Ήρθε η ώρα της εθνικής, λοιπόν. Ο Σεπτέμβρης μπήκε και μαζί του όλα είναι έτοιμα για το πρώτο τζάμπολ του Ευρωμπάσκετ. Αρχής γενομένης από την Κροατία, με τη συνέχεια αλλού, καθώς το φετινό Ευρωμπάσκετ έχει έναν έξτρα βαθμό δυσκολίας σε σχέση με τα προηγούμενα: πριν από κάθε ματς πρέπει να δεις… σε ποια χώρα και πόλη παίζεις ώστε να παρευρεθείς στο σωστό γήπεδο.
Πέραν της πλάκας, το γεγονός ότι το Ευρωμπάσκετ 2015 θα γίνει σε 4 χώρες είναι σημείο των καιρών. Ίσως είναι και ένα καλό πείραμα για το μέλλον, σίγουρα, πάντως, δείχνει πράγματα για την οικονομική κατάσταση των χωρών και τη δυνατότητα οργάνωσης ενός ολόκληρου τουρνουά. Πάνω απ’ όλα, δείχνει το πόσο λάθος κινείται το μπάσκετ (πλην NBA) στο θέμα του κόσμου. Δεν γίνεται να θες 4 χώρες για να μπορέσεις να γεμίσεις τα γήπεδα σε μια διοργάνωση με την αφρόκρεμα των αθλητών της ηπείρου. Το επόμενο βήμα είναι να παίζει κάθε χώρα στην έδρα της και να έχουμε εντός και εκτός έδρας αγώνες στο Ευρωμπάσκετ. Το θέμα έχει πάψει πια να είναι γιορτή για όλο τον μπασκετόκοσμο, μιας και δεν υπάρχει ούτε κατά διάνοια η σωστή προώθηση και διαφήμιση του προϊόντος από τους υπεύθυνους.
Το διαδίκτυο δίνει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για φτηνή προώθηση προϊόντος, το οποίο και να φτάνει σε μεγάλο αριθμό κόσμου, αλλά και να γίνεται με ευφάνταστο τρόπο. Το να φτιάξεις από 2-3 βιντεάκια με κάθε εθνική ομάδα και να τα ανεβάζεις όλο το καλοκαίρι, το να έχεις τους αστέρες κάθε ομάδας να παίζουν one-on-one ή να καρφώνουν ή ό,τι άλλο, δεν είναι δύσκολο. Μέχρι και μονάκια ανάμεσα σε αντιπάλους μπορείς να φτιάξεις, αρκεί να πας με μια κάμερα σε ένα φιλικό τουρνουά. Ένα βιντεάκι με Σπανούλη-Αντετοκούνμπο απέναντι σε Καλνιέτις-Βαλανσιούνας, ένα βιντεάκι με Ισπανούς απέναντι σε Γάλλους, όλα αυτά είναι πολύ απλά και εύκολα. Εννοείται ότι τίποτα τέτοιο δεν βλέπουμε, πέραν της ίδιας προώθησης που θα έκανε και η γιαγιά μου αν ήταν στο κεφάλι της FIBA Europe. Που κάτι τέτοιο γίνεται, δηλαδή, απλώς δεν έχω… συγγένεια με τους παππούδες που ηγούνται της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας.
Ξεκίνησα με το μάρκετινγκ και την ανυποληψία στην οποία πέφτει το μπάσκετ (παρότι ο κόσμος διψά γι’ αυτό, κάτι που φαίνεται πολύ εύκολα από την παρουσία του στα φιλικά) αλλά το πιο σημαντικό θέμα είναι το αγωνιστικό. Και αυτό που ενδιαφέρει όλους μας είναι η εθνική μας. Αυτό δεν θα είναι ένα άρθρο σε κλασσικό στιλ «γιουρούσι και φουστανέλα για να τους φάμε όλους» ή «ονειρευόμαστε γιατί είναι η επίσημη αγαπημένη και έχει καρδιά λιονταριού», την πιο πολλή ώρα θα μιλάει για προβληματισμούς και κακοτοπιές. Τα προβλήματα της εθνικής με βάση τα φιλικά είναι δεδομένα. Όπως και το γεγονός ότι όλα σχεδόν μπορούν να ξεπεραστούν και στις 20 Σεπτέμβρη να έχουμε λόγο να χαμογελάσουμε όλοι. Πού βρισκόμαστε, λοιπόν;
Μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας
Βρισκόμαστε μετά από 5 χρόνια αποτυχιών. Θα μπορούσα κάλλιστα να κάνω ένα copy-paste το περσινό άρθρο που είχα γράψει πριν το Μουντομπάσκετ και να αλλάξω απλώς ημερομηνίες και κάποια ονόματα. Όμως, αποφεύγω να το ανοίξω και να το διαβάσω γιατί είμαι σίγουρος ότι θα συγχυστώ όταν δω πώς ξεκίνησε και πώς κατέληξε και το περσινό καλοκαίρι.
Φέτος, ο πάγκος είναι ξανά ο ίδιος με τον Φώτη Κατσικάρη να ηγείται της προσπάθειας. Για μένα αυτό από μόνο του αποτελεί ένα ρίσκο. Ό,τι κι αν είδαμε πέρσι στους ομίλους, αυτό που έμεινε ήταν η παταγώδης αποτυχία στο πρώτο νοκ άουτ παιχνίδι από μια ομάδα χωρίς ψυχολογία και πίστη στις δυνάμεις της. Σε σχέση με πέρσι αντί των Γλυνιαδάκη, Βουγιούκα, Βασιλειάδη, έχουμε Σπανούλη, Κουφό, Περπέρογλου, με 9 ίδια πρόσωπα. Η συζήτηση της εθνικής πρέπει, πλέον, να γίνει σε δύο μέτωπα. Σε εκείνο των παικτών και σε εκείνο του πάγκου.
Πέρσι, μετά τον αποκλεισμό είχα μιλήσει με πολύ σκληρά λόγια στην κριτική της εθνικής, των παικτών και του προπονητή. Τώρα, 12 μήνες μετά, δυστυχώς δεν παίρνω πίσω ούτε μια λέξη. Τα πράγματα για μένα είναι σε οριακό σημείο. Ο κόσμος ανταποκρίθηκε και πάλι στο κάλεσμα της εθνικής μας στα φιλικά (θεωρώ κατά βάση λόγω επιστροφής Σπανούλη και παρουσίας Αντετοκούνμπο), ελπίζει σε επιτυχίες, βλέπει το ρόστερ και δεν μπορεί να βρει τι του λείπει. Η απάντηση είναι: με μια πρώτη ανάγνωση σχεδόν τίποτα.
Ο Σπανούλης είναι ο εκτελεστής που έλειπε και η κλάση στην περιφέρεια που θα κρατήσει τις άμυνες προσηλωμένες και τη ρακέτα με χώρους, ο Καλάθης τρέχει και πασάρει καλά, ο Σλούκας παλεύει για κάθε σπιθαμή και το χέρι του είναι φερέγγυο, ο Μάντζαρης είναι πονοκέφαλος για κάθε αντίπαλο επιθετικό, ο Ζήσης είναι το ήρεμο μυαλό της ομάδας και μπορεί πια να μεταβιβάζει αυτή την ηρεμία και στους άλλους, ο Αντετοκούνμπο είναι ο παίκτης που δεν έχει καμία άλλη ομάδα στη διοργάνωση, ο Παπανικολάου έχει εκρήξεις που μπορούν να αλλάξουν ένα ματς, ο Περπέρογλου μοιάζει πάντα έτοιμος και πάντα ζεστός στην επίθεση, ο Πρίντεζης είναι το τεσσάρι που κανείς δεν θέλει να μαρκάρει στο τουρνουά (μετά τον Ντιρκ, ας είμαστε σοβαροί), ο Καϊμακόγλου είναι σκληροτράχηλος στην άμυνα και δίνει πολύτιμες λύσεις μπροστά, ο Κουφός είναι ο σέντερ που μας έλειπε τόσα χρόνια, με καλά τελειώματα και δυνατός, ο Μπουρούσης προσφέρει εμπειρία και καλές κινήσεις στη ρακέτα. Ένα ρόστερ που τα έχει όλα.
Αλλά δεν είναι όλα ρόδινα. Μετά από 5 χρόνια αποτυχιών υπάρχει ο κίνδυνος να χαθούν άλλες δυο σεζόν, μιας και αποτυχία στο φετινό Ευρωμπάσκετ θα σημαίνει απουσία από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2016. Μόλις οι δυο πρώτοι παίρνουν εισιτήριο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, ενώ οι πρώτες 7 θέσεις δίνουν εισιτήριο για το προολυμπιακό. Βέβαια, αν αρχίσουμε από τώρα να συζητάμε για το ενδεχόμενο να μείνει η εθνική εκτός της πρώτης επτάδας στο Ευρωμπάσκετ, καλύτερα να μην ασχοληθούμε καθόλου με το θέμα.
Η ελπίδα και η διάθεση που έχει ο κόσμος να σταθεί δίπλα στην εθνική δεν είναι χωρίς λόγο. Οι αποτυχίες μας κάνουν λίγο πιο σφιγμένους και συγκρατημένους πια, είναι πολλά τα χρόνια χωρίς επιτυχία. Απ’ την άλλη, κοιτώντας κυνικά τα ρόστερ των ομάδων, το ρόστερ της εθνικής μας προκαλεί δέος και είναι ξεκάθαρα από τα 4-5 καλύτερα της διοργάνωσης (Ελλάδας, Ισπανίας, Γαλλίας, Σερβίας, Ιταλίας) βάσει ονομάτων, ενώ ίσως είναι από τα καλύτερα εδώ και πολύ καιρό στην Ευρώπη βάσει βάθους πάγκου. Προσέξτε, μιλάω για ρόστερ, όχι για το τι ομάδα έχει φτιάξει ο καθένας. Στα rankings του καλοκαιριού είμαστε 7οι πίσω από τις 4 προαναφερθείσες, την Κροατία και τη Σλοβενία.
Το θέμα δεν είναι τι είμαστε στη θεωρία, αλλά τι θα κάνουμε στην πράξη άπαξ και αρχίσουν οι αγώνες. Ας προσπαθήσω να βάλω τα όσα σκέφτομαι από την εικόνα των φιλικών σε μια σειρά:
Τα φιλικά
Θα αγνοήσω τα πρώτα φιλικά που ψαχνόμασταν ακριβώς όσο και οι αντίπαλοί μας και θα σταθώ μόνο στα τελευταία τεστ, εκεί που η ομάδα έφτιαχνε τη «φόρμα» με την οποία θα παίζει στο Ευρωμπάσκετ. Αυτά που είδα δεν μπορώ να πω ότι μου άρεσαν, αντιθέτως ορισμένα από αυτά με προβλημάτισαν ιδιαίτερα.
Λοιπόν, η πεντάδα με Σπανούλη-Καλάθη είναι πολύ δημιουργική και ανοίγει τις άμυνες στις αρχές των αγώνων, πράγμα που μας δίνει κατά βάση καλά ξεκινήματα στα ματς. Η άμυνα της ομάδας είναι υπό προϋποθέσεις καλή, σκληρή ανά διαστήματα, κάτι που εξαρτάται και από την πεντάδα που παίζει (και αυτό το εννοώ όχι μόνο στο θέμα των προσώπων, όσο και της επιλογής των ματσαρισμάτων από τον πάγκο μας).
Πάνω απ’ όλα, υπό ιδανικές συνθήκες η εθνική έχει 12 πολύ δυνατούς και καλούς παίκτες που μπορούν να πάρουν το παιχνίδι πάνω τους και να προσφέρουν όλοι. Αυτό δεν το έχει καμία άλλη από τις συμμετέχουσες στο Ευρωμπάσκετ, τουλάχιστον όχι στο βαθμό που το έχουμε εμείς. Η παρουσία του Αντετοκούνμπο κάνει την Ελλάδα πολύ δυνατή σε σημεία του παιχνιδιού στα οποία δεν ήταν παλιότερα, ενώ η επιστροφή του Σπανούλη θα της δώσει το θάρρος να παίρνει σουτ σε κρίσιμες στιγμές (όποιος θυμάται το τι έγινε πέρσι, θα καταλάβει τι λέω). Όλα αυτά κάνουν την Ελλάδα μια ομάδα που είναι πολύ δύσκολο να ηττηθεί σε οποιοδήποτε στιλ παιχνίδιού. Χωρίς απαραίτητα αυτό να σημαίνει ότι της ταιριάζει και κάθε στιλ παιχνιδιού. Νομίζω σε αυτό πρέπει να συμφωνήσουν όλοι, και δεν εννοώ εμείς μεταξύ μας, εννοώ οι υπόλοιποι του Ευρωμπάσκετ. Πολύ δύσκολο να ηττηθεί, αλλά όχι άτρωτη. Και, δυστυχώς, ως τώρα, ούτε καν κοντά στο 100% αυτού που μπορεί να φτάσει με βάση το ρόστερ της.
Ο Κατσικάρης στα φιλικά χρησιμοποιούσε κατά βάση ψηλά σχήματα (το γραφικό «με τρεις ψηλούς η εθνική» που ακούγαμε από μικροφώνου της ΕΡΤ), δηλαδή έπαιζε με 2 γκαρντ, 2 φόργουορντ και 1 σέντερ. Ανακάτεμα σε αυτό είδαμε ελάχιστο. Κουφός και Μπουρούσης μαζί δεν έπαιξαν, αλλά σχεδόν δεν βγήκαν κιόλας ταυτόχρονα, εκτός από κάποια ελάχιστα διαστήματα. Όπως και 3 γκαρντ μαζί, το σήμα κατατεθέν μας, ουσιαστικά δεν το είδαμε.
Σίγουρα οι εποχές αλλάζουν, αλλά κάπου νομίζω ότι έχει γίνει λάθος. Αν η εθνική παίζει με 2 γκαρντ και κρατάει το «3» για (βασικά) Αντετοκούνμπο, Παπανικολάου, τότε Καλάθης, Σπανούλης, Σλούκας, Ζήσης, Μάντζαρης, είναι πάρα πολλοί για το ασόδυο (φαίνεται ξεκάθαρα από τους χρόνους που παίζουν οι δυο πρώτοι ότι 5 γκαρντ δεν έχει λογική να έχει αυτή η ομάδα όπως παίζει ως τώρα), ιδίως αν βάλει κάποιος και τον Περπέρογλου, δηλαδή 8 παίκτες στις 3 πρώτες θέσεις της πεντάδας. Ο αντίλογος λέει ότι ο Αντετοκούνμπο μπορεί να περάσει και στο «4». Βέβαια, αυτό το έχουμε δει ελάχιστα και ουσιαστικά αφαιρεί μεγάλο μέρος του πλεονεκτήματος που έχουμε από την παρουσία του στην πεντάδα, έχει νόημα μόνο για να κάνει τις πεντάδες μας ίσως πιο γρήγορες.
«Τις πεντάδες μας ίσως πιο γρήγορες». Αυτό προς το παρόν δεν το είδαμε. Ο Κατσικάρης μετά το Ακρόπολις είπε ότι η εθνική είχε πρόβλημα στην επίθεση «γιατί οι παίκτες έχουν στο μυαλό τους να παίξουν άμυνα». Ε;
Πού πήγαν οι αιφνιδιασμοί;
Η Ελλάδα έχει Καλάθη, Σπανούλη, Σλούκα, Μάντζαρη, Αντετοκούνμπο, Παπανικολάου, Πρίντεζη, και πηγαίνει πιο αργά από το τραμ το τελευταίο, το οποίο προλάβαινες πεζός ενώ αυτό ήταν εν κινήσει. Με παίκτες που θέλουν να τρέχουν και κάτι την κρατάει δεμένη (προφανώς ο πάγκος). Δεν ξέρω αν θα λυθεί αυτό μετά το Ακρόπολις, το ελπίζω, αλλά είναι κάτι που θα μας κοστίσει σίγουρα αν δεν διορθωθεί. Θεωρώ ως δεδομένο ότι η Ελλάδα έχει πολύ ποιοτικό ρόστερ. Η διαφορά ποιότητας φαίνεται όσο πιο ψηλά πας το σκορ. Στους 60 και στους 65 πόντους μπορούν να φτάσουν όλοι, στους 85 μόλις 2-3 ομάδες σε όλη την Ευρώπη. Το να προσπαθείς να κερδίσεις κάποιον χειρότερο στους 65 πόντους σε βάζει σε κίνδυνο και σου στερεί την ευκαιρία να αναδείξεις τη διαφορά που σας χωρίζει. Το να παίζεις με το χειρόφρενο σηκωμένο με τέτοιο ρόστερ είναι λάθος.
Και δεν είναι ότι δεν το βλέπει ο πάγκος της εθνικής. Όλοι το βλέπουμε. Ο Καλάθης φεύγει απ’ την πρώτη πάσα, φτάνει απέναντι, κάνει μια βόλτα στη ρακέτα, δεν βλέπει κανέναν, βγαίνει στα 10 μέτρα και φωνάζει σύστημα σε σετ επίθεση πλέον. Ο Αντετοκούνμπο παίρνει το ριμπάουντ, κατεβαίνει μόνος του τρέχοντας για να τελειώσει τη φάση, ο πλέι μέικερ δίπλα του φωνάζει για να του πασάρει να παίξουν κοντρόλ επίθεση. Είναι στιγμές που τις είδαμε στο Ακρόπολις, στιγμές που δείχνουν ότι η εθνική δεν παίζει όπως θα άρεσε, θα βόλευε και θα βοηθούσε τους παίκτες της. Με τη Λιθουανία βάλαμε 5 πόντους στον αιφνιδιασμό, με την Ολλανδία βάλαμε 10 σε ματς 92 πόντων. Δεν είναι τυχαίο που στο πρώτο παιχνίδι κερδίσαμε με την ψυχή στο στόμα μια ομάδα που έχει… ένα γκαρντ.
8+4
Όταν μιλάμε για υπερπλήρες ρόστερ, πρέπει να κάνουμε και χρήση του στο παρκέ, ώστε να αδράξουμε τα οφέλη, ειδάλλως είναι απλώς φιλολογική η συζήτηση. Στο Ακρόπολις είδαμε τον Κατσικάρη να ξεχνά παίκτες στον πάγκο. Ο Μάντζαρης δεν έχει ψυχολογία να παίξει, κάθεται μουτρωμένος στην άκρη του πάγκου, ξέροντας ότι κανείς δεν τον υπολογίζει (με Τουρκία δεν έπαιξε καν, με Ολλανδία ελάχιστα, στο τελευταίο φιλικό ξεκίνησε, αλλά μετά ξεχάστηκε και πάλι). Ο Καϊμακόγλου μπαίνει στο παρκέ και φοβάται να σουτάρει γιατί ξέρει ότι θα παίξει λίγο και δεν νιώθει ότι έχει ρόλο, ο Παπανικολάου καλύτερα θα ήταν να μην είναι στο ρόστερ, ο Περπέρογλου είναι και αυτός σε εντελώς δευτερεύοντα ρόλο. Εξηγούμαι για τους δύο τελευταίους. Ο Περπέρογλου είναι ο μόνος που δεν θα ασχοληθεί με το πόσο παίζει, αλλά θα προσφέρει αναλογικά σε 5 λεπτά τα ίδια που θα έδινε σε 25. Γιατί έτσι είναι ο χαρακτήρας του. Ο Παπανικολάου είναι παίκτης ρυθμού και ψυχολογίας. Στην εθνική ως τώρα του έχει δοθεί να καταλάβει ότι δεν είναι πρώτη επιλογή. Και δεν βρίσκει ψυχολογία, ούτε ρυθμό. Απλώς περιφέρεται στο παρκέ και περιμένει πότε θα βγει αλλαγή, κάνοντας τα απολύτως απαραίτητα. Δεν τον ψέγω, ψέγω τον τρόπο χρησιμοποίησής του.
Σίγουρα είναι όλοι επαγγελματίες, αλλά όταν διαχειρίζεσαι ρόστερ εθνικής ομάδας δεν είναι το ίδιο με ρόστερ επαγγελματικής ομάδας. Είναι εντελώς διαφορετική η λογική. Ας πούμε, δεν βγάζεις τον καλύτερο παίκτη στην Ευρώπη στο δίλεπτο επειδή κάτι σου καρφώθηκε στο μυαλό, και δεν τον αφήνεις μετά 10 συνεχόμενα λεπτά στον πάγκο, αντιμετωπίζοντάς τον λες και είναι 17χρονος. Αυτό το θέμα δεν ξέρω πώς θα ξεπεραστεί, ο Κατσικάρης ως πρώτος προπονητής δεν έχει κοουτσάρει μεγάλες ομάδες (στην ΑΕΚ το 2002 ήταν δεύτερος) και παίκτες αφρόκρεμας. Η εθνική είναι η πρώτη του τόσο μεγάλη ομάδα και θα πρέπει να μάθει να διαχειρίζεται παίκτες στην καμπούρα της.
Το θέμα του χρόνου συμμετοχής, ή, για να το πω πιο σωστά, το θέμα της αντιμετώπισης από τον προπονητή, ίσως δημιουργήσει παράπονα και έλλειψη διάθεσης στην ομάδα. Σε ένα τουρνουά 15 ημερών πρέπει να έχεις 12 παίκτες ετοιμοπόλεμους, όχι να δείχνεις από τα φιλικά ότι εσύ θα παίζεις με 8 παίκτες και οι άλλοι 4 θα είναι για να κουνάνε τις πετσέτες και να δίνουν ανάσες. Δεν νομίζω κανείς να μιλήσει δημόσια, δεν θα γίνει κάτι τέτοιο, αλλά θα υποβόσκει στα αποδυτήρια, μιας και δεν μπορείς να κάνεις πρωτοκλασάτους παίκτες να νιώθουν ότι δεν τους χρειάζεσαι. Ένα άλλο ζήτημα είναι εκείνο των αλλαγών. Ελπίζω ότι στο Ακρόπολις οι αλλαγές δεν έγιναν ως αντίδραση από τον πάγκο με βάση τη ροή του αγώνα, αλλά για να δοκιμαστούν πράγματα, γιατί πολλές φορές δεν έβγαζαν κανένα νόημα και αργούσαν πολύ, ενώ είδαμε και παίκτες να τους ξεχνά το τιμ εκτός για πολλή ώρα. Θα το μάθουμε στα πρώτα δύσκολα επίσημα.
Ριμπάουντ και ρυθμός
Με προβλημάτισαν τα χαμένα ριμπάουντ και τα προβλήματα στην άμυνα. Στο pick ‘n’ roll χανόμαστε ανά διαστήματα, η άμυνά μας ανοίγει με 1-2 πάσες εντελώς και η ρακέτα τρυπάει. Με τους Ολλανδούς το είδαμε αυτό πολλές φορές, με τους Λιθουανούς το ίδιο, ιδίως σε πεντάδες με τον Μπουρούση μέσα. Λείπει ο ψηλός που θα μαζέψει την άμυνα, λείπει η δυνατότητα για καλό αμυντικό σχήμα με δύο τεσσάρια (Φώτσης και Φώτσης είναι απάντηση και στα δύο αυτά). Ο Καϊμακόγλου θα μπορούσε να έχει ρόλο εδώ, είναι ο πιο σκληροτράχηλος από τους ψηλούς στο ρόστερ και θα μπορούσε να μαζέψει τα πράγματα, αλλά ως τώρα δεν έχουμε δει τέτοιο πλάνο χρησιμοποίησής του.
Απ’ την άλλη, έχουμε αρκετά αθλητική ομάδα και βγάζουμε άμυνες που άλλα χρόνια δεν τις βγάζαμε. Τουλάχιστον όχι με τέτοιο τρόπο (στον αέρα), τις παλεύαμε με το μυαλό των περιφερειακών μας.
Το σετ παιχνίδι στο οποίο επιμένει η εθνική την αναγκάζει σε πολλά νεκρά διαστήματα. Ενώ ξεκινάει καλά, στην πορεία κάπου κολλάει το πράγμα. Η πεντάδα με Σπανούλη-Καλάθη-Αντετοκούνμπο-Πρίντεζη-Κουφό μου αρέσει πολύ στο πώς αποδίδει στην επίθεση, είναι αρκετά κινητική, αλλά αν λείψει η ευφυΐα στην πάσα, μετά αρχίζουν οι ατομικές προσπάθειες (χαρακτηριστικό το 0-13 από τους Τούρκους σε ένα πεντάλεπτο της 3ης περιόδου), οι ελάχιστες συνεργασίες, οι επιθέσεις στο 20+ δευτερόλεπτα, τα πολλά άστοχα τρίποντα (τα είδαμε και με Τούρκους και με Λιθουανούς, 15% και 22% αντίστοιχα), το κακό μπάσκετ. Αργό και καταστροφικό αντί για γρήγορο και δημιουργικό. Και δεν έχω τίποτα εναντίον του αργού και καταστροφικού μπάσκετ (χρειάζεται κι αυτό, ανάλογα με τους παίκτες που έχεις), αλλά δεν ταιριάζει σε αυτό το ρόστερ. Το κάνει να μοιάζει με Ferrari σε χωματόδρομο, για να γίνω και λίγο γραφικός.
Αυτό που μου έκανε τεράστια εντύπωση ήταν τα χαμένα ριμπάουντ. Με τα σχήματα που είχε η εθνική στο Ακρόπολις (το «με τρεις ψηλούς» που λέγαμε πριν) μου φαίνεται αδιανόητο που και στα τρία ματς είχαμε λιγότερα επιθετικά ριμπάουντ από τον αντίπαλό μας, που και στα τρία ματς χάσαμε πολλά αμυντικά ριμπάουντ, με αποκορύφωμα το παιχνίδι με τους Λιθουανούς, που έκαναν την πλάκα τους στη ρακέτα μας (28-45 τα ριμπάουντ με 5-11 τα επιθετικά). Αυτό δεν ξέρω πώς να το ερμηνεύσω, τα ριμπάουντ είναι και θέμα διάθεσης, δεν είναι ότι τους είπε ο Κατσικάρης «μην κάνετε μπλοκ στον παίκτη σας». Να έλεγε κανείς ότι οι μισοί είχαν στο νου τους να φύγουν γρήγορα στον αιφνιδιασμό, να πω ότι έμενε ακάλυπτη η ρακέτα. Αλλά δεν γίνεται να βάζεις 65 πόντους και να μην μπορείς να ελέγξεις τη ρακέτα σου. Πόσο πιο αργά να παίξεις για να έχεις γεμάτη ρακέτα και καλά μπλοκ άουτ μετά το αντίπαλο σουτ;
Η ώρα της κρίσης
Μέχρι τώρα έχω αναφερθεί περισσότερο στις ατέλειες που ξεκινούν από τον πάγκο της εθνικής. Αυτό γιατί ο προπονητής είναι αυτός που μοντάρει μια ομάδα ώστε να είναι έτοιμη για τα επίσημα, όπου θα κριθούν ξανά και ο ίδιος αλλά και οι παίκτες.
Πέρσι η εθνική ήταν καλή στα εύκολα του ομίλου, καλή στα ματς που είχε χρόνο όλο το καλοκαίρι να μελετήσει (με τους αντιπάλους που ήξερε εξαρχής ότι θα βρει απέναντί της), ενώ τα έκανε θάλασσα στη συνέχεια, από το πρώτο κιόλας νοκ άουτ. Αυτό είναι μομφή και προς τον πάγκο, που δεν διάβασε σωστά τον αντίπαλο εν μέσω του τουρνουά και δεν μπόρεσε να δώσει ψυχολογία νοκ άουτ αγώνα στην ομάδα, αλλά απευθύνεται και στους παίκτες.
Μετά από 5 χρόνια αποτυχιών δεν νομίζω ότι μπορεί κάποιος να βγάλει την ουρά του απ’ έξω και να πει ότι δεν έχει μερίδιο ευθύνης. Σίγουρα κάτι φταίει και δεν μπορεί πάντα αυτό να είναι ο εκάστοτε προπονητής. Φέτος, οι παίκτες της εθνικής βρίσκονται προ των ευθυνών τους. Όση συζήτηση κάνουμε για τις λεπτομέρειες (γιατί γι’ αυτές μιλάμε τόση ώρα), το θέμα είναι ότι καλύτερο ρόστερ η εθνική μας δεν θα έχει, παρά μόνο… στις λεπτομέρειες (με την είσοδο, ας πούμε, του Θανάση, του Χαραλαμπόπουλου και του Παπαπέτρου τα επόμενα χρόνια). Είναι δεδομένο ότι πρέπει και οι διεθνείς να σταθούν επιτέλους στο ύψος των περιστάσεων και να δείξουν ότι αξίζουν κάθε καλοκαίρι τις ελπίδες με τις οποίες οι Έλληνες μπασκετόφιλοι επιλέγουν να πλαισιώνουν την εθνική ομάδα, αλλά και το γεγονός ότι πάντα παίρνουν συγχωροχάρτι.
Πέρσι μου είχε κάνει αλγεινή εντύπωση το γεγονός ότι πριν καν σβήσει ο πίνακας του γηπέδου από το εξευτελιστικό 90-72 των Σέρβων, έσπευσαν όλοι, παίκτες, προπονητές, ομοσπονδία, να μοιράσουν φανέλες και πίστη για την επόμενη χρονιά. Καμία αυτοκριτική δεν έγινε δημόσια, αρκεστήκαμε στα πανηγύρια για το αδιάφορο 5-0 στον όμιλο. Μπορεί να είμαι εγώ υπερβολικός, αλλά μετά την 5η συνεχόμενη αποτυχημένη χρονιά δεν περίμενα το πρώτο που θα άκουγα να ήταν «το μέλλον μας ανήκει». Προς το παρόν δεν μας ανήκει τίποτα, ό,τι είχαμε κατακτήσει το έχουμε χάσει και μεγάλοι είμαστε μόνο στα μάτια τα δικά μας. Η ομάδα αυτή δεν μπορεί να δείχνει ότι στερείται στόχων και εγωισμού και να λειτουργεί έτσι. Φέτος, οι απαιτήσεις είναι και πάλι πολύ υψηλές από όλους, θα πρέπει κάποια στιγμή αυτό να το συνειδητοποιήσουν και η ομοσπονδία, αλλά και οι παίκτες. Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, όλοι περιμένουμε φέτος ένα μετάλλιο από την ομάδα.
Προσωπικά θα ήθελα να τη δω στον τελικό, για να πάει απευθείας στους Ολυμπιακούς Αγώνες (και να μην αναγκαστεί να φορμαριστεί για το προολυμπιακό και να ξεφουσκώσει μετά στην αναμονή ενόψει Ολυμπιακών, όπως το 2008), δεν μπορώ να διανοηθώ ότι δεν θα είναι στην πρώτη επτάδα που δίνει τα εισιτήρια για το προολυμπιακό (ούτε θα θεωρήσω την 7η θέση επιτυχία για να ξαναλέμε «νέα ομάδα» και «το μέλλον μας ανήκει»), αλλά όλα αυτά είναι στο μυαλό μας. Κατεβαίνουμε στο τουρνουά με μια ομάδα που έχει ξανά να αποδείξει τα πάντα (όπως το 2004). Και στους αντιπάλους μας, αλλά και στον εαυτό της και σε όσους την πιστεύουν.
Η εθνική έχει μπροστά της τη μεγαλύτερη πρόκληση: παίκτες που έχουν μάθει στις επιτυχίες, που έχουν εθιστεί σε κούπες, που όλη τη χρονιά δεν ανέχονται ούτε καν μια ήττα, παίκτες τους οποίους προσκυνά όλη η μπασκετική υφήλιος, τώρα πρέπει να πάρουν από το χεράκι μια πληγωμένη ομάδα, να ορθώσουν το ανάστημά τους, να ξανακάνουν την εθνική μας άτρωτη και κραταιά. Η μαγιά υπάρχει, τα αποτυχημένα πειράματα έχουν γίνει, ήρθε η ώρα για να πάμε στην επόμενη χρυσή σελίδα.
Νίκος Κουσούλης
Υ.Γ.: Αύριο θα μιλήσουμε για τις 24 μονομάχους του Ευρωμπάσκετστο preview της διοργάνωσης λίγο πριν το τζάμπολ.