Η σεζόν 2008-09 ήταν η τελευταία που είδαμε να μπαίνει στα παρκέ ο Τζιανμάρκο Ποτζέκο καθώς αγωνίστηκε για λίγα ματς με τη φανέλα της Τριέστε, της ομάδας της περιοχής όπου μεγάλωσε, στην κατηγορία C2 της Ιταλίας. Ο Ποτζέκο σταμάτησε από το μπάσκετ σε ηλικία 36 ετών, μετά από μια καριέρα με πολλές επιτυχίες και ακόμη περισσότερα προβλήματα.
Ο Ποτζέκο, γνωστός ως “la Mosca Atomica” («η Πυρηνική Μύγα»), ψευδώνυμο που συνδύαζε το μέγεθός του με το εκρηκτικό του παιχνιδιού και του χαρακτήρα του, αγωνίστηκε σε 8 ομάδες κατά τη διάρκεια της καριέρας του. Πέρασε τα πιο παραγωγικά του χρόνια στη Βαρέζε, με τη φανέλα της οποίας αναδείχθηκε μία φορά πρώτος σκόρερ του ιταλικού πρωταθλήματος και 3 φορές πρώτος σε ασίστ, ενώ κατέκτησε ένα πρωτάθλημα και ένα σουπερκάπ.
Παίζοντας για τη Φορτιτούντο, αγωνίστηκε στην Ευρωλίγκα σε 3 σεζόν και 53 αγώνες, με κορυφαία επιτυχία τη συμμετοχή στο φάιναλ-φορ του 2004, όπου ήταν 3ος σκόρερ και 2ος πασέρ της ομάδας του που έφτασε στη δεύτερη θέση, με 10 πόντους και 3 ασίστ μέσο όρο. Δοκίμασε και στο εξωτερικό όπου έπαιξε με επιτυχία στην Ισπανία με τη Σαραγόσα και στη Ρωσία με τη Χίμκι.
Το μεγάλο όνειρο και απωθημένο του Ποτζέκο ήταν να παίξει στο NBA, όνειρο για το οποίο πάλεψε αλλά δεν κατάφερε ποτέ να εκπληρώσει. Κλήθηκε από τους Ράπτορς σε ένα σάμερ-λιγκ του 2001, ενώ κατά τη διάρκεια του τουρνουά ΜακΝτόναλντς 1999, ο Τιμ Ντάνκαν δήλωσε εντυπωσιασμένος από τον Ιταλό πλέι-μέικερ. Ο ίδιος δήλωνε ότι το να αγωνιστεί στο NBA ήταν ο στόχος της ζωής του: «Θα έπαιζα εκεί κι ας είχα οποιαδήποτε θέση στο ρόστερ. Ακόμα και το μίνιμουμ να έπαιρνα δε με νοιάζει, είμαι ένας πλούσιος άνθρωπος!». Κάτι το αδύνατο κορμί του, κάτι το τρελό και απρόβλεπτο παιχνίδι του, δεν έπεισαν τελικά κάποια ομάδα από την άλλη άκρη του Ατλαντικού να τον εμπιστευτεί.
Η μπασκετική πορεία του Ποτζέκο, πάντα εμφάνιζε ενδιαφέρον, όχι μόνο γιατί ήταν ένας «nice to watch» παίκτης, με εξαιρετικό ταλέντο στο σκορ και την πάσα και απρόβλεπτο παιχνίδι, αλλά και γιατί υπάρχουν πολλές ιστορίες γύρω από τον εκρηκτικό του χαρακτήρα. Ενδιαφέρον παρουσίαζαν πάντα και οι εκπλήξεις που επεφύλασσε με τα μαλλιά του! Τον είδαμε με καστανά, κόκκινα, ροζ, ξανθά, ακόμα και… ξανθορόζ βαμμένα μαλλιά, κουρεμένα καρφάκια, τσουλούφι ή ξυρισμένα στο πλάι!
Τον Απρίλιο του 2005, μετά από 2,5 καλές σεζόν κατά τις οποίες είχε συνάψει καλές σχέσεις, ο Ποτζέκο τιμωρήθηκε από το ιταλικό πρωτάθλημα για ανάρμοστη συμπεριφορά και αποχώρησε για την Ισπανία. Το παιχνίδι του εκτός συστημάτων ήταν πάντα αυτό που φοβούνταν οι προπονητές του, ενώ και ο χαρακτήρας του θεωρείτο… τρελός!
Σε μια κρίση αυτοκριτικής σε συνέντευξή του, το 2004, δήλωνε: «Ήμουν για αρκετά χρόνια ένας τρελός παίκτης. Και όχι λίγο, πολύ τρελός. Δεν ήταν εύκολο για τους προπονητές να με κουμαντάρουν. Τώρα έχω ηρεμήσει κάπως». Η… αυτογνωσία του φανερώνεται και από το γεγονός ότι δεν είχε ατζέντη για εκπρόσωπο, αλλά δικηγόρο!
Το ιδιαίτερο παιχνίδι και η προσωπικότητά του τού δημιούργησαν προβλήματα και στην Εθνική Ιταλίας. Ενώ ήταν στην Εθνική στο Μουντομπάσκετ του 1998, το 1999 διαφώνησε με τον Τάνιεβιτς ο οποίος τον άφησε έξω από την ομάδα που κέρδισε το Ευρωμπάσκετ το ίδιο καλοκαίρι. Ο επόμενος ομοσπονδιακός προπονητής, Τσάρλι Ρεκαλκάτι τον ξανακάλεσε στην Εθνική, τον άφησε έξω από το Ευρωμπάσκετ του 2003 και τον πήρε στους Ολυμπιακούς του 2004, όπου κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο, και στο Ευρωμπάσκετ του 2005! Ο ίδιος απέδιδε την ανασφάλεια των προπονητών προς το πρόσωπό του και τα πήγαινε-έλα με την Εθνική σε μια λάθος προπονητική θεώρηση: «Στη δεκαετία του ’90 υπήρχε μια διαφορετική αντίληψη για το τι πρέπει να κάνει ένας πλέι-μέικερ. Αν ήσουν πόιντ-γκαρντ έπρεπε να βάζεις 6 ή 8 ή 10 πόντους. Αν σκόραρες παραπάνω, δε σε θεωρούσαν πραγματικό πλέι-μέικερ. Τώρα τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά».
Πάντα ευδιάθετος στις συνεντεύξεις του, απρόβλεπτος στο παιχνίδι του και εκρηκτικός στις σχέσεις του, ο Ποτζέκο θα μείνει αξέχαστος για περισσότερους από έναν λόγους. Και αν δεν μπορούμε να θυμηθούμε όλα τα διαφορετικά χρώματα των μαλλιών του, σίγουρα θα μας θυμίζουν τον αθλητή Ποτζέκο όλοι οι μεταγενέστεροι πλέι-μέικερ με απελευθερωμένο ρόλο και έφεση στο σκορ.