Η διάγνωση του Παγωμένου Ώμου βασίζεται σε ένα εκτενές ιστορικό και στη φυσική εξέταση. Οι ασθενείς που παρουσιάζονται με Παγωμένο Ώμο δίνουν ιστορικό πόνου στον ώμο που ποικίλει σε σφοδρότητα και διάρκεια. Συχνά έχουν προετοιμαστεί ψυχολογικά να ανεχτούν τον πόνο για 6 μήνες ή και παραπάνω, καθώς έχουν μάθει από φίλους ή γνωστούς ότι δεν μπορεί να γίνει τίποτα για την περίπτωσή τους44.
Ο πόνος εμφανίζεται αυτόματα και αυξάνεται σε ένταση τις πρώτες ημέρες και εβδομάδες. Ενίοτε είναι τόσο δυνατός και οξύς και αυτό τους κάνει να αναζητούν άμεσα την ιατρική συμβουλή. Λίγοι είναι εκείνοι που αποδέχονται να περιμένουν να υποχωρήσει η κατάσταση αυτόματα.
Ο Lundberg62 βρήκε ότι στο 15% των ασθενών με πρωτοπαθή Παγωμένο Ώμο, η έναρξη των συμπτωμάτων συνδέθηκε με μικροτραυματισμό ή μικρή καταπόνηση (όπως το σήκωμα μικροαντικειμένων), μικρή διάσειση ή παρόμοια καθημερινά μικρογεγονότα που από μόνα τους δεν αναμένεται να προκαλέσουν κάποια κάκωση στον ώμο24, 35. Αρχικά τα γεγονότα αυτά δεν κατέστησαν τους ασθενείς ανίκανους, αλλά άφησαν κάποια ενόχληση και τελικά οδήγησαν σε μείωση του εύρους κίνησης.
Ο τυπικός ασθενής αναφέρει ότι ο πόνος είναι χειρότερος το βράδυ και επιδεινώνεται με την κίνηση στην πάσχουσα πλευρά, αυξάνοντας την ευερεθιστότητα και την κατάθλιψη λόγω του αυξημένου πόνου. Παραπονιέται ότι δεν μπορεί να κοιμηθεί πλέον στην πάσχουσα πλευρά, οι κινήσεις του ώμου γίνονται με προσοχή και συγκρατημένα και η θέση του σώματος αλλάζει χαρακτηριστικά. Ο ασθενής κρατά τον βραχίονά του σε έσω στροφή και προσαγωγή. Διαμαρτύρεται επίσης ότι δυσκολεύεται στον καθαρισμό των παραθύρων, στην τοποθέτηση τηγανιών σε ψηλά ράφια, στο ντύσιμο, στο χτένισμα των μαλλιών, στην προσωπική υγιεινή, στο φτάσιμο του πορτοφολιού από τις πίσω τσέπες, στο δέσιμο ποδιάς πίσω από την πλάτη και γενικά σε δραστηριότητες που απαιτούν κίνηση του χεριού πάνω από το κεφάλι ή πίσω από την πλάτη. Αυτές οι ενδείξεις υποδηλώνουν ότι το πρόβλημα βρίσκεται στον ώμο44.
Ακόμη, παραπονούνται συνήθως για γενικευμένο πόνο στον ώμο, διάχυτη ευαισθησία συχνά εντοπισμένη στο πρόσθιο μέρος της γληνοβραχιόνιας άρθρωσης – κατά μήκος του πρόσθιου ινώδη θύλακα και στην πρόσφυση του δελτοειδή – καθώς και για ένα ύπουλο προοδευτικό ”δέσιμο” της κίνησης του ώμου. Η ακαμψία του ώμου (”δέσιμο”) οφείλεται στην κατάργηση της μασχαλιαίας πτυχής. Η αίσθηση της ακαμψίας μπορεί να προηγείται της έναρξης του πόνου36, 44.
Οι ενεργητικές και παθητικές κινήσεις είναι δύσκολο να ελεγχθούν λόγω πόνου και μυϊκής προφύλαξης, που μπορεί να μεταδώσει ένα κενό τελικό αίσθημα στο τέλος του εύρους κίνησης. Ο ασθενής δηλαδή αρνείται να επιτρέψει την κίνηση της άρθρωσης στο σημείο όπου ο εξεταστής αισθάνεται αντίσταση. Σε αρχικές καταστάσεις μπορεί να εντοπιστεί μυϊκός σπασμός, ειδικά στον Μεγάλο Θωρακικό και τους μυς της ωμοπλάτης. Αν ο εξεταστής αξιολογήσει τον ασθενή αφού ο πόνος υποχωρήσει, τότε θα διαπιστώσει ότι το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό είναι ο περιορισμός της κίνησης.
Ο βραχίονας ανυψώνεται με μια τυπική κυκλοτερή κυφωτική (κυρτοειδή) κίνηση για να χρησιμοποιήσει την κίνηση της ωμοπλάτης στην θέση της γληνοβραχιόνιας. Υπάρχει συχνά ευαισθησία στον τένοντα του δικεφάλου ή στην περιοχή του πετάλου των στροφέων.
Συχνά εμφανίζεται ήπια ατροφία του δελτοειδή, του υπερακανθίου, των άλλων στροφέων του ώμου και του τρικέφαλου. Η γληνοβραχιόνια κίνηση (ενεργητική και παθητική) είναι περιορισμένη σε όλα τα επίπεδα44.
Ο Warner103 θεωρεί ότι ο περιορισμός εντοπίζεται στο τέλος του εύρους κίνησης της γληνοβραχιόνιας άρθρωσης. Οι κινήσεις υπό αντίσταση στη μέση τροχιά συνήθως είναι ασυμπτωματικές, οδηγούν όμως τον εξεταστή στο συμπέρασμα ότι οι συσταλτοί ιστοί δεν ενέχονται.
Ο Siegel95 θεωρεί ότι σε πολλές περιπτώσεις χάνονται μόνον οι τελευταίες 10-15 μοίρες κίνησης σε μερικά ή όλα τα επίπεδα.
Οι Fayad32 et al και οι Goldberg B & Scarlat M37 θεωρούν ότι όλες οι ενεργητικές και παθητικές κινήσεις του ώμου μειώνονται κατά 50% τουλάχιστον. Ο περιορισμός εντοπίζεται κυρίως στην έξω στροφή, μετά στην απαγωγή και την έσω στροφή. Ο Neviaser69 θεωρεί ότι το πρόβλημα βρίσκεται κυρίως στις στροφές και μετά στην απαγωγή. Προσπάθειες να ξεπεραστεί η μειωμένη κίνηση της γληνοβραχιόνιας άρθρωσης με τη βοήθεια επικουρικών μυών μπορεί να οδηγήσει σε πόνο στο οπίσθιο μέρος του ώμου και του αυχένα. Οι θυλακικές συσπάσεις περιορίζουν το εύρος και γι’ αυτό παράγουν ένα θυλακικό τελικό αίσθημα. Στον Παγωμένο Ώμο δεν εμφανίζεται επώδυνο τόξο της γληνοβραχιόνιας άρθρωσης. Οι επικουρικές γληνοβραχιόνιες κινήσεις είναι επίσης περιορισμένες, ειδικά η πρόσθια και κατώτερη ολίσθηση και η πλάγια απόσπαση44.
Μια ανασκόπηση των ανατομικών κατασκευών που εμπλέκονται, θα διαφωτίσει τη σχέση μεταξύ των πρόσθιων και κατώτερων αρθρικών και θυλακικών συμφύσεων και της αντίστοιχης απώλειας της ολίσθησης. Ο νευρολογικός έλεγχος για αισθητικής και αντανακλαστικής φύσεως αλλαγές είναι αρνητικός στον Παγωμένο Ώμο, εκτός αν υπάρχουν υποκείμενες καταστάσεις. Επειδή η προσβολή του Α5 δερμοτομίου δίνει συμπτώματα στον ώμο, ο θεραπευτής πρέπει να εξετάσει την αυχενική περιοχή. Τα νευρολογικά τεστ μπορεί να αποκαλύψουν αδυναμία της ωμικής ζώνης λόγω αχρηστικής ατροφίας στα τελευταία στάδια της διαταραχής.