Η εθνική επέστρεψε από τη Σλοβενία με τα κεφάλια κατεβασμένα, τα χέρια άδεια και τους λαιμούς αστόλιστους, πριν καν ξεκινήσουν τα προημιτελικά της διοργάνωσης. Η συζήτηση γύρω από το μέλλον της έχει ήδη ξεκινήσει. Και δικαιολογημένα. Πλέον, μετράμε το 4ο συνεχόμενο καλοκαίρι στο οποίο η εθνική αποτυγχάνει. Είναι σαφές ότι κάτι γίνεται λάθος. Είναι σαφές ότι κάτι πρέπει να αλλάξει. Οι ρήσεις ότι έχουμε πέσει να φάμε τον Τρινκιέρι θεωρώ ότι είναι ασόβαρες, εκτός πραγματικότητας και στερούνται λογικής βάσης. Τι έφταιξε, όμως, και απέτυχε η εθνική φέτος; Τι πρέπει να αλλάξει για να μην ξαναγίνουμε στο ίδιο έργο θεατές και στο μέλλον;
Ο Τρινκιέρι
Ας αρχίσουμε από τον Αντρέα Τρινκιέρι. Η εθνική ομάδα, όντως (όπως έχει ακουστεί τις τελευταίες ημέρες), δεν είναι μια κανονική ομάδα. Μαζεύεται τα καλοκαίρια και πρέπει μέσα σε 2 μήνες να παράξει έργο. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να είναι δικαιολογία για την αποτυχία του προπονητή της να τα καταφέρει. Δεν γίνεται να του δίνεται χρόνος επειδή η ομάδα… μαζεύεται για δύο μήνες. Αυτό είναι μια γνωστή σύμβαση που προϋπάρχει της πρόσληψης κάθε προπονητή στο πόστο της εθνικής ομάδας. Και προϋπήρχε και του Τρινκιέρι. Άρα θα πρέπει η επιλογή να γίνεται και με αυτό το κριτήριο: δηλαδή αν μπορεί ο εκάστοτε υποψήφιος να ανταποκριθεί σε τέτοιου είδους απαιτήσεις.
Έχουμε δει πολλούς πολύ καλούς προπονητές να μην τα καταφέρνουν σε πάγκους εθνικών ομάδων (κοντινό μας παράδειγμα αυτό του Ομπράντοβιτς το 2004-05 στη Σερβία). Όταν μια συνταγή αποτυγχάνει δεν χρειάζεται να επιμένεις σε αυτή μέχρι να τη συνηθίσει… το στομάχι σου. Την αλλάζεις όσο πιο άμεσα μπορείς.
Η επιλογή του Αντρέα Τρινκιέρι είχε ρίσκα. Ο Τρινκιέρι είχε δεδομένα καλά ως προπονητής και δεδομένες αδυναμίες. Δυστυχώς, το καλοκαίρι δεν μπόρεσε να δείξει τα θετικά του, αλλά μόνο τις αδυναμίες του. Αδυναμία να επιβληθεί στο ρόστερ του, αδυναμία να πάρει το 100% από τους παίκτες του, αδυναμία να δέσει το σύνολο που είχε στα χέρια του, αδυναμία να ελέγχει το ρυθμό του αγώνα, αδυναμία γνώσης του τι μπορούσε να προσφέρει ο κάθε παίκτης. Τα περισσότερα από αυτά πηγάζουν από την απειρία του, ενώ άλλα είναι και θέματα αξίας, προοπτικής, ικανότητας.
Πριν συνεχίσω, θέλω να παραθέσω ότι για μένα η συζήτηση για το αν θα πρέπει να εξαντληθεί η διετία του συμβολαίου του Τρινκιέρι έληξε τη στιγμή που ο Τρινκιέρι δεν παραιτήθηκε μετά το Ευρωμπάσκετ (ή για να το κάνω πιο γραφικό, τη στιγμή που δεν παραιτήθηκε μετά το ματς με τους Φινλανδούς). Θα μου πείτε: αν είχε παραιτηθεί θα τον κρατούσαμε, δηλαδή;
Δεν λέω ακριβώς αυτό, αλλά αν είχε παραιτηθεί θα έδειχνε ότι εννοούσε αυτά που έλεγε ότι «αυτή η χώρα αξίζει μια καλή εθνική ομάδα» ή τα όσα έλεγε πριν το τουρνουά περί στόχων, ότι είχε καταλάβει πού ήρθε, ποιες είναι οι απαιτήσεις και ποια είναι η θέση της εθνικής. Στην πράξη, όχι στη θεωρία. Όταν τερματίζεις 11ος-12ος και δεν παραιτείσαι, τότε προφανώς θεωρείς ότι δεν απέτυχες να επιτελέσεις το έργο για το οποίο προσελήφθης. Άρα, δεν βλέπω το λόγο να συνεχιστεί η συνεργασία, όταν στον πάγκο της εθνικής κάθεται ένας τύπος που δεν έχει πρόβλημα με την ομάδα να τερματίζει 11η.
Τα πράγματα, θεωρώ ότι, έγιναν χειρότερα με τις δηλώσεις του Τρινκιέρι σε ρωσικά μέσα. Πρώτον, αγνόησε τους Έλληνες δημοσιογράφους, προφανώς φοβούμενος τη συζήτηση για τα λάθη του, τα οποία τα ξεπέταξε με ένα «έκανα κι εγώ πολλά λάθη» που είπε στον Ρώσο. Δεύτερον, χρησιμοποίησε τον Βασίλη Σπανούλη ως ασπίδα για την εκκαθάριση στην εθνική ομάδα, πράγμα που τον μειώνει πάρα πολύ, αφού δείχνει ότι δεν έχει πυγμή ούτε αλλαγές στο ρόστερ να κάνει χωρίς τις πλάτες άλλου. Τρίτον, δήλωσε ότι ζηλεύει την… Ουκρανία επειδή είναι αθλητική ομάδα και μπορεί να παίζει άμυνα, πράγμα που δείχνει ότι δεν έχει πάρει κανενός είδους χαμπάρι του τι ρόστερ είχε στα χέρια του. Δυστυχώς, οι δηλώσεις του αυτές, για μένα, τον ρίχνουν ακόμα περισσότερο και τον κάνουν ακόμα πιο ακατάλληλο για τη θέση.
Όμως, απ’ την άλλη, δείχνουν και σιγουριά από μέρους του ότι θα μείνει. Εκτός αν πετάει άδεια μήπως πιάσει γεμάτα προς την πλευρά της ΕΟΚ (που προς το παρόν τηρεί σιγή ιχθύος, όπως το συνηθίζει άλλωστε και μετά βγάζει ανακοίνωση αλλαγής προπονητή 4 μήνες αργότερα). Και μόνο το γεγονός ότι βάζει τον Σπανούλη μπροστά για τις όποιες αλλαγές κάνει στο ρόστερ, δείχνει ότι είναι ακατάλληλος να ηγηθεί μιας μεγάλης και σοβαρής ομάδας με απαιτήσεις. Ό,τι απέδειξε και στο τουρνουά, δηλαδή.
Και για να θυμίσω και κάτι άλλο σε εκείνους με την πιο ασθενή μνήμη: το 2008 είχαμε πέσει όλοι πάνω στον Παναγιώτη Γιαννάκη γιατί η εθνική τερμάτισε 5η στο Πεκίνο, μετά από μια απόλυτα επιτυχημένη τετραετία του Γιαννάκη, και θεωρούσαμε απαράδεκτη την 5η θέση. Το 2009 είχαμε πέσει πάνω στον Γιόνας Καζλάουσκας για την 3η θέση στο Ευρωμπάσκετ, γιατί η εθνική θα μπορούσε τότε, με λίγο καλύτερη διαχείριση να πάρει το χρυσό (που όντως ίσχυε). Και πια κάνουμε συζήτηση για το αν θα πρέπει να κρατήσουμε έναν προπονητή ο οποίος δεν μπόρεσε να μπει οκτάδα στο Ευρωμπάσκετ με αυτό το ρόστερ, ο οποίος αναγκάζει την εθνική σε ζητιανιά για μια «wild card» και τη στέλνει ουσιαστικά σε προκριματικά για το Ευρωμπάσκετ του 2015, ο οποίος λέει ότι ζηλεύει το αγωνιστικό προφίλ της Ουκρανίας και θέλει να κινηθούμε προς εκείνη την κατεύθυνση;
Επιστρέφω στα όσα ζήσαμε το καλοκαίρι με τον Τρινκιέρι. Πρώτα απ’ όλα, αποδείχτηκε ότι δεν είχε δει τους παίκτες να παίζουν μέσα στη χρονιά, κάτι που το είχα επισημάνει εξαρχής ότι θα συμβεί. Η εθνική έπαιζε τα πιο κρίσιμα παιχνίδια στο Ευρωμπάσκετ και στον πάγκο της καθόταν ένας άνθρωπος που δεν ήξερε τι αλλαγή να κάνει, δεν ήξερε τι θα μπορούσε να του δώσει ο κάθε παίκτης. Και αυτό μας κόστισε πάρα πολύ.
Επίσης, ο Τρινκιέρι αποδείχτηκε ότι δεν «πάτησε πόδι» σε τίποτα. Μίλησε αμέσως μετά τον αποκλεισμό για τις απουσίες Κουφού, Καλάθη, Μάντζαρη. Οι δύο ήταν δεδομένες σχεδόν από τον Ιούνιο (του Μάντζαρη πολύ νωρίτερα). Τον Καλάθη θα μπορούσε να τον έχει μαζί του αν το ήθελε. Αν είχε το σθένος να πει «όχι» στην ΕΟΚ όταν εκείνη άδειαζε τον Καλάθη επειδή ζήτησε να καθυστερήσει 3 μέρες, τότε ίσως να μην γκρίνιαζε τώρα που δεν τον είχε μαζί του. Θα ερχόταν ο Καλάθης; Μπορεί και όχι. Όμως, ο Ιταλός θα έδειχνε πυγμή και δυνατό χαρακτήρα. Θα προστάτευε έναν παίκτη που τώρα λέει ότι τον ήθελε και τον θέλει, έναν παίκτη που ήταν δίπλα στην εθνική τόσα χρόνια.
Το δυνατό σημείο του Ιταλού και αυτό που μας έκανε αισιόδοξους όταν υπέγραφε ήταν ότι οι ομάδες του έπαιζαν σκληρή άμυνα. Αυτό δεν το είδαμε στην εθνική μας. Να πει κάποιος ότι δεν έχουμε παίκτες για να παίξουν άμυνα, όπως σαφώς υπονόησε ο Τρινκιέρι μετά το Ευρωμπάσκετ; Προφανώς και δεν ισχύει. Οι ίδιοι έπαιζαν τόσα χρόνια και στην εθνική και στις ομάδες τους. Όμως, η Ελλάδα δεν μπορούσε επ’ ουδενί στο τουρνουά να προστατεύσει τον εαυτό της μέσω της άμυνας, να κρατήσει το ματς, να φέρει το ρυθμό εκεί που θέλει, να ελέγξει τον αντίπαλο. Μάλιστα, είδαμε σχεδόν όλους τους παίκτες-αστέρια των αντιπάλων, να κάνουν πάρτι με την άμυνά μας. Και για έναν προπονητή το να “δίνει” τους παίκτες του για να κρυφτεί πίσω από εκείνους, όπως έκανε ο Τρινκιέρι, είναι τουλάχιστον φτηνό. Αν με το ρόστερ που είχε δεν μπορούσε να παίξει όπως ήθελε και να αποδώσει όπως ήθελε, θα μπορούσε να έχει παραιτηθεί, ή να μην αναλάμβανε εξαρχής.
Εδώ πρέπει να αναφερθούμε στην επιλογή του ρόστερ από τον Ιταλό. Είχα γράψει τότε ότι ο Τρινκιέρι επέλεξε δωδεκάδα έχοντας στο μυαλό του μόνο το σενάριο ότι όλα θα του πάνε όπως τα εύχεται. Και ότι αν κάτι στραβώσει, θα έχουμε πρόβλημα. Δυστυχώς, δικαιώθηκα και, μάλιστα, εις διπλούν.
Η περιφέρεια «φώναζε» ότι κάτι της έλειπε. Ο τραυματισμός του Σπανούλη έκανε τα πράγματα ακόμα χειρότερα, αφού όταν πηγαίνεις σε ένα τουρνουά με τρεις γκαρντ, τότε θα πρέπει και οι τρεις να είναι πρώτης γραμμής και πανέτοιμοι να σηκώσουν το βάρος της ομάδας πάνω στις πλάτες τους ανά πάσα στιγμή. Ο Σπανούλης και ο Ζήσης ήταν, ο Σλούκας (δικαιολογημένα) δεν έχει φτάσει ακόμα σε αυτό το σημείο. Ο Τρινκιέρι αυτό θα έπρεπε να το έχει καταλάβει, να το ξέρει, να έχει θωρακίσει την ομάδα με έναν ακόμα γκαρντ. Δεν το έκανε, δεν υπήρχε παίκτης που να πιάσει έναν αντίπαλο και να «του βγάλει τα συκώτια», κάτι που θα έκανε ο Κατσίβελης (δεν κολλάω σε πρόσωπα, πείτε ο Παπαντωνίου αν θέλετε, ο Παππάς, ή όποιος άλλος ήταν στη θέση τους), ή κάτι που θα έδινε το δικαίωμα η παρουσία του (κάθε) Κατσίβελη να το κάνει ο Σλούκας ή ο Ζήσης.
Είχα γράψει ότι θα πρέπει ο Ζήσης και ο Σπανούλης να κάνουν απίστευτη συντήρηση στην άμυνα σε όλο το τουρνουά, να έχουν συνεχώς το μυαλό τους στα φάουλ τους, μιας και θα έπρεπε αυτοί να ρίξουν βάρος και στην άμυνα. Το είδαμε και αυτό. Σε άλλα ματς η άμυνά μας δεν υπήρχε στην περιφέρεια (Φινλανδία, Σλοβενία, Ιταλία), σε άλλα χάσαμε παίκτες στο πιο κρίσιμο σημείο (Κροατία τον Σπανούλη).
Όμως, τα έφερε έτσι η τύχη που δεν πληρώσαμε μόνο την επιλογή Τρινκιέρι στους κοντούς, αλλά και την άλλη συζητήσιμη που είχε κάνει, εκείνη στους ψηλούς. Όταν προτίμησε τον Καββαδά αντί του Βουγιούκα οι περισσότεροι γράψαμε ότι κάτι πρέπει να είχε στο μυαλό του. Όμως, είχα πει ότι αν η εθνική είχε θέμα στην επίθεση, θέμα πείρας, ή ό,τι άλλο πλην του να βάλει κάποιον για 3-4 λεπτά να παίξει «ξύλο», ο Καββαδάς δεν θα μπορούσε να βοηθήσει.
Ο Καββαδάς (όπως και στο Σλούκα, θα πω, δικαιολογημένα) στο πρώτο μισό του τουρνουά δεν έπαιζε καν, με τον Τρινκιέρι να εκθέτει… τον εαυτό του. Ξαφνικά τον είδαμε πεντάδα στο ματς με τους Ισπανούς, με τον Μαρκ Γκασόλ να βάζει 19 πόντους στο ματς, τους 15 στον Καββαδά, 11 εκ των οποίων μέσα σε 4 λεπτά με απόλυτη ευστοχία!
Αν αυτό είχε ο Τρινκιέρι στο μυαλό του όταν τον έπαιρνε μαζί, τότε απέτυχε και αυτό παταγωδώς. Και μετά, ήρθε «κερασάκι» ο τραυματισμός του Λουκά Μαυροκεφαλίδη, να αφήσει την εθνική «γυμνή» μέσα στη ρακέτα, αφού έχασε τον 1ο της ριμπάουντερ και τον μοναδικό εκτός Μπουρούση στο ρόστερ που θα μπορούσε να μαρκάρει πεντάρια με ψηλό κορμί. Μηδέν στα δύο, δηλαδή, στις επιλογές της τελευταίας στιγμής για τον Ιταλό και, μάλιστα, σε επιλογές που εν πολλοίς έκριναν την τύχη της ομάδας στο τουρνουά.
Πέραν τούτου, υπάρχει και το θέμα της χρησιμοποίησης των παικτών, που θεωρώ ότι μετά από κάποιο σημείο στο τουρνουά δεν έβγαζε νόημα. Ήταν θέμα άγχους; Θέμα απειρίας; Θέμα φόβου αποτυχίας που οδηγούσε σε σπασμωδικές κινήσεις; Δεν μπορεί να ξέρει κανείς άλλος πλην του Τρινκιέρι.
Όμως, για να αναφέρω κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα, είδαμε τον Φώτση να παίζει 5 λεπτά με Φινλανδία ενώ χάναμε το ματς από την αρχή ως το τέλος του, να κάθεται στον πάγκο σε όλο το ματς με τους Ισπανούς, να παίζει 23 λεπτά στο δεύτερο ημίχρονο (με τις παρατάσεις) με τους Κροάτες και ούτε 1 δευτερόλεπτο στο πρώτο, ενώ σε όλα αυτά δεν είδα ούτε μία φορά ένα σύστημα δουλεμένο για να παίξει ο Φώτσης, για να εκμεταλλευτεί τον Φώτση. Συνήθως καθόταν απέναντι από την μπάλα, περίμενε να παίξουν οι υπόλοιποι και έτρεχε… για το επιθετικό ριμπάουντ. Είδαμε τον Περπέρογλου να είναι πιθανότατα ο πιο συνεπής επιθετικά με Ρώσους, Τούρκους και Ιταλούς και να παίζει 11 λεπτά με τη Φινλανδία και… 12 δευτερόλεπτα με Ισπανούς. Είδαμε τον Πρίντεζη να παίζει όλο και λιγότερο, με αποκορύφωμα το γεγονός ότι έπαιξε στα πρώτα 7 λεπτά του αγώνα με τους Κροάτες και δεν ξαναμπήκε στο ματς.
Αυτά και άλλα πολλά (όπως η χρησιμοποίηση ακόμα και του Μπουρούση σε κάποια ματς) έδειξαν ξεκάθαρα ότι ο Ιταλός δεν ένιωθε άνετα με το ρόστερ που ο ίδιος (θα έπρεπε να) είχε επιλέξει. Αν δεν του έκαναν οι συγκεκριμένοι θα έπρεπε να έχει πάρει άλλους, αλλά δεν θα μπορούσε, μιας και δεν είχε δει ούτε ένα ματς Α1 τελικά. Και αυτό φάνηκε από το γεγονός ότι και αυτούς που πήρε δεν ήξερε πώς να τους χρησιμοποιεί ώστε να ανθίσουν μέσα στα συστήματά του ή το τι θα μπορούσαν ρεαλιστικά να του προσφέρουν σε ένα τουρνουά με τόσους έμπειρους παίκτες.
Ένα τελευταίο που είδαμε και το οποίο μου έκανε αλγεινή εντύπωση, είναι το γεγονός ότι η Ελλάδα έμοιαζε φέτος να μη θυμάται τι έκανε την τετραετία 2005-08. Όχι από πλευράς επιτυχιών, αλλά από πλευράς ανατροπών, ψυχολογίας στα δύσκολα, πίστης στις δυνάμεις της. Είδαμε τουλάχιστον 8-9 παίκτες χωρίς καμία ψυχολογία στις δύσκολες στιγμές να μην τολμούν ούτε καν να κοιτάξουν το καλάθι, να μην έχουν καμία πίστη ότι μπορούν να γυρίσουν τον αγώνα. Και τους μοναδικούς που ξεχώρισαν από αυτό το τσουβάλι να είναι ο Σπανούλης και ο Ζήσης (και κατά δεύτερο λόγο ο Καϊμακόγλου). Αυτό είναι κάτι που δεν το είχαμε συνηθίσει από την εθνική, που πάντα ήταν die hard. Και είναι κάτι που ξεκάθαρα χρεώνεται εξ ολοκλήρου στον πάγκο της ομάδας. Ο Τρινκιέρι έκανε μια ομάδα που αποτελούταν απο παίκτες που θέλουν 2-3 μέρες μόνο για να απαριθμήσουν τους τίτλους που έχουν πάρει, να νιώθει loser στο παρκέ.
Οπότε, μένει ή φεύγει ο Ιταλός; Δεν ξέρω τι είδαμε που θα πρέπει να το ξαναδούμε και του χρόνου ελπίζοντας ότι όλα θα πάνε καλύτερα. Όταν ο προπονητής σου δεν ξέρει το ρόστερ του, κάνει σοβαρά λάθη στην επιλογή παικτών, δεν μπορεί να αναδείξει ούτε καν τα δικά του δυνατά σημεία, δεν βοηθάει την ομάδα να παίζει όπως της αξίζει με βάση το ρόστερ της, δεν «κερδίζει» τους παίκτες του, δεν μπορεί να τους δημιουργήσει ψυχολογίας νίκης στα δύσκολα, τότε πραγματικά δεν βλέπω το λόγο γιατί να συνεχίσει η εθνική μαζί του.
Όταν προσελήφθη ο Τρινκιέρι μιλήσαμε για την αναγκαιότητα επιστροφής στις επιτυχίες. Το φετινό όχι μόνο είναι μια από τις μεγαλύτερες αποτυχίες της εθνικής, αλλά ήταν και απογοητευτικό από κάθε πλευρά που μπορούμε να το προσεγγίσουμε, χωρίς, μάλιστα, να έχει τις απαιτούμενες δικαιολογίες για να μας κάνει να το προσπεράσουμε εύκολα.
Η ΕΟΚ
Και με την παραπάνω παράγραφο να λειτουργεί ως συνδετική, περνάω στα της ΕΟΚ. Ο Τρινκιέρι δεν ήρθε μόνος του να «κατσικωθεί» στο σβέρκο της εθνικής μας. Κάποιος τον έφερε. Ο ίδιος κάποιος που είχε διώξει τον Γιαννάκη το 2008 επειδή είχε βγει 5ος σε Ολυμπιακούς και είχαμε αποτύχει.
Μετά από 3 χρόνια πραγματικών αποτυχιών, η εθνική γύρισε σελίδα με έναν προπονητή άπειρο αλλά ανερχόμενο. Η επιλογή αποδείχτηκε ξεκάθαρα λανθασμένη, μάλλον, θα πω, λανθασμένη φάνηκε ότι θα είναι όταν ο Τρινκιέρι δέχτηκε για βοηθούς τους Παπανικολάου και Λημνιάτη, χωρίς να τους ξέρει και προφανώς επειδή τους επέβαλε η Ομοσπονδία.
Η ΕΟΚ του χρόνου, με τον Βασιλακόπουλο μπροστάρη θα μας «κάνει» να την ευχαριστούμε και να την ηρωοποιούμε αν μπορέσει μία wild card συμμετοχής στο Μουντομπάσκετ να πάει στην εθνική μας. Όμως, ο ρόλος της δεν είναι αυτός. Δηλαδή να αφήνει την ομάδα γυμνή και εκτεθειμένη αγωνιστικά, να κινείται στο παρασκήνιο εναντίον των παικτών, να βγάζει ανακοινώσεις που «αδειάζουν» παίκτες που έχουν προσφέρει, και μετά να παίρνει στα λόμπι τις wild card, δηλαδή ό,τι η εθνική δεν μπόρεσε να κερδίσει μέσα στο γήπεδο, με ευθύνη και της ομοσπονδίας.
Δεν θα πω «ήρθε η ώρα να αναλάβει και η ΕΟΚ τις ευθύνες της», το λέμε αυτό 10 χρόνια τώρα, έχει καταντήσει γραφικό. Ήρθε η ώρα, ίσως, να ανανεωθεί, να βάλει νέους ανθρώπους σε καίρια πόστα, μήπως καταφέρει να εξελιχθεί επιτέλους και όχι να κρατάει πίσω το ελληνικό μπάσκετ με την αναχρονιστική λογική της. Η επιλογή Τρινκιέρι είχε περισσότερα ρίσκα από «σίγουρα» και αποδείχτηκε λανθασμένη. Το να εμμείνει η ομοσπονδία σε αυτή, μόνο κακό μπορεί να κάνει ακόμα και στο ίδιο το κλίμα της ομάδας. Είναι φανερό ότι οι παίκτες δεν πέρασαν καλά, δεν ένιωσαν ομάδα και αυτό βγήκε και στο παρκέ και στις δηλώσεις. Αφήστε που τώρα ο Τρινκιέρι προσπαθεί να τους χωρίσει σε δύο παρατάξεις, χρησιμοποιώντας τον Σπανούλη ως πυλωρό, ενώ έχουν ήδη ακουστεί πάρα πολλά για πρόβλημα στις σχέσεις του με αρκετούς παίκτες. Δεν γίνεται σε όλες τις περιπτώσεις (Βουγιούκας, Παππάς, Μπουρούσης, Φώτσης, Πρίντεζης) να έχουν οι άλλοι το άδικο…
Οι παίκτες
Μερίδιο ευθύνης, προφανώς, έχουν και οι παίκτες. Όμως, έχουν το λιγότερο. Όχι γιατί δεν μπορούσαν, άρα απαλλάσσονται, αλλά γιατί δεν φάνηκε κανείς αδιάφορος, όλοι πάλεψαν, όλοι στενοχωρήθηκαν. Και οι περισσότεροι χρησιμοποιήθηκαν λάθος, με αποτέλεσμα να χαλάσουν οι αγωνιστικές ισορροπίες μια ομάδας που θα μπορούσε να πήγαινε πολύ ψηλά στο Ευρωμπάσκετ.
Ο Βασίλης Σπανούλης μετά τον αποκλεισμό δεν έκανε πίσω από την εθνική, άλλωστε ποτέ δεν έχει κάνει, ακόμα και τραυματίας έπαιζε στο Ευρωμπάσκετ. Δήλωσε «παρών» για την επόμενη μέρα, είπε ότι δεν θα πει ποτέ όχι στην εθνική όσο τον χρειάζεται, αλλά πήγε κι ένα βήμα παραπάνω, όπως θα έπρεπε να κάνει ως ηγέτης της ομάδας και καλύτερος παίκτης στην Ευρώπη αυτή την περίοδο: «Όπως πέρσι και φέτος πρέπει να γίνει ένα ξεσκαρτάρισμα, να βρούμε τι φταίει και να γυρίσουμε εκεί που πρέπει. […]Αυτήν την φανέλα την τιμάμε και πρέπει να γίνει ένα ξεκαθάρισμα και να δούμε τι θα γίνει με την ομάδα».
Ο Τρινκιέρι λέει ότι ο Σπανούλης με αυτό είπε ότι θέλει αλλαγή σε παίκτες της ομάδας, εγώ δεν είμαι τόσο σίγουρος ότι θα έκανε κάτι τέτοιο. Μπορεί εξίσου να μεταφραστεί ότι ζητά αλλαγή στον πάγκο της ομάδας, έτσι το μεταφράζω εγώ.
Στο μοναδικό που ψέγω τους παίκτες είναι στο γεγονός ότι δεν μίλησε κανείς στο αεροδρόμιο στην επιστροφή (εκτός από τους τρεις που επέστρεψαν άλλη ώρα με τις οικογένειές τους). Δεν ήμουν εκεί, ούτε το λέω από συναδελφική αλληλεγγύη για όσους ήταν, αλλά θα πρέπει και οι Έλληνες παίκτες κάποια στιγμή να καταλάβουν πώς λειτουργεί το επαγγελματικό μπάσκετ και ποιες είναι οι υποχρεώσεις τους. Εκτός αν δεν μίλησε κανείς γιατί όλοι καλύφθηκαν από τα όσα είπε ο Σπανούλης, οπότε ουσιαστικά όλοι ζήτησαν αλλαγή προπονητή μέσω του ηγέτη της ομάδας.
Το μέλλον
Τέλος πάντων, αυτό μικρή σημασία έχει, το θέμα είναι ότι η εθνική δεν πρέπει να χάσει άλλη χρονιά. Οι 4 είναι ήδη πάρα πολλές. Υπάρχει το υλικό, στους φετινούς 12 μπορούμε να προσθέσουμε Παππά, Γιάνκοβιτς, Μάντζαρη, Κατσίβελη, Παπαντωνίου, Κουφό, Ν. Καλάθη, Π. Καλάθη, Αντετοκούνμπο, Βασιλειάδη, Μαυροειδή, Βουγιούκα, Σχορτσανίτη, έχω ήδη φτάσει στους 25 παίκτες (που μπορούν να είναι) πρώτης γραμμής χωρίς να αναφερθώ ιδιαίτερα σε πιτσιρικάδες. Όμως, αν συνεχίσουμε με πειράματα για 2-3 χρόνια ακόμα, τότε θα «χαθούν» ο Σπανούλης, ο Ζήσης, ο Φώτσης, ο Μπουρούσης, ο Περπέρογλου, ο Καϊμακόγλου. Όλη η παλιά σειρά. Ανάμεσά τους είναι και ο καλύτερος παίκτης στην Ευρώπη. Και η εθνική έχει αυτή τη στιγμή «χάσει» τα 3 καλοκαίρια που αυτός βρίσκεται σε εκπληκτική κατάσταση, κάνοντας πειράματα.
Πλέον, χρόνος, όρεξη, αντοχή, ανοχή, για άλλα πειράματα δεν υπάρχουν. Η εθνική πρέπει να αποκτήσει ξανά ταυτότητα, πρέπει να αποκτήσει ξανά χαρακτήρα και νοοτροπία μεγάλης ομάδας, πρέπει να αποκτήσει ξανά όλα τα χαρακτηριστικά που ξέρουμε ότι έχει υποβόσκοντα κάτω από την επιφάνεια.
Πρέπει η ομοσπονδία να παραμερίσει τον εγωισμό της και να παραδεχτεί τα συνεχή λάθη που κάνει την τελευταία πενταετία. Η θέση του προπονητή πρέπει να γεμίσει με κάποιον, ο οποίος θα μπορεί να οδηγήσει την εθνική ξανά στο βάθρο, ξανά σε επιτυχίες. Που θα ξέρει τη νοοτροπία του Έλληνα παίκτη, που θα ξέρει τους παίκτες που έχει στο ρόστερ του, τις ιδιοτροπίες τους, τα δυνατά τους σημεία, τα χαρακτηριστικά του καθενός, που θα είναι στη λογική του ελληνικού μπάσκετ.
Εν ολίγοις, προπονητή που θα είναι Έλληνας. Αυτό το λέω όχι με εθνικιστικά ή άλλου γελοίου τύπου κριτήρια. Αλλά καθαρά με αγωνιστικά. Έχουμε πάρα πολλούς καλούς Έλληνες προπονητές που είναι οι κατ’ εξοχήν αρμόδιοι για να κατανοήσουν τη λογική του ελληνικού μπάσκετ, αφού αυτοί εν πολλοίς τη διαμόρφωσαν βλέποντας το υλικό (Έλληνες παίκτες) που είχαν στα χέρια τους.
Για μένα ακόμα η πρώτη λύση και η πιο ενδεδειγμένη είναι ο Παναγιώτης Γιαννάκης (όπως ήταν και το 2008 όταν δεν κατάλαβα για ποιον λόγο απομακρύνθηκε από τη θέση, πλην των οπαδικών). Για πολλούς λόγους: γιατί είναι στρατιώτης της εθνικής, γιατί πάντα στα δύσκολα ανταποκρίνεται και τώρα είμαστε σε μια πολύ δύσκολη περίοδο ξανά όπως το 2004, γιατί μαζί του η εθνική έχει ζήσει τις καλύτερες στιγμές της ιστορίας της, γιατί είναι δοκιμασμένη λύση, γιατί τον ξέρουν και τον σέβονται και οι παίκτες και όλοι (στο εξωτερικό, ας μην πιάσουμε την αρρωστημένη οπαδική κατάσταση της χώρας στο άρθρο αυτό), γιατί είναι η μεγαλύτερη μπασκετική μορφή που έχει να επιδείξει η χώρα στην ιστορία της και μία από τις μεγαλύτερες παγκοσμίως (θυμηθείτε τα λόγια του Σιζέφσκι, ότι ο Γιαννάκης είναι στους 2-3 μεγαλύτερους μπασκετικούς θρύλους στον κόσμο), γιατί έχει ήδη κάνει απολύτως επιτυχημένα μια φορά ανανέωση στην εθνική, ενώ άλλοι στη θέση του την έφερναν σε κατάσταση διάλυσης.
Από εκεί και πέρα, Αργύρης Πεδουλάκης και Γιώργος Μπαρτζώκας θα ήταν επίσης πολύ καλές λύσεις, αλλά μάλλον θα κολλήσουν πριν καν τις σκεφτούμε στην οπαδική λαίλαπα που μας παρασύρει στη χώρα. Ο Φώτης Κατσικάρης είναι ακόμα μία επιλογή, αν και έχω ορισμένες ενστάσεις, πάντως είναι λύση που θα δούμε κάποια στιγμή. Δεν λέω ότι αυτοί οι 4 είναι και κανείς άλλος, μπορεί να επιλεγεί κάποιος ξένος, αλλά αυτός πια δεν θα μπορεί να είναι project τύπου Τρινκιέρι, πρέπει να είναι εγνωσμένης αξίας από το πάνω ράφι της αφρόκρεμας των προπονητών ή/και γνώστης της ελληνικής πραγματικότητας.
Μήπως ήρθε η ώρα να γίνει ξανά ανανέωση, να περάσουμε στη νέα γενιά; Να είναι αυτό το «ξεκαθάρισμα» που έλεγε ο Σπανούλης; Μπορεί. Όμως, μετά τη φετινή εικόνα, τα λόγια και τα έργα του Τρινκιέρι, δείχνει να είναι αυτός ο κατάλληλος για να οδηγήσει την εθνική μέσα από τη μεταβατική περίοδο στη νέα εποχή της; Επ’ ουδενί.
Ο κύκλος αυτής της ομάδας μάλλον θα κλείσει στους Ολυμπιακούς του 2016. Ας προσέξει η Ομοσπονδία ώστε να μην μιλάμε τότε για 8 χαμένα χρόνια, αλλά να έχουμε ήδη ξεχάσει την κακή παρένθεση, να την έχουμε σημειώσει ως τέτοια, και να έχουμε επιστρέψει στις επιτυχίες. Γιατί με το υλικό που υπάρχει, επιβάλλεται η εθνική να εμπλουτίζει το μύθο της με μετάλλια κάθε καλοκαίρι και όχι να φεύγει με σκυμμένα κεφάλια και να ψάχνει αιτίες για τις αποτυχίες.
Νίκος Κουσούλης