούτσια. Είναι προτιμότερο γιατί το κλασικό παπούτσι έχει ευρύτερο πάτο και οι γυναίκες, οι οποίες έχουν κατά κανόνα, «στενότερο» πόδι θα έχουν πρόβλημα σταθερότητας, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε τραυματισμούς.
ΚΑΘΕ ΠΟΤΕ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΛΛΑΖΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΤΟΥ;
Το να παίρνει νέα παπούτσια κάποιος που ασχολείται με το μπάσκετ επαγγελματικά ή τακτικά, δεν είναι ένα περιττό έξοδο, αλλά μια σημαντική συνιστώσα. Ένα παπούτσι που έχει σημαντική φθορά τόσο στον πάτο όσο και στο ανώτερο μέρος του έχει ήδη αρχίσει να προκαλεί προβλήματα. Μυϊκή αδυναμία και πόνος στις αρθρώσεις είναι τα απώτερα αποτελέσματα, αλλά εάν εμφανιστούν ασυνήθιστες κράμπες ή πόνος στους μυς (ακόμα και στη μέση) είναι ένα δείγμα ότι το παπούτσι χρειάζεται αλλαγή. Οι επαγγελματίες μπασκετμπολίστες αλλάζουν παπούτσια ακόμα και ανά 2-3 αγώνες. Ωστόσο, η γενική συμβουλή είναι κάποιος που ασχολείται με το μπάσκετ ερασιτεχνικά (αλλά παίζει συχνά) καλό είναι να παίρνει καινούργια παπούτσια μετά από 75-100 ώρες άθλησης και να μην ξεχνά να ψάχνει για σημάδια φθοράς στη σόλα, τον πάτο και στο εσωτερικό.