Δημοσιεύτηκε στις 28 Δεκεμβρίου 2008
Ανάμεσα στις λεγεώνες των ξένων που πέρασαν από την Ελλάδα, ένας θα ξεχώριζε. Ο Γκαρθ Τζόζεφ (Garth Joseph) είναι ένας από τους πιο (αν όχι ο πιο) ογκώδεις παίκτες που έπαιξαν στο ελληνικό πρωτάθλημα. Ο Τζόζεφ (35, 2.18, 150 κιλά) είναι ένας… παρεξηγημένος παίκτης. Όσοι τον είχαν δει, θυμούνται τον τεράστιο όγκο στη ρακέτα του Περιστερίου, αλλά ελάχιστοι ξέρουν τον μορφωμένο και κοσμοπολίτη Τζόζεφ. Πιο… γλυκός και ευαίσθητος απ’ ότι δείχνει το μέγεθός του, ο Τζόζεφ είναι ένας από τους πιο κοσμογυρισμένους παίκτες.
Σε μικρή ηλικία δεν είχε σκεφτεί καν να ασχοληθεί με το μπάσκετ. Ο ίδιος είπε σε συνέντευξή του: «Μέχρι τα 11 δεν είχα παίξει ποτέ μπάσκετ. Εξάλλου, ήμουν αρκετά κοντός για παιδί. Τότε, μέσα σε ένα μήνα πήρα 21 πόντους και άρχισα να παίζω μπάσκετ. Στην οικογένειά μου, η μητέρα μου είναι η ψηλή. Εκείνη είναι 1.83, ενώ ο πατέρας μου 1.75 μόνο». Ακόμη και στα 16 του, ο Τζόζεφ δεν σκεφτόταν να ασχοληθεί σοβαρά με το μπάσκετ. Γεννημένος στη Δομίνικα (άλλη χώρα από τη Δομινικανή Δημοκρατία), ο Τζόζεφ πάντα ονειρευόταν να σπουδάσει σε κολέγιο των Η.Π.Α., αλλά όχι με αθλητική υποτροφία, καθώς η ακαδημαϊκή καριέρα τον ενδιέφερε πολύ περισσότερο. Τελικά το 1994-95 πήρε αθλητική υποτροφία για το Σεντ Ρόουζ, που αγωνιζόταν στη 2η κατηγορία του NCAA. Από την πρώτη του χρονιά ήταν το αστέρι του κολεγίου, αφού είχε 14.2 πόντους και 12.8 ριμπάουντ με 68% εντός παιδιάς, όντας 2ος ριμπάουντερ και 3ος σε ευστοχία στην κατηγορία. Βέβαια, δεν ήταν όλα τόσο εύκολα, όπως λέει ο ίδιος: «Το πρώτο μου παιχνίδι ήταν τόσο κακό που οι θεατές γελούσαν και με αποδοκίμαζαν μέχρι να βγω από το παρκέ. Αλλά άντεξα. Μέσα σε 4 μήνες είχα φτάσει το μέσο όρο μου στους 14 πόντους ανά αγώνα. Όταν ο προπονητής με έβγαζε για να πάρω ανάσα, ο κόσμος τον αποδοκίμαζε! Ήταν η απόλυτη αντιστροφή του κλίματος».
Η συνέχεια ήταν ανάλογη: 15.8 πόντους, 11.8 ριμπάουντ και 3.3 τάπες στη δεύτερη χρονιά και 13.8 πόντους και 11.5 ριμπάουντ την τρίτη σεζόν του.
Τότε (το καλοκαίρι του 1997) αποφάσισε να αφήσει το NCAA, ολοκληρώνοντας την καριέρα του εκεί (σε 3 χρόνια) ως ο 1ος ριμπάουντερ όλων των εποχών στο Σεντ Ρόουζ με 1.072, ο 1ος μπλοκέρ στην ιστορία του κολεγίου με 300 (μόλις 5 λιγότερα από το απόλυτο ρεκόρ του NCAAII) και ως 7ος σκόρερ όλων των εποχών στο κολέγιο με 1.289 πόντους, έχοντας 58 νταμπλ-νταμπλ σε 89 αγώνες.
Στη συνέχεια παρακολούθησε το pre-draft καμπ του Σικάγο, δεν επιλέχθηκε στο ντραφτ γιατί έσπασε τον αστράγαλό του και πολλοί πίστεψαν ότι δεν θα κατάφερνε να επιστρέψει, έπαιξε στο σάμερ λιγκ των Σέλτικς, αλλά ο πρώτος σταθμός στην επαγγελματική του καριέρα έμελλε να είναι η χώρα μας και το Περιστέρι. Στην πρώτη του χρονιά εκτός Η.Π.Α. είχε 6.0 πόντους, 9.0 ριμπάουντ, 2.0 τάπες και 1.5 ασίστ μέσο όρο ανά αγώνα, σουτάροντας με 65% εντός παιδιάς και 70% στις βολές.
Στην Ελλάδα δεν έμεινε, έπαιξε την επόμενη χρονιά στους Μάνσφιλντ Χοκς του IBA (International Basketball Association, ιδρύθηκε το 1995-96 με ομάδες από Η.Π.Α. και Καναδά, συγχωνεύτηκε – ουσιαστικά έσωσε – με το CBA το 2001 και τώρα είναι αμφότερα έτοιμα να διαλυθούν λόγω οικονομικών προβλημάτων). Εκείνη τη σεζόν (1998-99) οι Χοκς πήραν το πρωτάθλημα με τον Τζόζεφ να έχει 14.0 πόντους, 13.0 ριμπάουντ, 3.5 τάπες και 3.0 ασίστ σουτάροντας με 62% εντός παιδιάς. Μέχρι το τέλος της σεζόν έπαιξε στο USBL και τους Ατλάντικ Σίτι Σίγκαλς. Αλλά δεν ήταν ικανοποιημένος: «Στα μικρά πρωταθλήματα, ταξιδεύεις παντού με το λεωφορείο. Περνάς 15 ώρες στο δρόμο, μετά πας στο γήπεδο κατευθείαν για αγώνα. Κέρδιζα 250 δολάρια την εβδομάδα. Όταν είσαι σε πούλμαν στη μέση της Βόρειας Ντακότα κατά τη διάρκεια χιονοθύελλας σκέφτεσαι… ‘πρέπει να τα παρατήσω και να βρω μια αληθινή δουλειά’».
Το 1999-2000 έπαιξε στο IBL και τους Τρέντον Σούτινγκ Σταρς, ενώ το 2000-01 έπαιξε για πρώτη και τελευταία φορά στην καριέρα του στο NBA. Είχε 2 αγώνες με τους Ράπτορς και 2 με τους Νάγκετς (ήταν τραυματίας και δεν μπόρεσε να παίξει σχεδόν καθόλου), με συνολικά 2 πόντους και 2 ριμπάουντ σε 16 λεπτά συμμετοχής. Στο NBA έβγαλε 317.000 δολάρια.
Όταν δεν βρήκε συμβόλαιο στο NBA, τη σεζόν 2001-02 αποφάσισε να αποδεχτεί την πρόταση των Σάνσι Ντόνγκσεν από την Κίνα. Εκεί έγραψε ιστορία από την αρχή. Ήταν ο άνθρωπος που κυριάρχησε στο πρωτάθλημα και είχε την πρώτη του σεζόν 28.5 πόντους, 19.7 ριμπάουντ και 2.4 τάπες (1ος ριμπάουντερ, 1ος σε καρφώματα, 2ος σε τάπες, 4ος σκόρερ).
Το 2002-03 έπαιξε ξανά στη Σάνσι με 27.5 πόντους, 19.6 ριμπάουντ και 2.2 τάπες (1ος ριμπάουντερ, 3ος σκόρερ, 2ος μπλοκέρ του πρωταθλήματος). Το 2003-04 δοκίμασε στους Σικάγο Μπουλς, αλλά δεν βρήκε συμβόλαιο για να ξαναπαίξει στην Κίνα και την Σάνσι με 25.1 πόντους, 17.3 ριμπάουντ, 1.6 ασίστ και 68% εντός παιδιάς (3ος σκόρερ, 1ος ριμπάουντερ της λίγκας).
Τον Μάρτιο έπαιξε στην Οντέσα της Ουκρανίας, αλλά έφυγε γρήγορα όταν είδε ότι ο προπονητής του δεν μπορούσε να τον εκμεταλλευτεί. Σε μια συνέντευξή του τότε είπε σχετικά με την ουκρανική ομάδα: «Δεν μου αρέσει ο τρόπος που παίζω ως τώρα. Ήρθα εδώ για να τους βοηθήσω να πάρουν το πρωτάθλημα, αλλά χάσαμε από την Κιέβ στα ημιτελικά. Με βάζουν περίπου 10 λεπτά σε κάθε ματς. Στην αρχή έπαιζα 15-17 λεπτά και είχα 18 πόντους μέσο όρο. Μετά… με έβαζαν λιγότερο. Δεν μπορώ να το καταλάβω». Έτσι αποφάσισε να φύγει από την Ουκρανία, αλλά έδωσε μια πολύ σημαντική συμβουλή φεύγοντας: «Στη χώρα αυτή υπάρχουν πολλοί ταλαντούχοι παίκτες, αλλά νομίζω ότι δεν χρησιμοποιούν το ταλέντο τους αρκετά. Το βασικό πρόβλημα είναι ότι δεν αγωνίζονται αρκετοί ξένοι εδώ. Εξαιτίας αυτού, το παιχνίδι δεν έχει ποικιλία και οι παίκτες δεν βελτιώνονται. Αν ανταγωνίζεσαι μόνο ανθρώπους δικού σου στιλ, πώς μπορείς να έχεις νέες ιδέες και στιλ παιχνιδιού; Δεν αρκούν οι κασέτες από το NBA. Άλλο να βλέπεις κάτι, άλλο να παίζεις. Πολλοί θεωρούν ότι βελτιώνεσαι αν παίζεις πολύ, αλλά στην πραγματικότητα βελτιώνεσαι αν παίζεις εναντίον καλύτερων. Μπορεί να σηκώνεις βάρη, να κάνεις προπόνηση κάθε μέρα, αλλά αν δεν αντιμετωπίσεις πιο δυνατούς παίκτες δεν θα γίνεις ποτέ πιο δυνατός μπασκετμπολίστας». Όσο για το δεύτερο λόγο που… έφυγε από την Ουκρανία; «Το φαγητό εδώ είναι απίστευτα παχυντικό, όλα έχουν μέσα τους μαγιονέζα. Με την όρεξη που έχω, αν μείνω πολύ εδώ, θα γίνω σαν τον Michelin Man»!
Ξανά στην Κινά την επόμενη χρονιά με 22.9 πόντους, 17.5 ριμπάουντ, 1.6 ασίστ, 1.2 κλεψίματα, 2.0 τάπες και 64% εντός παιδιάς, ενώ στο τέλος της χρονιάς έπαιξε 5 ματς στη Σαλόν Σαονέ με 4,6 πόντους και 3,6 ριμπάουντ. Οι επόμενες 3 χρονιές τον βρήκαν βασιλιά στο Ιράν και τη Σάμπα Μπάτερι, όπου πήρε το νταμπλ το 2006, ενώ φέτος αγωνίζεται στην Αλ Τζεζίρα της Αιγύπτου.
Ο ευαίσθητος γίγαντας γράφει τον επίλογο του άρθρου μόνος του: «Οι άνθρωποι με κοιτούν, αυτό είναι σίγουρο. Αλλά το έχω συνηθίσει. Όποιος μου ζητήσει αυτόγραφο ή φωτογραφία θεωρώ ότι μου κάνει χάρη. Αρκεί να το κάνει με καλό τρόπο. Οι οπαδοί κάποιες φορές λένε άσχημα πράγματα, που ίσως δεν τα εννοούν, όπως ένα παιδί που μιλά χωρίς να σκεφτεί. Τις περισσότερες φορές δίνω τόπο στην οργή. Αλλά κάποιες φορές τους ρωτάω… θα σου άρεσε αν είχες τεράστιο κεφάλι και κάποιος ερχόταν και σου ούρλιαζε ‘Θεέ μου. Το κεφάλι σου είναι τεράστιο’!».
Νίκος Κουσούλης