Δημοσιεύτηκε στις 11 Ιανουρίου 2009
Το σημαντικότερο βαθμολογικά παιχνίδι έγινε στη Ρόδο, όπου ο Κολοσσός κέρδισε την Καβάλα σε ένα παιχνίδι με αρκετές εναλλαγές. Στα συν του Κολοσσού, το γεγονός ότι έμεινε πίσω στο σκορ από το ξεκίνημα, αλλά κατάφερε με σερί 11-0 να ανατρέψει την πορεία του αγώνα, ενώ στην 3η περίοδο ουσιαστικά κέρδισε το ματς με το 32-14.
Ο Πανελλήνιος πέτυχε σημαντική νίκη επί του Αιγάλεω, νίκη που τον κράτησε ουσιαστικά μόνο 4ο στο πρωτάθλημα στο τέλος του πρώτου γύρου. Η άμυνα του Πανελληνίου εγκλώβισε πλήρως το Αιγάλεω, οι «Ολυμπιονίκες» ξέφυγαν από νωρίς και δεν απειλήθηκαν. Σε περίπτωση που χάσει το Μαρούσι από τον Ολυμπιακό, ο Πανελλήνιος θα φύγει με 2 βαθμούς από τον 5ο.
Στα Τρίκαλα, ο Άρης κατάφερε να κερδίσει τους γηπεδούχους μετά από ένα δύσκολο ματς. Οι «κίτρινοι» προσπάθησαν να πάρουν τον αγώνα με την άμυνά τους, αλλά εκτός από τα τρίποντα δεν μπορούσαν να βρουν ρυθμό στην επίθεση. Ουσιαστικά ο Άρης κέρδισε από τα τρίποντα, αφού, παρά τη σκληρή άμυνα, δεν μπόρεσε να δυσκολέψει την οργάνωση του παιχνιδιού των Τρικάλων. Σε μία μοναδική βραδιά, οι δύο παίκτες των Τρικάλων που μοιράστηκαν την οργάνωση του παιχνιδιού, Είβερι και Ντίκελ, αγωνίστηκαν για 69 λεπτά συνολικά και ήταν αλάνθαστοι! Πράγμα σπάνιο. Βέβαια, όταν δεν καταφέρνεις να προβληματίσεις τους αντίπαλους πλέι μέικερ και να τους αποκόψεις από την υπόλοιπη ομάδα, όσο και αν προηγείσαι είναι σχεδόν βέβαιο ότι το ματς θα γυρίσει και να μείνει ντέρμπι ως το τέλος. Έτσι κι έγινε. Ο Άρης είχε ξεφύγει με 9 πόντους, αλλά τα Τρίκαλα ισοφάρισαν και πήραν προβάδισμα. Όμως, όσο τα τρίποντα δεν σταματούσαν, ο Άρης είχε λόγο στη νίκη. Στο τέλος, το παιχνίδι κρίθηκε στο επιθετικό ριμπάουντ του Μπάρλου και το εξωφρενικό (για οποιονδήποτε άλλο παίκτη, αλλά όχι για τον Ηλιάδη) καλάθι και φάουλ του Ηλιάδη, που στο τέλος σήκωσε τον Άρη στις πλάτες του.
Αυτή τη στιγμή, ο Άρης τελείωσε τον πρώτο γύρο με 11-2, μάλλον στην καλύτερη θέση από όλες τις ομάδες της λίγκας. Μοναδική με την οποία μπορώ να τον συγκρίνω είναι ο Ολυμπιακός, αλλά μόνο αν κερδίσει την Κυριακή. Εξηγούμαι: ο Άρης είχε το φοβερό να καθαρίσει και τα 11 παιχνίδια με ομάδες που θα έπρεπε να βρίσκονται κάτω από αυτόν και πράγματι βρίσκονται κάτω από αυτόν. Έχασε μόνο από τους δύο «αιωνίους», αλλά δεν πέταξε βαθμούς πουθενά. Απίστευτη σταθερότητα και ικανότητα. Να δούμε πώς θα τα πάει στο δεύτερο γύρο. Στην ίδια θέση και ο Ολυμπιακός, που θα έχει 12 νίκες (επαναλαμβάνω, αν κερδίσει το Μαρούσι το οποίο συνεχώς ανεβαίνει τον τελευταίο μήνα) και μία ήττα στο ΟΑΚΑ. Και πάλι θα βάλω τον Άρη από πάνω, γιατί εκείνος δεν έχασε από καμία ομάδα με την οποία έχει τους ίδιους στόχους, ενώ ο Ολυμπιακός έχασε και με αρκετή διαφορά στο ΟΑΚΑ. Ο Παναθηναϊκός δεν εμπίπτει στην κατηγορία γιατί έχασε το ματς από τον Πανελλήνιο, «πέταξε» δηλαδή βαθμούς, για τη λογική με την οποία γράφω αυτή τη σκέψη.
Απ’ την άλλη τα Τρίκαλα έχουν 1-12 και είναι σε πολύ δύσκολη θέση. Έχουν πέσει όμως; Η απάντηση είναι προφανώς όχι, όταν απέχουν μόλις 2 νίκες από τη σωτηρία. Θα μου πείτε, εδώ σε ολόκληρο γύρο κι έκαναν 1 όλη κι όλη, στο δεύτερο θα καλύψουν τις 2 που είναι πίσω; Πάντως, είναι σε θέση θεωρητικά να αντιστρέψουν τη μοίρα τους, αρκεί να μη «σκάνε» σε κάθε ντέρμπι στο 39ο λεπτό.
Στη Λάρισα, ο ΠΑΟΚ πέτυχε τεράστια νίκη, που την οφείλει στον Νταμίρ Μουλαομέροβιτς. Ο Κένι Γκρέγκορι ήταν για μένα ο καλύτερος του ΠΑΟΚ, καθώς ήταν σταθερή λύση, μοίρασε τους 20 πόντους του και δεν έκανε λάθος, έχοντας και καλά ποσοστά. Αλλά όταν χάνεις 76-71 και 80-74 και ένας παίκτης βάζει και τους 9 πόντους μέχρι το 80-80 με ατομικές ενέργειες για να στείλει το ματς στην παράταση, τότε αυτός κερδίζει τον αγώνα.
Ο λόγος που ο Μούλα έφτασε στη Θεσσαλονίκη αυτός ακριβώς ήταν. Να παίρνει την μπάλα όταν καίει και να κάνει αυτό που οι άλλοι δεν μπορούν. Να κερδίζει αγώνες. Και το έκανε. Απ’ την άλλη, η ΑΕΛ προσπάθησε, για ακόμη μία φορά θα υποκλιθώ στις επιλογές ξένων του Αλεξανδρή, που έπιασε το λαχείο και με τους δύο. Φράνσις και Μεχία έπαιζαν μόνοι τους τον ΠΑΟΚ (με ολίγον από Κόμματο). Οι δυο τους είχαν 55 πόντους με 22/37 δίποντα, 11/13 βολές (και 0/4 τρίποντα), προσθέτοντας 16 ριμπάουντ, 3 ασίστ, 6 κλεψίματα και 4 τάπες. Τρομακτική εμφάνιση και για τους δύο που αποδεικνύουν ότι αξίζουν ευκαιρία σε ομάδα υψηλότερου επιπέδου. Από εκεί και πέρα, η ΑΕΛ πλήρωσε το γεγονός ότι είναι σχετικά γυμνή, με λίγες λύσεις, οπότε στην παράταση δεν άντεξε. Ο Αποστολίδης αγωνίστηκε 44 λεπτά, ο Κόμματος 42, ο Μεχία 40, ο Φράνσις 40, ουσιαστικά δηλαδή έπαιξαν τα 166 από τα 180 λεπτά που θα μπορούσαν μάξιμουμ να μείνουν στο παρκέ. Ζάρας και Λαμπρόπουλος έπαιξαν 28 και 22 αντίστοιχα, οπότε ουσιαστικά η ΑΕΛ έπαιξε με 7 παίκτες, καθώς Μπρόζος, Παπανικολάου, Τσαϊρέλης, Καραβανάς και Λάππας που πάτησαν παρκέ, έπαιξαν συνολικά 8:54 στο ματς. Δικαιολογημένη η κούραση των βασικών στο τέλος. Απ’ τη μία θα μπορούσαν οι Καραβανάς, Λάππας, Τσαϊρέλης να μείνουν περισσότερο στο παρκέ, αλλά όταν παίζουν έτσι οι βασικοί σου… δεν υπολογίζεις την παράταση, πας να πάρεις το ματς, άρα καταλαβαίνω τον Αλεξανδρή.
Στο Ελληνικό, Πανιώνιος και Ολύμπια βολεύτηκαν στο μπάσκετ που αρέσει και στους δύο, δηλαδή το… τσούκου-τσούκου μπολ. Ο Πανιώνιος έκανε δύο σερί, 10-0 και 12-0, ξέφυγε με 14 πόντους, αλλά και πάλι απογοήτευσε, χάνοντας τη διαφορά εύκολα και δείχνοντας ότι δεν μπορεί κάποιος να τον θεωρήσει αξιόπιστο και σταθερό
φέτος. Βέβαια, ασταθής είναι και η Ολύμπια, που όμως έχει δικαιολογημένα παράπονα από τη διαιτησία. Ο Πανιώνιος και πάλι σούταρε περισσότερες βολές (13 περισσότερες από την Ολύμπια), παραμένοντας η ομάδα με μακράν τις περισσότερες βολές στο πρωτάθλημα. Αλλά εκτός και από τους αριθμούς, υπήρχαν ορισμένες φάσεις που οι «πορτοκαλί» αδικήθηκαν εξόφθαλμα, ενώ και κάθε σφύριγμα σε αμφισβητούμενη φάση πήγαινε στον Πανιώνιο. Η Ολύμπια έχει μείνει πίσω πια, αλλά έχει το ρόστερ για να αντιδράσει στο δεύτερο γύρο. Βέβαια, για να μην ξεχνιόμαστε θα το πω ξανά: ο Μπέλσερ δεν πρέπει να πιάνει θέση ξένου σε τέτοιες ομάδες. Αμερικανός των… 2.0 πόντων δεν είναι για ομάδα που ψάχνει σκορ με το σταγονόμετρο. Και πριν κλείσουμε το ματς, μια υπόκλιση στον Σβεν Σούλτζε, που φέτος αποδεικνύει από κοντά πόσο καλός παίκτης είναι: απέριττος, χωρίς να εκβιάζει προσπάθειες, αλλά και πάντα παρών όταν τον θέλει η ομάδα του.