Η μπασκετική Ευρώπη υποκλίθηκε στη Μακάμπι Τελ Αβίβ την Κυριακή το βράδυ, με τους Ισραηλινούς να κατακτούν την 6η τους Ευρωλίγκα, κερδίζοντας με 98-86 στην παράταση το φαβορί, τη Ρεάλ Μαδρίτης. Όμως, στην ουσία η Ευρώπη υποκλίθηκε στον Ντέιβιντ Μπλατ. Για ακόμα μία φορά. Και, όπως δείχνει η έως τώρα καριέρα του Αμερικανού προπονητή, θα την αναγκάσει να το ξανακάνει.
Ο Μπλατ κατάφερε να κερδίσει την Ευρωλίγκα με ένα ρόστερ που μπορεί να πάρει πάρα πολλούς χαρακτηρισμούς. Ο τελευταίος που θα του έδινε κάποιος είναι αυτός του «πρωταθλητή». Όμως, αυτόν κατέχει πανάξια εδώ και λίγες ώρες, παράσημο στο πέτο του προπονητή του. Ο Μπλατ στο Μιλάνο εξέθεσε Μεσίνα και Λάσο (ο Πασκουάλ είχε προλάβει να εκτεθεί νωρίς) και κέρδισε κατά κράτος τη μάχη των πάγκων σε όλα τα επίπεδα.
Το ρόστερ
Δεν θα έφτανα στο ακραίο σημείο να χαρακτηρίσω το ρόστερ της Μακάμπι «απόνερα», αλλά αν το σκεφτεί κανείς λίγο, η αντιμετώπιση που είχαν αρκετοί από τους παίκτες της από την μπασκετική Ευρώπη δείχνει ότι αυτή η ακραία έκφραση δεν απέχει πολύ από την αλήθεια. Αλήθεια, βεβαίως, για τους υπεύθυνους ομάδων Ευρωλίγκας, τους ίδιους που τώρα δαγκώνουν τη γλώσσα τους.
Αρχή θα κάνω από τους τρεις δικούς μας. Πρώτα ο Ταϊρίζ Ράις, ο παίκτης που είχε τον απίστευτο οίστρο στην επίθεση με 21 πόντους σε 18,5 περίπου λεπτά για να δώσει στη Μακάμπι τον τίτλο. Ο Ράις είχε 9.5 πόντους, 2.1 ριμπάουντ, 3.2 ασίστ και 9.6 ranking στη φετινή Ευρωλίγκα. Ο 27χρονος Αμερικανός (τα έκλεισε μία ημέρα πριν τον ημιτελικό) έχει περάσει κι απ’ τα μέρη μας, μετά το Μπόστον Κόλετζ το 2009-10 έπαιξε στον Πανιώνιο. Κι αν τώρα οι Ευρωπαίοι φίλαθλοι τρίβουν τα μάτια τους, το 2010 από τον Πανιώνιο ο Ράις βρέθηκε στη Γερμανία και την Άρτλαντ. Εννοείται ότι αγνοήθηκε από τους δύο «αιώνιους», γι’ αυτό το γράφω αυτό. Θα μου πείτε έπρεπε δηλαδή να τον πάρουν; Δεν υπάρχει απάντηση, το αποτέλεσμα λέει ναι, υπάρχουν χίλιοι λόγοι για να τον έπαιρναν (όπως οι παίκτες που πήραν αυτά τα 4 χρόνια στο ασόδυο) και άλλοι τόσοι για να μην τον πάρουν. Ο λόγος που γράφω την παράγραφο είναι για να καταστήσω σαφή τη λογική που ακολουθούσε αυτούς τους παίκτες. Ο Ράις μετά την Άρτλαντ έπαιξε στη Λιέτουβος (11.1 πόντους και 4.7 ασίστ στην Ευρωλίγκα του 2011-12) και μετά… στην Μπάγερν.
Εκεί που θεωρούσα πάντα απαράδεκτες τις δύο ελληνικές ομάδες είναι στην περίπτωση του Ντέβιν Σμιθ. Ο Σμιθ με τον Πανελλήνιο είχε κάνει εκπληκτική σεζόν (14.6 πόντοι με 43% στα τρίποντα και 4.0 ριμπάουντ στο Eurocup του 2009-10), αλλά στέγη βρήκε στην Μπενετόν. Ο Μπλατ χαζός δεν είναι, το 2011-12 τον πήρε στη Μακάμπι, και στην 3η του χρονιά έκανε ένα απίστευτο φάιναλ φορ για να κατακτήσει την Ευρωλίγκα, επιστέγασμα σε μια μεγάλη σεζόν. Για μένα ο Σμιθ συνεχίζει εκείνη τη μακρά λίστα παικτών που οι δύο «αιώνιοι» είχαν μέσα στα πόδια τους και δεν τους “είδαν” ποτέ (εκείνη, ντε, που έχει ως πρώτο όνομα τον Πιτ Μάικλ).
Ο τρίτος δεν είναι ίδια περίπτωση, σαφώς, αλλά ο Σοφοκλής Σοχρτσανίτης είναι Έλληνας, οπότε προφανώς και μπαίνει στην κατηγορία των «δικών μας». Πέρασε 3 χρόνια στον Ηρακλή (στην Α1) πριν πάει στον Άρη (με ένα διάλειμμα μέσω την Καντου), μετά είχε 5 χρόνια στον Ολυμπιακό, με την 5η σεζόν να είναι η καλύτερη αλλά το γυαλί να σπάει. Η Μακάμπι τον είχε για δύο χρόνια, το 2012-13 ήρθε στον Παναθηναϊκό, αλλά το καλοκαίρι για κάποιο λόγο, ξανά, ήταν… δεδομένο ότι θα έφευγε. Για μένα το λάθος ήταν δικό του που γύρισε στα μέρη μας, στο Ισραήλ μοιάζει να έχει βρει τον μπασκετικό του παράδεισο, δεν είναι τυχαίο που φέτος ήταν ο 1ος σκόρερ της Ευρωλίγκας ανά λεπτό συμμετοχής, ή ότι ήταν ο 1ος σε κερδισμένα φάουλ ανά λεπτό συμμετοχής. Όπως, με βάση όλα όσα ξέρουμε, δεν ήταν καθόλου τυχαίο που αυτό το έκανε μακριά από τους «αιώνιους» και με τον Μπλατ προπονητή.
Ο 27χρονος Τζο Ινγκλς είναι «αμαρτία» της Μπαρτσελόνα. Οι Ισπανοί θεώρησαν, μετά από 3 χρόνια στην ομάδα, ότι δεν μπορεί ο Ινγκλς να τους οδηγήσει κάπου ψηλά και τον έστειλαν. Στην περσινή Ευρωλίγκα ο Ινγκλς είχε 5.4 ranking, στη φετινή 9.3 με 42% στα τρίποντα και 53% στα δίποντα, παίζοντας 23 λεπτά ανά αγώνα (2 πάνω από πέρσι). Και η Μπαρτσελόνα τερμάτισε… από κάτω του.
Για τον Ντέιβιντ Μπλου θα μπορούσε κάποιος να γράψει βιβλίο. Όλοι, σχεδόν, τον έχουμε συνδυάσει με τα χρώματα της Μακάμπι, στην οποία παίζει 7 από τα 12 χρόνια που είναι στην Ευρώπη. Πολύ μεγάλος σκόρερ, δεν είναι ο παίκτης που θα σουτάρει σαν τρελός, αλλά με ποσοστά καριέρας 51% στα δίποντα και 41% στα τρίποντα στην Ευρωλίγκα δεν χρειάζεται να πω περισσότερα. Αν πω θα πρέπει να αναφέρω ότι έχει τελειώσει σεζόν με 52% στα τρίποντα (με πάνω από 2 εύστοχα ανά αγώνα). Ο Μπλου είχε πάρει ξανά Ευρωλίγκα, στη μεγάλη Μακάμπι του 2004, τότε… τον έλεγαν Μπλούθενταλ και όχι με το καλλιτεχνικό του. Τότε είχε 46% στα τρίποντα και 71% στα δίποντα, με 6.2 πόντους ανά αγώνα. Ο Μπλου, λοιπόν, είναι πλέον 34 ετών. Φέτος, ακούστηκαν πολλά γελάκια για την παρουσία του στη Μακάμπι, στο στιλ ότι είναι «πρώην μπασκετμπολίστας», αφού πέρσι ο Αμερικανός έκοψε το μπάσκετ και γύρισε στις Η.Π.Α. για να… τελειώσει το πανεπιστήμιο. Νομίζω όσοι τον είδαν στο φάιναλ φορ να μαρκάρει σαν σκυλί από δυάρια μέχρι σέντερ, ή να γυρνάει μόνος του το ματς στο πρώτο ημίχρονο του τελικού δεν θα ξαναγελάσουν.
Και μιας και η κουβέντα το έφερε στη Μακάμπι του 2004, θα κάνω μια παρένθεση. Πάρα πολλοί αναφέρθηκαν μέχρι την Κυριακή το βράδυ κατά τις… 21:00 στο αν η Μακάμπι του 2004 ή η Ρεάλ του 2014 είναι οι καλύτερες ομάδες στη σύγχρονη (ο όρος σύγχρονη βοηθά στο να ξεπεραστεί ο σκόπελος του να μπει στη σύγκριση η Γιουγκοπλάστικα) Ευρωλίγκα. Προφανώς και δεν υπάρχει σύγκριση ανάμεσα σε μία ομάδα που τον τελικό εκείνης της διοργάνωσης τον είχε πάρει με 44 πόντους διαφορά και σε μία που δεν κέρδισε καν. Για μένα δεν θα υπήρχε σύγκριση ούτε αν κέρδιζε η Ρεάλ την Κυριακή, αλλά πλέον δεν χρειάζεται καν να επιχειρηματολογήσω γι’ αυτό.
Επιστρέφω στη συζήτηση για το ρόστερ της Μακάμπι. Χρειάζεται να αναφερθώ στον Γκάι Πνίνι; Πόσοι από εμάς τον έχουμε χαρακτηρίσει στην ουσία σύγχρονο Τζέι Τζέι Λαρανάγκα (ούτε για πλάκα δεν φτάνει τον Αμερικανοϊρλανδό πάντως). Δεν στρίβει, δεν τρέχει, δεν ξέρει να κάνει τίποτα άλλο απ’ το να σουτάρει τρίποντα. Φέτος είχε 26 δίποντα και 92 τρίποντα στην Ευρωλίγκα. Όμως, έπαιζε 18:24 ανά αγώνα στην πρωταθλήτρια Ευρώπης. Γιατί; Γιατί προσπάθησε με κάθε τρόπο να παίζει έτσι που να προβάλλει τα δυνατά του στοιχεία και να κρύβει τις αδυναμίες του. Και ήταν απίστευτα φιλότιμος.
Ο Ρίκι Χίκμαν είναι στην Ευρώπη από το 2008-09. Έκανε αγροτικό στην Γκίσεν, τη Λάχτι και την Καζάλε, έπαιξε στη Σκαβολίνι και από το 2012-13 στη Μακάμπι. Ο Σον Τζέιμς έπαιζε 3 χρόνια στη Μπνέι Χασαρόν πριν πάει στη Μακάμπι (κι ας τραυματίστηκε φέτος και έχασε όλα τα προημιτελικά και το φάιναλ φορ). Ο Άλεξ Τάιους είναι 26 ετών και παίζει για 3η σεζόν στην Ευρώπη, πέρσι ήταν στην Καντού, φέτος έκανε έναν αδιανόητο τελικό, παίζοντας… μπακότερμα στην άμυνα, μαρκάροντας 2-3 άτομα σε κάθε φάση και όντας ο αφανής ήρωας του τίτλου (ο λιγότερο συζητημένος αν θέλετε).
Γιατί τα λέω όλα αυτά; Για να δείξω ότι δεν χρειάζεται να έχεις τους 12 καλύτερους παίκτες για να πάρεις την Ευρωλίγκας. Χρειάζεται απλώς να έχεις τους 12 παίκτες με τους οποίους δουλεύεις εσύ καλύτερα. Αυτό έκανε ο Μπλατ. Έκανε συνειδητοποιημένες επιλογές από το αστέρι του ως τον τελευταίο παίκτη. Πήρε παίκτη που γυρόφερνε σε όλη την Ευρώπη, πήρε παίκτη που είχε κόψει το μπάσκετ για ένα χρόνο και τον έκανε ένα από τα τρία αστέρια της ομάδας, πήρε παίκτη που κανείς μεγάλος δεν πίστευε ότι έχει να δώσει το κάτι παραπάνω, πήρε παίκτη που απογοήτευσε, πήρε παίκτη που όλοι θεωρούσαν μέτριο και με χαμηλό ταβάνι.
Κοινή συνιστώσα; Δεν πήγε να παίξει το μπάσκετ που είχε στο μυαλό του, αλλά το μπάσκετ που θα μπορούσαν οι παίκτες του να παίξουν. Και πέτυχε εκκωφαντικά. Γιατί άλλοι, με τρανότερο παράδειγμα τον Μεσίνα και την ΤΣΣΚΑ, πήγαν να παίξουν το μπάσκετ που είχαν στο μυαλό τους, ασχέτως ρόστερ (βέβαια, δεν είναι μόνο η ΤΣΣΚΑ, κάθε ομάδα έχει παίκτες που ασφυκτιούν στο ρόλο που τους αναγκάζουν να παίζουν, μέσα στο «κάθε» είναι ξεκάθαρα για μένα και οι δύο ελληνικές).
Ο Μπλατ ξεκίνησε αλλιώς. Δεν πήγε στη λογική του «ξέρω τι θέλω από αυτόν και θα προσπαθήσω να το πάρω». Πήγε εντελώς ανάποδα, «ξέρω τι μπορώ να πάρω από αυτόν και θα προσαρμόσω το θέλω μου εκεί». Σαν τα χαζοbanners στο facebook που λένε «αν δεν μπορείς να έχεις αυτό που θες, να θες αυτό που έχεις».
Όσο κλισέ ή αστείο κι αν ακούγεται, είναι τεράστιο θέμα και ο Μπλατ έδειξε φέτος σε όλη την Ευρώπη αυτό που ψέλλισε ο Βατούτιν μετά το φάιναλ φορ στην… προαναγγελία της απόλυσης Μεσίνα: «Το μπάσκετ ανήκει στους παίκτες, σε αυτή την εποχή βρισκόμαστε. Δεν γίνεται ο προπονητής να είναι τόσο αυστηρός και άκαμπτος».
Ο Μπλατ δεν είπε «θέλω αυτό, αυτό κι αυτό, θα πάρω το ένα από εκείνον, το άλλο από τον άλλον και το τρίτο από τον τρίτον». Είπε «ο Μπλου μπορεί να δώσει αυτό, ο Τάιους αυτό, ο Πνίνι αυτό, ο Χίκμαν αυτό, ο Ράις αυτό, ο Σόφο αυτό, τώρα θα δω τι μπορώ να φτιάξω με αυτά τα κομμάτια». Και έφτιαξε χρυσάφι.
Για μένα ο Μπλατ γύρισε σελίδα στο ευρωπαϊκό μπάσκετ φέτος με αυτή του νίκη στο φάιναλ φορ με ρόστερ κάτι τύπους που αν έπαιζαν σε οποιαδήποτε άλλη ομάδα της Ευρώπης (δηλαδή ομάδα που δεν την έλεγαν Μακάμπι) όλοι θα μιλούσαν για τη μεγαλύτερη έκπληξη των τελευταίων 20 χρόνων (από Μπανταλόνα και μετά εν ολίγοις). Αλλά η ομάδα λέγεται Μακάμπι, έχει ειδικό βάρος μεγατόνων, είναι 30 χρόνια στην ελίτ της Ευρώπης και κανείς δεν μπορεί να πει τίποτα, ακόμα κι αν πάρει τίτλο με τα τσικό της.
Η ψυχολογία
Πώς αποτυπώθηκε αυτή η νοοτροπία του Μπλατ στην ψυχολογία των παικτών; Με τον καλύτερο δυνατό τρόπο: έκανε την ομάδα να νιώθει πιο δυνατή απ’ ότι πραγματικά ήταν. Ο καθένας ήξερε ότι ο προπονητής του ζητούσε από αυτόν να κάνει αυτό που μπορούσε, τίποτα παραπάνω. Και αν δεν του έβγαινε, απλώς συνέχιζε να του ζητάει να κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα. Να νιώθει μέσα στα νερά του, να νιώθει στον τομέα του, πράγμα που επέφερε ηρεμία και ανατροπή κακής εικόνας πάρα πολλές φορές μέσα στη σεζόν.
Η Μακάμπι έχασε 8 φορές μέχρι τα προημιτελικά. Υπάρχει εκείνο το 100-65 από την ΤΣΣΚΑ, ματς για να ρίχνει στάχτη στα μάτια για μια ομάδα που στις άλλες 7 ήττες της έχασε με 4, 5, 6, 2, 2, 1 πόντους, σύνολο δηλαδή 20 πόντοι διαφοράς σε 7 ήττες. Εν ολίγοις, αυτή η ομάδα αρνούταν να χάσει.
Και μετά ήρθαν εκείνα τα 3 ματς στο Μιλάνο, το 1ο στα προημιτελικά και το φάιναλ φορ. Η Μακάμπι έχανε 12 πόντους με λιγότερο από 2 λεπτά στο χρονόμετρο, όμως, ισοφάρισε το ματς, το έστειλε στην παράταση κι εκεί το πήρε με 99-101. Εκεί ήταν που είπαμε «φάιναλ φορ».
Γύρισε στο Μιλάνο και έκανε το ίδιο, όχι μία αλλά, δύο φορές. Στον ημιτελικό έχανε 15 πόντους από την ΤΣΣΚΑ, αλλά το γύρισε και κέρδισε. Κι επειδή όλοι είπαμε… ΤΣΣΚΑ είναι αυτή, της τα έχουν κάνει κι άλλοι, η Μακάμπι το επανέλαβε και στον τελικό. Είπε στην Μπαρτσελόνα «κοίτα, θα μπω όπως εσύ στο ματς», έχανε 33-22 (η Μπαρτσελόνα έχανε με 31-20), αλλά η πρόταση-πρόκληση δεν τελείωνε εκεί, οι Ισραηλινοί πρόσθεσαν και το «και δεν θα χάσω με 40, θα κερδίσω». Και κέρδισαν.
Η Μακάμπι δεν είχε ρόστερ που θα έριχνε 20 και 30 πόντους απ’ όπου περνούσε. Είχε ρόστερ που δεν θα του έριχναν 20-30 πόντους απ’ όπου περνούσε. Και όσο ήταν κοντά, θα πάλευε ως το τέλος. Και στο τέλος, μετά από μία σεζόν με 17 από τα πρώτα 25 παιχνίδια της που κρίθηκαν με μονοψήφια διαφορά, ένιωθε να πατάει πολύ καλά στα πόδια της. Ιδίως απέναντι στην ομάδα που τις δύο φορές που ένιωσε ότι πιέζεται στο τέλος και βγαίνει εκτός της ζώνης άνεσής της (στο ΣΕΦ) παρέδωσε πνεύμα αμαχητί.
Ο πάγκος
Ο Μπλατ σε αυτό έχει το μεγαλύτερο μερίδιο. Δεν είναι τυχαίο ότι όταν η Μακάμπι έχανε με διψήφιες διαφορές γυρνούσε τόσο εύκολα τα παιχνίδια. Είτε είχε απέναντί της την Αρμάνι, είτε τη Ρεάλ στο ματς της χρονιάς. Στους 15 πόντους στον ημιτελικό ο Μπλατ είπε στους παίκτες του «καλό θα ήταν να το μειώσουμε λίγο μέχρι το 30ο λεπτό» και τους έστειλε στο παρκέ για να κάνουν αυτό που έκαναν όλη τη χρονιά, να παίξουν ο καθένας με τον τρόπο που μπορούσε. Και το θέμα είναι ότι δεν τους το ζητούσε, είχαν όλοι πειστεί ότι αυτό ήθελε να κάνουν. Κι έτσι κανείς δεν ένιωθε ψυχολογικό βάρος για να αποδώσει σε κάτι που δεν μπορούσε ή με το φόβο ότι αν κάνει τα δικά του θα παίξει 2 λεπτά και θα δει το ματς απ’ τον πάγκο. Δεν ζήτησε κανείς απ’ τον Μαυροκεφαλίδη να γίνει Μπατίστ του 2011 ούτε από τον Σίμονς να γίνει Χάινς. Ο Σίμονς… Σίμονς και ο Μαυροκεφαλίδης… Μαυροκεφαλίδης, για να πεταχτούμε σε ένα δικό μας παραδειγματάκι πριν συνεχίσουμε.
Το στιλ
Πέραν της ψυχολογίας των παικτών, της μαχητικότητας και του γεγονότος ότι ο Μπλατ είχε ξεκάθαρα «κερδίσει» την ομάδα του με τους παίκτες να νιώθουν σιγουριά, ασφάλεια και αυτοπεποίθηση που τον είχαν στον πάγκο τους, υπάρχει και κάτι που ο Αμερικανοϊσραηλινός προπονητής το είχε περάσει στους παίκτες του στο 100%: ο ρυθμός του παιχνιδιού και το στιλ. Η φετινή Μακάμπι ήταν μια ομάδα με πολύ λιγότερο ταλέντο από αυτό που είχε προηγούμενες χρονιές, μια ομάδα με 7 Αμερικανούς (μετρώντας και τον Μπλου βεβαίως) παίκτες. Όμως, ήταν μια ομάδα ιδιαίτερα κοντρολαρισμένη. Ήξερε πότε την έπαιρνε να πάει το ματς στους 90 πόντους, πότε έπρεπε να το πάει στους 70, και ουσιαστικά μόνο μια φορά όλη τη σεζόν της ξέφυγε ο έλεγχος του ρυθμού του αγώνα, στο 100-65 από την ΤΣΣΚΑ στο Top-16. Σε όλα τα άλλα ματς έφερνε το ρυθμό εκεί που τον ήθελε, είτε είχε απέναντί της ομάδα που δεν ήθελε να τρέξει, είτε τη Ρεάλ που ήθελε να πηγαίνει σαν διαβολεμένη. Τη φιναλίστ τρεις φορές την έφερε ακριβώς στο ίδιο σκορ, 74, 77 και 73 έβαλε η Ρεάλ στα τρία σαραντάλεπτα με τη Μακάμπι. Ο έλεγχος του ρυθμού, αλλά και το «εσωτερικό χαλινάρι» κάθε παίκτη ήταν βασικό στοιχείο που της χάρισε το τρόπαιο.
Και δεν θα μπορούσε να υπάρξει αν οι παίκτες δεν εμπιστεύονταν με κλειστά τα μάτια στο 100% το όραμα του προπονητή τους για το πώς πρέπει να παίζει η ομάδα. Είναι, βλέπετε, ο δρόμος διπλής κατεύθυνσης. Ο Μπλατ έδειχνε στους παίκτες ότι εμπιστεύεται τις δυνάμεις του καθενός, οι παίκτες στον Μπλατ ότι εμπιστεύονται το πώς θα τους οδηγήσει, βλέποντας ότι ο προπονητής τους έχει καταλάβει και αναγνωρίσει τα δυνατά στοιχεία του καθενός. Όχι αυτά που τυχόν ο Μπλατ είχε στο μυαλό του, αλλά εκείνα που ο κάθε παίκτης ένιωθε ότι είχε ως δυνατά στοιχεία.
Γιατί η Μακάμπι δεν στηρίχτηκε σε 2-3 παίκτες, όπως θα περίμενε κανείς από μια ομάδα με μέτριο ρόστερ και όχι τεράστιο ταλέντο. Η Μακάμπι είχε 9 παίκτες να παίζουν από 15 ως 29 λεπτά σε κάθε αγώνα, 10 μέχρι να τραυματιστεί ο Τζέιμς, και 10 παίκτες με 5 ως 12 ranking (ή αν προτιμάτε 7 με 8-12). Με αυτό εννοώ ότι ήταν μια καλολαδωμένη μηχανή από την αρχή ως το τέλος. Δεν περίμενε από κάποιον μια τρελή βραδιά, ήθελε από όλους ένα στάνταρ λιθαράκι για να χτίσει κάθε της νίκη. Η φετινή Μακάμπι ήταν η επιτομή της σταθερότητας.
Το όλο εγχείρημα ήταν βασισμένο στη λεπτομέρεια, αλλά αποδείχτηκε παράλληλα και τόσο στιβαρό που δεν έχασε τίποτα όταν τραυματίστηκε ο καλύτερος ψηλός του, ο Τζέιμς (ο οποίος είχε 11.3 πόντους, 4.0 ριμπάουντ, 1.9 τάπες και 1.6 ασίστ στην κανονική περίοδο με 14.7 ranking μέχρι να τραυματιστεί). Προφανώς και θα μπορούσε να «βγαίνει» κάθε χρόνο τέτοιος τίτλος για τέτοια ομάδα, αλλά και μόνο που της «βγήκε» δείχνει πόσο καλοστημένη, σταθερή, συνειδητοποιημένη και οργανωμένη αγωνιστικά ήταν.
Ο τίτλος
Μα εξάλλου μόνο έτσι θα μπορούσε να έρθει ο τίτλος για μία τέτοια ομάδα. Το μπάσκετ που έπαιξε η Μακάμπι φέτος δεν θα το παρομοίαζα με εκείνο του Ολυμπιακού (το αναφέρω επειδή έχει ακουστεί πάρα πολύ από προχτές), αφού δεν είχε παίκτες ίδιας κλάσης. Ήταν αναγκαστικά πιο μοιρασμένο, πιο ομαδικό, πιο καλοστημένο, πιο οργανωμένο. Γιατί αν δεν ήταν, με τέτοιο ρόστερ δεν θα είχε πάρει τίτλο.
Ο Ντέιβιντ Μπλατ έκανε τη διαφορά στον πάγκο της πρωταθλήτριας Ευρώπης, όχι μόνο στο φάιναλ φορ, αλλά ολόκληρη τη φετινή σεζόν. Αθόρυβα, ουσιαστικά, αφού η Μακάμπι δεν θεωρήθηκε φαβορί σε κανένα σημείο της χρονιάς, ο Μπλατ έσπερνε κάθε εβδομάδα σπόρους ομάδας τίτλου. Και το τέλος θέρισε τους καρπούς της δημιουργίας του, τους έβαλε στο τρόπαιο και πήγε σπίτι του. Μπορεί… βεβαίωση παρακολούθησης από το σεμινάριο που παρέδωσε στη φετινή Ευρωλίγκα να μην πήραμε ούτε εμείς ούτε οι αντίπαλοι προπονητές, αλλά στο τέλος όλοι αναγνώρισαν και ότι βρίσκονταν σε τάξη, αλλά και ποιος τους έκανε μάθημα από τον Οκτώβρη.
Νίκος Κουσούλης